Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Η Θέμις στην πυρά

Πρωτόγνωρες καταστάσεις σημειώνονται τα τελευταία 24ωρα στην ελληνική Δικαιοσύνη καθώς ίσως για πρώτη φορά από συστάσεως του ελληνικού κράτους εισαγγελικός λειτουργός καταγγέλλει ευθέως τον πολιτικό του προϊστάμενο (υπουργό Δικαιοσύνης) για παρέμβαση στο έργο του.

Το σημερινό, νέο, επεισόδιο μετά την δημοσιοποίηση της αναφοράς Τσατάνη και την απάντηση του αναπληρωτή υπουργού κ. Παπαγγελόπουλου, θέλει την δικογραφία να αποστέλλεται στην Βουλή, τα κόμματα της αντιπολίτευσης να είναι στα κάγκελα και τον επιχειρηματία Βγενοπουλο να εκδίδει νέα ανακοίνωση. Η υπόθεση που έχει πάρει πλέον πολιτικές διαστάσεις γεννά πολλά ερωτηματικά. Ας υποθέσουμε ότι σημειώθηκε συγκάλυψη στο μεγαλύτερο τραπεζικό σκάνδαλο της Ελλάδος, είναι δουλειά του υπουργού να πραγματοποιεί συναντήσεις με εισαγγελείς και να ακολουθούν συνομιλίες στα κινητά τηλέφωνα, ανεξαρτήτως εάν υπάρχουν νουθεσίες, λόγια παρηγοριάς η απειλές!

Η αναφορά της εισαγγελέως Εφετών προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κυρία Ευτέρπη Κουτζαμάνη που κοινοποιήθηκε και στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, κατατέθηκε στις 22 Φεβρουαρίου, μία ημέρα πριν από την επίσημη ανακοίνωση της απόφασής της για την αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου και σε προγενέστερο χρόνο από την πειθαρχική έρευνα που διέταξε σε βάρος της η πρόεδρος του Αρείου Πάγου την περασμένη Τρίτη 1η Μαρτίου.

Η κυρία Τσατάνη, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Βήματος και της Καθημερινής, που έφεραν στο φως την αναφορά της, εξηγεί αρχικώς ότι η υπόθεση που αφορούσε τη Λαϊκή Τράπεζα και τον κ. Βγενόπουλο τής ανατέθηκε από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών στις 17 Δεκεμβρίου 2014 και παρότι κρίθηκε νόμιμη η διαδικασία αυτή και από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ν. Παντελή, ξεκίνησαν σε βάρος της πρωτοφανείς και διαρκείς συκοφαντικές επιθέσεις, οι οποίες μεταφέρθηκαν ως και στη Βουλή των Ελλήνων μέσω ερωτήσεων που κατέθεσαν βουλευτές.

Όταν η εισαγγελέας Εφετών πληροφορήθηκε δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δ. Παπαγγελόπουλου στις οποίες ανέφερε ότι «η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα», ζήτησε να τον συναντήσει. «Περί τα μέσα Νοεμβρίου 2015, μετέβην στο γραφείο του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου εις το υπουργείο Δικαιοσύνης κατόπιν τηλεφωνικής εκ μέρους μου πρωτοβουλίας, ώστε να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις» αναφέρει η Γεωργία Τσατάνη στην καταγγελία της προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
«Τότε εκ του σύνεγγυς του εξέθεσα ότι κατά νόμο χειριζόμουν την υπόθεση. Όμως πιεστικά μου εζήτησε να επιστρέψω τη δικογραφία εις την εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, από την οποία, όπως μου εδήλωσε, παρανόμως ενεργώντας την αφήρεσα, για να ευνοήσω εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα. Μάλιστα επί λέξει μου εδήλωσε ότι η εισαγγελέας Διαφθοράς που χειριζόταν σχετική δικογραφία, η οποία μου είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματός μου προς συσχέτιση με συναφή την οποία και χειριζόμουν, ευρίσκεται δικονομικά εις στάδιο περαίωσης και η εν λόγω εισαγγελέας προτίθεται να ασκήσει ποινική δίωξη εις βάρος των υπόπτων, τους οποίους με την ενέργειά μου σκόπευα να ευνοήσω, κατά την άποψή του.

