Το 2016 μια 85χρονη γιαγιά από την Συκαμνιά της Λέσβου, η Αιμιλία Καμβύση και ο 40χρονος ψαράς Στρατής Βαλιαμός ήταν τα δύο πρόσωπα που εκπροσωπούσαν στην υποψηφιότητα για το Νόμπελ Ειρήνης, όλους τους Έλληνες εθελοντές κατοίκους του Αιγαίου που υποδέχτηκαν το μεγαλύτερο κύμα των προσφύγων. Η Νορβηγική Επιτροπή δεν τους τίμησε. Τους τίμησε όμως ο κόσμος και τα χιλιάδες μηνύματα που πήραν καθώς η υποψηφιότητά τους είχε γίνει viral στο διαδίκτυο. Όταν μάλιστα επισκέφθηκε τη Συκαμνιά ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας και συνάντησε την γιαγιά Αιμιλία για να την συγχαρεί για ότι έκανε, εκείνη του απάντησε «Γιατί μου λές μπράβο γιέ μου; Τι έκανα;».
Και το ίδιο λένε όσοι έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους και να τους κάνουν να αισθανθούν ασφαλείς, παρόλο που δεν έχουν να προσφέρουν πολλά και είναι αντιμέτωποι με σοβαρή οικονομική κρίση. Κάπως έτσι απάντησε και ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος όταν το 2015 ανακηρύχθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο «Ευρωπαίος Πολίτης της Χρονιάς» και όμως αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο λέγοντας πως «δεν θα λειτουργήσω σαν πλυντήριο συνείδησης» και «δεν θα υπηρετήσω το ξέπλυμα ενοχών» αναφερόμενος στην στάση της ΕΕ απέναντι στο ελληνικό δράμα της εποχής των μνημονίων.
Το τι συνέβη στην πορεία απομένει να ξεκαθαριστεί. Όμως πέρα από το “λάθος” ή το μη λάθος με τους τραπεζικούς λογαριασμούς, αυτό που δεν πρέπει να κυλιστεί στην λάσπη είναι η προσπάθεια της προσφοράς του να μετέχει κάποιος στην προσπάθεια, να μπει στην κουζίνα. Να σερβίρει, να μαγειρέψει και να καθαρίσει, να κοπιάσει.
Το ταληράκι σε έναν λογαριασμό δεν σου δίνει συγχωροχάρτι σαν και αυτά που μοίραζαν οι μοναχοί του 13ου αιώνα μετατρέποντας συνειδήσεις λευκότερες από τα λευκά. Ας μείνουμε σε αυτό…