Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Η Τουρκία προβάλλει πλέον ως ζωτικός εταίρος


Καθώς η Ευρώπη και η Ουκρανία αναζητούν νέο πλαίσιο ασφάλειας στο γεωπολιτικό σκηνικό που διαμορφώνουν ΗΠΑ και Ρωσία

Του Νίκου Βασιλειάδη

Αντιμετωπίζοντας μια πιθανώς υπαρξιακή πρόκληση ασφάλειας, η Ευρώπη πρέπει να θέσει γρήγορα ερωτήματα και να βρει άμεσες λύσεις. Προ αυτού του δεδομένου δεν είναι λίγοι και αμελητέοι ως δύναμη στην Ευρώπη οι ηγέτες που στρέφουν τα βλέμματά τους στην προφανή (για πολλούς) λύση της Τουρκίας.

Τις τελευταίες ημέρες, μάλιστα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «κοσμεί» τα εξώφυλλα πολλών διεθνών περιοδικών: στο βρετανικό «The Economist» και στο γαλλικό «LePoint» εμφανίστηκε δίπλα στον Ντόναλντ Τραμπ, στον Βλαντιμίρ Πούτιν και στον Σι Τζινπίνγκ, με τον Ερντογάν να εμφανίζεται ως ο «σωτήρας» για την ασφάλεια της Ευρώπης και να δηλώνει: «Η ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι αδιανόητη χωρίς την Τουρκία».

Η προοπτική μιας εύθραυστης ειρήνης που μπορεί να επιβληθεί από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία έχει κάνει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να εξετάζουν το ενδεχόμενο δημιουργίας ειρηνευτικής ευρωπαϊκής δύναμης στην Ουκρανία, αλλά και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για περισσότερη ανεξαρτησία και επομένως λιγότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Με την Τουρκία να διαθέτει τη μεγαλύτερη χερσαία δύναμη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, με σχεδόν 400.000 στρατιώτες και διπλάσιο αριθμό από αυτόν όταν περιλαμβάνονται οι εφεδρείες, πάνω από 2.000 κύρια άρματα μάχης, σχεδόν τα μισά από αυτά του ευρωπαϊκού ΝΑΤΟ, και τις ναυτικές δυνάμεις της να έχουν κρίσιμο έλεγχο και μόχλευση στις ναυτιλιακές λωρίδες της Μαύρης Θάλασσας, πολλοί θεωρούν πως η λύση είναι μπροστά στα μάτια τους παρότι ο Ερντογάν όχι μόνο συνδιαλέγεται με τη Μόσχα, αλλά και αγοράζει εξελιγμένα οπλικά συστήματα από αυτή!

Η Τουρκία αναμένεται να αποτελέσει τον «μισθοφορικό» στρατό που θα αναπτυχθεί στα σύνορα με τη Ρωσία. Ένα στρατό που με ιδιαίτερη ευκολία μπορεί να διαθέσει η γειτονική χώρα, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που είναι απρόθυμες να αντιμετωπίσουν απώλειες και θυσίες για να υπερασπιστούν την ειρήνη, τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία και την ευημερία τους.

Η καχυποψία εξαφανίζεται

Τα σημάδια για την αλλαγή στάσης της Ευρώπης είναι ξεκάθαρα. Η παγιωμένη ευρωπαϊκή καχυποψία για την Τουρκία παραμερίστηκε όταν ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν κλήθηκε να παραστεί στη σύνοδο κορυφής ασφαλείας για την Ουκρανία στις 2 Μαρτίου στο Lancaster House στο Λονδίνο, με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών να λέει ξεκάθαρα σε συνέντευξή του στους Financial Times: «Οι άλλοι εταίροι του ΝΑΤΟ δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στα τυφλά στις ΗΠΑ. Το τζίνι είναι έξω από το μπουκάλι και δεν υπάρχει τρόπος να το ξαναβάλεις».

Και ο Ερντογάν με τη σειρά του έσπευσε να προειδοποιήσει ότι η ευρωπαϊκή άμυνα δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς τη συμμετοχή της χώρας του, δηλώνοντας πως χωρίς αυτήν «γίνεται όλο και πιο αδύνατο για την Ευρώπη να συνεχίσει τον ρόλο της ως παγκόσμιου παράγοντα».

Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης δεν σταματούν να επαναλαμβάνουν πως η χώρα υπήρξε βασικός πυλώνας της ευρωπαϊκής ασφάλειας μέσω της 70ετούς ένταξής της στο ΝΑΤΟ, και παρά τις διαμάχες που περιλαμβάνουν διαφωνίες για τη μετανάστευση, το ασφαλές καταφύγιο που δόθηκε στις κουρδικές αντιπολιτευόμενες ομάδες και, ως αποτέλεσμα, την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αυτοί είναι εξαιρετικά δύσκολοι καιροί και αυτή είναι μια καλή στιγμή για να προχωρήσει η συνεργασία με την Ευρώπη εάν θέλουμε να ξεπεράσουμε την καταιγίδα που προκαλείται από τα κοινά μας διλήμματα και τις κοινές απειλές.

Εξάλλου, επειδή η Τουρκία έπαιξε και στα δύο ταμπλό του πολέμου στην Ουκρανία,όλοι πιστεύουν πως μια καθαρή ρωσική νίκη που θα επέτρεπε στο Κρεμλίνο να ανανεώσει την οιονεί αυτοκρατορική προσπάθειά του να κυριαρχήσει στη Μαύρη Θάλασσα και στον Νότιο Καύκασο, και να εξαλείψει την Ουκρανία, είναι κάτι που σίγουρα δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας, η οποία στη συγκεκριμένη στιγμή έχει κάθε λόγο να συνεργαστεί με την Ευρώπη, πολύ περισσότερο αφού έχει αμυντικές δυνατότητες που η Ευρώπη δεν θα έχει μέχρι αύριο.

Επιπλέον, η Τουρκία μπορεί να κάνει τη διαφορά στην αμυντική βιομηχανική παραγωγή τη στιγμή που η Ευρώπη δηλώνει τώρα ανοιχτά ότι πρέπει να αυξήσει την εγχώρια στρατιωτική βιομηχανική παραγωγή, αλλά αναγνωρίζει ότι αυτό θα πάρει μερικά χρόνια για να αποδώσει καρπούς.

Η αμυντική παραγωγή

Η Γερμανία και η ΕΕ ανακοίνωσαν τεράστια πακέτα χρηματοδότησης για τη στήριξη της παραγωγής όπλων, με την ήπειρο να αναγνωρίζει αργά, αλλά με σαφήνεια ότι μια πιθανή υποχώρηση των ΗΠΑ στην άμυνά της αφήνει τεράστια κενά ικανότητας. Και εδώ η Τουρκία μπορεί να προσφέρει λύσεις. Διαθέτει έναν τεράστιο και αποτελεσματικό κλάδο στην αμυντική παραγωγή. Έχει την ικανότητα να παράγει άρματα μάχης, οχήματα μάχης πεζικού και πυρομαχικά – συμπεριλαμβανομένων βλημάτων πυροβολικού.
Διαθέτει επίσης προηγμένες και ολοένα και πιο ζωτικής σημασίας στρατιωτικές τεχνολογίες – συμπεριλαμβανομένων των drones, που λείπουν από το αμυντικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ευρώπης. Αυτή η ικανότητα παρουσιάστηκε στις πρώτες ημέρες της σύγκρουσης στην Ουκρανία, όπου τα τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar αποδείχθηκαν αποτελεσματικότατα στη μάχη για το Κίεβο βοηθώντας στη συγκράτηση της επέλασης των ρωσικών αρμάτων μάχης.

Τι θα αναζητούσε σε αντάλλαγμα η Τουρκία; Λαχταρά τη συνεργασία και ιδιαίτερα την ανταλλαγή τεχνολογίας, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει καλά και για τα δύο μέρη,λέγοντας πως αυτή η συνεργασία είναι για το κοινό καλό όσον αφορά την ενισχυμένη ασφάλεια για ολόκληρη την ήπειρο.