Τότε εξέφρασα την απορία μου για το γεγονός γνώσεως υπ’ αυτού της εκ των προτέρων δικανικής κρίσεως της εισαγγελέως Διαφθοράς. Και επίσης απήντησα ότι η προκαταρκτική εξέταση είναι εκ του νόμου μυστική και ότι λυπάμαι για το γεγονός της εκ μέρους του απόπειρας παραβίασης του απορρήτου. Καθ’ όσον αφορούσε στη διενέργεια από εμένα της εν λόγω προκαταρκτικής εξέτασης, επιφυλάχθηκα δε για τα περαιτέρω μετά το πέρας αυτής, δι’ ο και υποβάλλω στο παρόν χρονικό σημείο την παρούσα».

Η επιστολή Παπαγγελόπουλου:

Από την μεριά του ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος σε μια ύστατη προσπάθεια να προστατεύσει τον εαυτό από τις κατηγορίες, έστειλε επιστολή στον Νίκο Βούτση με την οποία απαντά στην εισαγγελέα Εφετών, Γεωργία Τσατάνη, αναφέροντας τι ειπώθηκε μεταξύ τους σε συνάντηση που έγινε στο υπουργείο Δικαιοσύνης με πρωτοβουλία της εισαγγελικής λειτουργού.

Προς Τον κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Αθήνα. 02/03/2016

Κύριε Πρόεδρε,

Θα ήθελα να σας ενημερώσω προκειμένου στη συνέχεια να ενημερωθούν και οι κ.κ. βουλευτές της Βουλής των Ελλήνων για τα ακόλουθα:

Η Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών κα Γεωργία Τσατάνη υπέβαλε στην κα Εισαγγελέα του Α.Π. τη με αριθμό πρωτ. ΕΠ 43/22-2-2016 αναφορά της στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει, ότι με δική της πρωτοβουλία με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στα μέσα Νοεμβρίου, για να μου εξηγήσει και να λυθούν οι τυχόν παρανοήσεις μετά τις διαρκείς δημοσιογραφικές επιθέσεις εις βάρος της. Οι επιθέσεις αυτές είχαν κατά την αναφορά της κας Τσατάνη μεταφερθεί στη Βουλή με ερώτηση βουλευτών και με τις δηλώσεις μου ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα. Στη συνέχεια η Εισαγγελέας Εφετών αναφέρει, ότι πιεστικά της ζήτησα να επιστρέφει τη δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου που αφαίρεσε από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία που χειριζόταν η ίδια Επίσης αναφέρει, ότι την 22-11-2015 περίπου μία εβδομάδα μετά τη συνάντησή μας, τής τηλεφώνησα και «σε συμβουλευτικό, δήθεν, ύφος» της συνέστησα να επιστρέψει την ανωτέρω δικογραφία που χειρίζεται στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει άγριος πόλεμος κ.λ.π. Τέλος η Εισαγγελέας Εφετών ισχυρίζεται ότι «δεν προέβη εις άμεση υποβολή» της αναφοράς της προκειμένου να μη θεωρηθεί ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της υπόθεσης, αλλά την υπέβαλε μόλις αρχειοθέτησε την υπόθεση, χωρίς να ενδώσει σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση απειλή.

Στα όσα αναφέρει η Εισαγγελέας Εφετών θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Η κα Γεωργία Τσατάνη. πράγματι μου τηλεφώνησε και ζήτησε να συναντηθούμε και μάλιστα μου πρότεινε να την επισκεφθώ στο γραφείο της, απογευματινές ή βραδινές ώρες, ή να συναντηθούμε κάπου αλλού και να μην έρθει αυτή στο γραφείο μου γιατί δεν ήθελε να γίνει γνωστή η συνάντησή μας. Ευγενικά της απάντησα ότι οι όποιες συναντήσεις μου με δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ως εκ της θέσεώς μου, αρμοδίως και θεσμικά λαμβάνουν χώρα στο γραφείο μου. Παρ’ ότι επέμεινε στην αρχική πρότασή της τελικά με επισκέφθηκε στο γραφείο μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Στην αρχή της συνομιλίας μας μού ανέφερε ότι δεν γνωριζόμαστε, αλλά οι εισαγγελείς που με γνώριζαν την είχαν διαβεβαιώσει για την καλοσύνη μου και τη συναδελφική αλληλεγγύη που είχα επιδείξει στους συναδέλφους Εισαγγελείς πριν συνταξιοδοτηθώ. Γι’ αυτό πήρε την πρωτοβουλία να με συναντήσει γιατί ήθελε τη βοήθειά μου και τις συμβουλές μου. Μου είπε επίσης ότι με βλέπει ως παλιό συνάδελφο και όχι ως Υπουργό και μου ζήτησε να την αντιμετωπίσω και εγώ το ίδιο. Την ευχαρίστησα για τα καλά της λόγια, τη διαβεβαίωσα ότι και εγώ τη θεωρώ συνάδελφο και συμφωνήσαμε μάλιστα να ξεχάσουμε την υπουργική μου ιδιότητα και να μιλάμε στον ενικό. Στη συνέχεια σχεδόν κλαίγοντας ζήτησε τη βοήθειά μου γιατί μερίδα του Τύπου της καταλόγιζε, ότι αφαίρεσε παράτυπα δικογραφία κατά του Ανδρέα Βγενόπουλου από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν ασκηθεί ποινική δίωξη, δήθεν για να τη συσχετίσει με άλλη δικογραφία, με πραγματικό σκοπό να αποτρέψει την άσκηση ποινικής δίωξης.