Τις τελευταίες ημέρες -στις 6 Μαρτίου- είδαμε την τουρκική εταιρεία μη επανδρωμένων αεροσκαφών Baykar να ανακοινώνει μια συμφωνία-ορόσημο με τον ευρωπαϊκό αμυντικό γίγαντα Leonardo για μελλοντική κοινή παραγωγή, για να εκμεταλλευτεί την ευρωπαϊκή αγορά στρατιωτικών drones 100 δισ. δολαρίων. Αυτό έρχεται μετά την πρόσφατη επένδυση της Baykar στην αεροδιαστημική εταιρεία Piaggio στη Γένοβα της Ιταλίας, με τους Τούρκους να δηλώνουν πως αυτές οι συμφωνίες θα λειτουργήσουν ως ένα ξεκάθαροκάλεσμα και για άλλες ευρωπαϊκές αμυντικές εταιρείες να προσεγγίσουν Τούρκους εταίρους που είναι πρόθυμοι για συνεργασία.

Τα ανταλλάγματα

Η Τουρκία γνωρίζει πολύ καλά πως η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει εύκολα. Μάλιστα, πολλές φορές ο Τούρκος πρόεδρος έχει δηλώσει πως η προοπτική της ένταξης δεν την ενδιαφέρει, αν και το κλίμα γι’ αυτό φαίνεται πιο ευνοϊκό από ποτέ. Αυτό που η Τουρκία επιθυμεί από την Ευρώπη είναι η γρήγορη αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, ενώ παράλληλα το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμά της με μια διμερή εμπορική συμφωνία μετά το Brexit, και παράλληλα να αποκτήσει αμυντικά συστήματα, από τα οποία είναι αποκλεισμένη, όπως είναι για παράδειγμα τα Eurofighters, που θα μπορούσαν να πάρουν τη θέση των F-35.

Η Τουρκία ενδιαφέρεται επίσης και για μεγαλύτερη συνεργασία σε άλλα θέματα, συμπεριλαμβανομένης της ανοικοδόμησης της Συρίας, η οποία είναι πέρα από τις δυνατότητες της Τουρκίας. Η ΕΕ, με την εμπειρία της στην αποκατάσταση κοινωνιών μετά τη σύγκρουση και την οικονομική της δύναμη, θα μπορούσε εύκολα να συνεργαστεί με την Τουρκία για να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της Συρίας και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των απλών Σύρων. Τα ευρωπαϊκά ταμεία ανασυγκρότησης και οι κατασκευαστικοί και ενεργειακοί τομείς της Τουρκίας είναι εξίσου σημαντικά για την οικονομική ανάκαμψη της Συρίας. Ο ενδεχόμενος επαναπατρισμός των Σύρων προσφύγων είναι κάτι από το οποίο επωφελούνται τόσο η Τουρκία όσο και οι ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ευρώπη από την πλευρά της δείχνει τώρα πρόθυμη να «πληρώσει» για τις υπηρεσίες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, με διάφορους τρόπους. Με την πώληση αμυντικών συστημάτων προς την Τουρκία, με την προμήθεια στρατιωτικού υλικού από την Τουρκία και με το εκ νέου άνοιγμα της υποψηφιότητας της Τουρκίας για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ακούσαμε από τα χείλη του Αντόνιο Κόστα, προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει αναπτύξει σημαντικά την αμυντική βιομηχανία της, με τις εξαγωγές να αυξάνονται κατά 29% φτάνοντας στα 7,1 δισ. δολάρια το 2024, κατατάσσοντάς την στην 11η θέση στις παγκόσμιες αμυντικές εξαγωγές, όπως δήλωσε ο Ερντογάν τον Ιανουάριο.

Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB2, τα οποία έχουν πουληθεί σε περισσότερες από 25 χώρες, μεταξύ των οποίων η Πολωνία και η Ρουμανία, σύμφωνα με την έρευνα MilitaryBalance του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, το οποίο δηλώνει πως «οι πωλήσεις σε ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα σε μέλη της ΕΕ, προσθέτουν αξιοπιστία στο επιχείρημα της Τουρκίας ότι είναι σημαντικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή ασφάλεια».

Επιπλέον ο τουρκικός στρατός, στρατηγικά τοποθετημένος στην ανατολική πλευρά της Ατλαντικής Συμμαχίας και νότια της Μαύρης Θάλασσας -στην οποία ελέγχει την πρόσβαση μέσω του Βοσπόρου-, αριθμεί 373.200 ενεργούς στρατιώτες και άλλους 378.700 εφέδρους,στρατεύματα έμπειρα σε μάχες αφού έχουν εμπλακεί σε τακτικές μάχες στη βορειοανατολική Συρία και στο βόρειο Ιράκ πολεμώντας τους Κούρδους αντάρτες.