Επίσης δημοσιεύματα στον Τύπο της απέδιδαν, ότι χειρίσθηκε δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και μολονότι, ο σύζυγος και η κόρη της ήταν υποψήφιοι βουλευτές της Ν.Δ. δεν δήλωσε αποχή όπως ορίζεται στα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Μου ζήτησε να λυπηθώ την κόρη της που αναφερόταν στα δημοσιεύματα του Τύπου και είχε στοχοποιηθεί, επικαλέσθηκε την αγάπη που και εγώ έχω στα παιδιά μου και μάλιστα μου έδειξε φωτογραφία της κόρης της σε δίπτυχη κάρτα που μάλιστα την άφησε και παραμένει στο γραφείο μου. Επιπλέον μου ανέφερε ότι φοβάται μήπως της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, διότι αυτό θα εμπόδιζε την προαγωγή της, την οποία ανέμενε σε λίγους μήνες.

Της απάντησα ότι αντιλαμβάνομαι τη δύσκολη θέση της. ότι θα τη βοηθήσω όσο μπορώ, πρόθεση που επανειλημμένως έχω εκφράσει δημοσίως για όλους τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς και ότι δεν επιθυμώ η θητεία μου, ως υπουργού, να συνδεθεί με πειθαρχική δίωξη εναντίον πρώην συναδέλφου μου. Της συνέστησα όμως να είναι προσεκτική στο μέλλον, διότι η νομική μου άποψη ήταν. ότι και την δικογραφία δεν έπρεπε να ζητήσει από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και έπρεπε να έχει κάνει δηλώσεις αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.

Πράγματι δε, της επεσήμανα ότι η νομική μου άποψη ήταν να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς ως μόνη αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 4022/2011 και 4139/2013 και τη σχετική εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Συνεπώς η εκφορά της νομικής μου άποψης απευθυνόμενος στην κα Τσατάνη, κατά την επιδιωχθείσα από την ίδια συνάντησή μας, για την αποκλειστική αρμοδιότητα για την έρευνα της υπόθεσης από την Εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς και συνεπώς την αναγκαιότητα, συμφωνά με το νόμο, της επιστροφής της δικογραφίας στην αρμόδια Εισαγγελέα, δεν υποκρύπτει την παραμικρή υπόνοια παρέμβασής μου ή επηρεασμού της δικανικής της άποψης. Επισημαίνω δε ότι απέφυγα οποιαδήποτε συζήτηση για την ουσία της υπόθεσης και δεν διατύπωσα άποψη για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή αρχειοθέτηση της δικογραφίας.

Συζήτηση έγινε και για τις δηλώσεις αποχής, που επίσης κατά τη νομική μου άποψη, έπρεπε να είχε υποβάλει, αλλά επειδή πρόκειται για ιδιωτική συνομιλία και μάλιστα μετά από παράκληση της συνομιλήτριάς μου να τη βοηθήσω, οι αρχές μου και ο χαρακτήρας μου δεν μου επιτρέπουν να αποκαλύψω το πλήρες περιεχόμενό της προς το παρόν και θα αναφερθώ στο μέλλον αν απαιτηθεί. Στο τέλος η κα Τσατάνη μού είπε ότι θα σκεφθεί όσα συζητήσαμε και ζήτησε να ξαναμιλήσουμε και τώρα που γνωρισθήκαμε να κρατήσουμε επαφή.

Πράγματι μετά από λίγες ημέρες της τηλεφώνησα και εκείνη επικαλούμενη ότι ήταν καθ’ οδόν προς την οικία της, όπως αναφέρει και στην αναφορά της, μού τηλεφώνησε η ίδια σε λίγα λεπτά, οπότε και της επανέλαβα τα ίδια που της είχα πει στο γραφείο μου και εκείνη μου είπε και πάλι ότι θα σκεφθεί τι θα πράξει. Πρέπει να επισημανθεί ότι η κα Τσατάνη ισχυρίζεται στην αναφορά της ότι έχει αποδεικτικά στοιχεία για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες μας. Δεν διευκρινίζει όμως εάν έχει κρατήσει τις εκατέρωθεν κλήσεις ή έχει μαγνητοφωνήσει την ιδιωτική μας συνομιλία κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 370Α Π.Κ.

Πάντως η αναγραφή δήθεν φράσεών μου στο κείμενο της αναφοράς της εντός εισαγωγικών και με χρήση αποσιωπητικών, υπό μορφή απομαγνητοφωνημένου κειμένου, και μάλιστα 3 μήνες μετά τη συνομιλία μας. οδηγεί ευθέως στο συμπέρασμα ότι η Εισαγγελίας Εφετών διαθέτει πολύ δυνατή μνήμη.

Στο σημείο αυτό θέλω να διευκρινίσω ότι με μεγάλη λύπη αναφέρομαι σε όσα συζητήσαμε ιδιωτικά με την κα Τσατάνη και εξ αυτού του λόγου περιορίζομαι να απαντήσω αποκλειστικά και μόνο σε όσα αποκάλυψε η ίδια. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ουδέποτε αναφέρθηκα στο πρόσωπο της κας Τσατάνη δημοσίως ή ιδιωτικώς, ουδέποτε δήλωσα ή υπονόησα ότι συμμετέχει σε δικαστικά πραξικοπήματα και αγνοώ για ποιο λόγο θεώρησε ότι τα δικαστικά πραξικοπήματα την αφορούν προσωπικά.

Είναι κατ’ αρχάς γνωστό ότι εγώ για πρώτη φορά αναφέρθηκα σε επαπειλούμενα δικαστικά πραξικοπήματα την 27-11-2015, σε ομιλία μου στη Βουλή των Ελλήνων. Είναι επομένως εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός της Εισαγγελέως ότι στα μέσα Νοεμβρίου ζήτησε να συναντηθούμε για να της εξηγήσω και να λυθούν οι τυχόν παρεξηγήσεις για δηλώσεις που δεν είχα ακόμη κάνει και όταν τις έκανα, όπως προαναφέρω, δεν αφορούσαν την κα Τσατάνη.

Μετά τη συνάντησή μου με την Εισαγγελέα Εφετών μεσολάβησε η αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου και η συνέντευξή του, όπου εκφράσθηκε με επαινετικούς χαρακτηρισμούς για την κα Τσατάνη. Είναι σαφές ότι η Εισαγγελέας Εφετών παραδέχεται μεν ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, αλλά αισθάνεται αμήχανα ως προς τα προφανή κίνητρά της, δηλαδή, μεταξύ άλλων, την αποφυγή πειθαρχικού ελέγχου για τις υπηρεσιακές της ενέργειες. Η αμηχανία αυτή την αναγκάζει να επινοεί αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας της για τη συνάντησή μας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και καταρρίπτεται από την κοινή λογική. Δεν θέλω να πιστέψω ότι υπάρχουν άλλα κίνητρα.

Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι για την αφαίρεση της δικογραφίας από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς λίγο πριν την άσκηση της δίωξης είχαν υπάρξει δημοσιεύματα, προγενέστερα της συνάντησής μας, και επομένως δεν είχα ενημερωθεί από την κα Ράικου, όπως υπονοεί η κα Τσατάνη, ούτε είχε παραβιασθεί το απόρρητο και η μυστικότητα της προκαταρκτικής εξέτασης. Η Εισαγγελέας Εφετών ουδέποτε με κατηγόρησε για «απόπειρα παραβίασης του απορρήτου» κατά τη συνάντησή μας, ενόσω δηλαδή καταπτοημένη και μεταξύ συναισθηματικών εξάρσεων ζητούσε τη βοήθειά μου. η δε σχετική περικοπή της αναφοράς της δεν είναι αληθής.

Αποδεικνύει δε πλήρως την έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά μου και την μη περαιτέρω ενασχόλησή μου με την υπόθεση το γεγονός ότι η ίδια αιτήθηκε τη συνάντησή μας, η ίδια αναφέρθηκε στην υπόθεση και μου ζήτησε ττις συμβουλές μου, ενώ εγώ κατά τα λεγόμενα της ίδιας της κας Τσατάνη δεν ζήτησα καμιά πληροφορία για την ουσία της υπόθεσης και δεν υπέδειξα την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι δεν κινήθηκε εις βάρος της κας Τσατάνη καμιά πειθαρχική διαδικασία παρά εκφρασμένους από την ίδια κατά τη συνάντησή μας φόβους και δεν επεδίωξα μέχρι σήμερα καμιά περαιτέρω επικοινωνία μαζί της. Αξιοσημείωτο επίσης είναι, ότι η κα Τσατάνη στην αναφορά της ισχυρίζεται, ότι καθυστέρησε την υποβολή της για να μη θεωρηθεί, ότι ζητούσε να απεκδυθεί την ευθύνη χειρισμού της δικογραφίας. Είναι επομένως προφανής τόσο η επιμέλεια όσο και το ενδιαφέρον της να ολοκληρώσει η ίδια την προκαταρκτική έρευνα.

Είμαι βαθύτατα απογοητευμένος από τη συμπεριφορά της κας Τσατάνη και λυπάμαι ειλικρινά γιατί με ανάγκασε κατά παράβαση των αρχών μου να αποκαλύψω λίγες πτυχές από την ιδιωτική συζήτηση που είχα μαζί της, μετά από δικό της αίτημα, προκειμένου να τη βοηθήσω και να τη συμβουλεύσω. Εύχομαι ολόψυχα να μην αναγκασθώ να αποκαλύψω όλη τη συζήτησή μας.

Τέλος πρέπει να επισημάνω και ορισμένες αξιοπερίεργες συμπτώσεις στην υπόθεση αυτή. Συγκεκριμένα στην από 24-2-2016 επιστολή του προς εμένα ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας μεταξύ άλλων αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Σύμφωνα με την προαναφερθείσα χθεσινή ανακοίνωση του κ. Βγενόπουλου, την Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016, η κα Τσατάνη περάτωσε την Προκαταρκτική Εξέταση, την οποία διεξήγαγε και με σχετική Διάταξη της υπό στοιχεία 1/22-2-2016, αποφάνθηκε ότι δεν προέκυψαν οποιεσδήποτε ενδείξεις περί διάπραξης αδικημάτων και ότι η όλη υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι «εκ συμπτώσεως», κατά την ίδια ημερομηνία ο κ. Βγενόπουλος, ως είχε προκαθοριστεί, εμφανίστηκε ενώπιον της 10ης Ανακριτρίας κας Μ. Ευαγγέλου για ανάκριση, αρνούμενος και πάλι να ανακριθεί. Επικαλέστηκε δε, όπως πληροφορούμαι από τις Κυπριακές ανακριτικές Αρχές, τη Διάταξη της κας Τσατάνη, η οποία φαίνεται να μην είχε μέχρι εκείνη την ώρα εκδοθεί.

Απ’ ό,τι πληροφορούμαι επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο έχει σταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην κα Πρόεδρο του Αρείου Πάγου.

Την ημέρα που έδωσε συνέντευξη ο Ανδρέας Βγενόπουλος εξυμνώντας την κα Τσατάνη και κατηγορώντας εμένα με ανακριβή στοιχεία και αβάσιμους συνειρμούς και εικασίες, διαβιβάσθηκε συμπτωματικά στον Υπουργό Δικαιοσύνης η αναφορά της κας Τσατάνη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.

Με την παρούσα επιστολή μου αναφέρομαι μόνο στα πραγματικά γεγονότα και δεν ασχολούμαι καθόλου με το νομικό μέρος της αναφοράς σε βάρος μου. Οσο είναι ηθικά ανεπίτρεπτη η αποκάλυψη και η προσπάθεια ποινικοποίησης μιας ιδιωτικής συνομιλίας που έγινε με πρωτοβουλία της κας Τσατάνη, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια και συμβουλές, άλλο τόσο είναι και νομικά αβάσιμη, εφ’ όσον δεν προκύπτει η ελαχίστη αναφορά για δήθεν παρέμβασή μου ως προς την ουσία της υπόθεσης και την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης ή την αρχειοθέτηση της δικογραφίας. Δυστυχώς η πείρα μου και οι νομικές μου γνώσεις μού επιτρέπουν να έχω σχηματίσει ασφαλή εκτίμηση και κρίση για τα κίνητρα και τους σκοπούς της κας Τσατάνη.

Είμαι βέβαιος ότι κάθε νοήμων άνθρωπος μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Με τιμή,
Δημήτρης Παπαγγελόπουλος
Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Α. Βγενόπουλος: «Τερατώδη ψέματα που προσπαθούν να δικαιολογήσουν

Για τερατώδη ψέμματα κάνει λόγο ο Ανδρέας Βγενόπουλος ο οποίος υποστηρίζει ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος «ελέγχεται πλέον για την διάπραξη πολύ σοβαρών ποινικών αδικημάτων» και κατηγορεί τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης για «επεμβάσεις στη Δικαιοσύνη που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των Κυπρίων, την ίδια στιγμή που η Κυπριακή ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ με την έγκριση της «φίλης» Κυπριακής Κυβέρνησης διεκδικεί από την Ελληνική Δημοκρατία 4 δισ. Ευρώ!»

Διαβάστε το κείμενο της δήλωσης του κ. Βγενόπουλου:

«Ο Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλος ελέγχεται πλέον για την διάπραξη πολύ σοβαρών ποινικών αδικημάτων, συνεπώς η προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων μέσω ανακοινώσεων και υποστήριξης των φιλικών του μέσων μαζικής ενημέρωσης τον οδηγεί σε λάθη και αντιφάσεις και σίγουρα δεν τον βοηθά εν όψει της ποινικής διερεύνησης που θα επακολουθήσει.

Έτσι, μαζί με όλον τον φιλικό του Τύπο εμφανίζεται να υιοθετεί τις αιτιάσεις των «Κυπριακών αρχών» ότι στις 22-2-2016 εμφανίσθηκα ενώπιον της 10ης Ανακρίτριας κας. Μ. Ευαγγέλου και ζήτησα αναβολή για προγραμματισμένη κατάθεση επικαλούμενος δήθεν την Διάταξη της καςΤσατάνη η οποία όμως μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε εκδοθεί, άρα την εγνώριζα εκ των προτέρων!

Τα τερατώδη αυτά ψέματα που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα διαψεύδονται από τα πραγματικά γεγονότα:

1.     Η κατάθεσή μου ενώπιον της 10ης Ανακρίτριας αφορά δήθεν χρηματιστηριακές παραβάσεις ως προς την ακρίβεια ενημερωτικών δελτίων οι οποίες δεν είναι καν ποινικά αδικήματα κατά το Ελληνικό δίκαιο και δεν έχουν καμία σχέση με τις υποθέσεις που εξέτασε η κα. Τσατάνη, συνεπώς δεν έχει καμία λογική η επίκληση της Διάταξής της ως λόγος αναβολής και προφανώς είναι ψευδές ότι έγινε.

2.    Ο λόγος αναβολής, που επικαλέσθηκα, ήταν η αίτηση για άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απεφάσισε, κατά τη γνώμη μου λανθασμένα, να δοθεί η σχετική δικαστική συνδρομή στις Κυπριακές Αρχές, την ίδια περίοδο που συμπτωματικά ο κ. Παπαγγελόπουλος έκανε παρανόμως και αναρμοδίως δημόσιες δηλώσεις περί «επιτάχυνσης» της δικαστικής συνδρομής μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου!

3.    Μία απλή ερώτηση, μέσω των θεσμικών οργάνων, προς την 10η Ανακρίτρια και τη γραμματέα της από τον κ. Παπαγγελόπουλο θα αρκούσε όχι μόνον για να μην χρησιμοποιήσει αυτήν την  λάσπη εναντίον μου αλλά κυρίως για να προστατεύσει το κύρος της Ελληνικής Δικαιοσύνης έναντι του Κυπρίου ομολόγου του.

Τέλος, ο κ. Παπαγγελόπουλος κάποια στιγμή πρέπει να δικαιολογήσει την στενή του συνεργασία με τους Κυπρίους και τις επεμβάσεις του στη Δικαιοσύνη που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, την ίδια στιγμή που η Κυπριακή ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ με την έγκριση της «φίλης» Κυπριακής Κυβέρνησης διεκδικεί από την Ελληνική Δημοκρατία 4 δισ. Ευρώ!».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