Η Άγκυρα πρέπει τώρα να επιλέξει πλευρά και θέση έναντι της Ρωσίας

Η Τουρκία στο παρελθόν αντιμετώπισε επικρίσεις στην Ευρώπη για την εξάλειψη των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 από την τελευταία και στη συνέχεια μετά την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όχι μόνο αυτό, αλλά την τελευταία δεκαετία η Τουρκία ανέπτυξε επίσης στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία. Το θεμελιώδες ερώτημα λοιπόν που θα τεθεί ενώπιον της Τουρκίας είναι το ζήτημα των δεσμών με τη Ρωσία, επειδή η ουσία του πλαισίου ασφάλειας της Ευρώπης ξεκινά με τη θέαση της Ρωσίας ως απειλής και η Άγκυρα πρέπει να επιλέξει πλευρά και θέση έναντι της Ρωσίας για να αναλάβει μεγαλύτερο ρόλο ασφάλειας.

Αυτές οι στενότερες σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία συνέπεσαν με την απομάκρυνσή της από τη Δύση. Για μεγάλο μέρος της τελευταίας δεκαετίας οι αξιωματούχοι της ΕΕ έβλεπαν την Τουρκία ως μια σημαντική στρατηγική πρόκληση και επικεντρώθηκαν περισσότερο στον περιορισμό των διεκδικητικών πολιτικών της παρά στο να βρουν έναν τρόπο να εμπλακούν με αυτόν τον περιφερειακό βαρύ παράγοντα. Οι Ευρωπαίοι είχαν έναν μακρύ κατάλογο παραπόνων όσον αφορά την τουρκική πολιτική στη Συρία και στη Λιβύη, καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Τουρκία παραμένει ανένδοτη στις διαμάχες με την Ελλάδα και την Κύπρο σε αυτό που οι Ευρωπαίοι κριτικοί αποκαλούν διπλωματία του πολέμου.

Παράλληλη δυσαρέσκεια υπήρξε και από την τουρκική πλευρά. Τα ευρωπαϊκά εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας ως αντίδραση στις επιχειρήσεις της στη Συρία από τον Φεβρουάριο του 2015 και μετά ενόχλησαν τους Τούρκους πολιτικούς. Οι Τούρκοι πολιτικοί εξέφρασαν επίσης τη λύπη τους για την αδύναμη ευρωπαϊκή απάντηση στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 στην Τουρκία και τα επακόλουθά της. Γενικά πίστευαν ότι ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ υπονόμευαν ενεργά την άνοδο και την περιφερειακή επιρροή της Τουρκίας. Αυτό δημιούργησε, τουλάχιστον, υποψίες για τις ευρωπαϊκές προθέσεις στην Τουρκία.

Εκτός από το ζήτημα της Ρωσίας, οι ηγέτες της Ευρώπης είδαν τη διεκδικητική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στη Συρία, στη Λιβύη και στην Ανατολική Μεσόγειο ως πρόκληση για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Έβλεπαν επίσης την υποχώρηση των δημοκρατικών κερδών της Τουρκίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία αποτελούν βασικές προτεραιότητες για την ΕΕ, δεδομένου ότι η Τουρκία ήταν ακόμη, τεχνικά μιλώντας, υποψήφια για ένταξη. Όλα αυτά βοήθησαν να περιοριστούν οι σχέσεις μεταξύ των δυτικών ηγετών και του Τούρκου προέδρου στο ελάχιστο. Η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ ανεστάλη για κάθε πρακτικό σκοπό.

Ικέτιδα στην αυλή του σουλτάνου

Όμως τώρα τα τρία χρόνια πολέμου στην Ουκρανία δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Τουρκία. Η σύγκρουση έχει επισημάνει την υπαρξιακή απειλή από μια ρεβιζιονιστική Ρωσία και την κατάρρευση της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες. Η βιασύνη της κυβέρνησης Τραμπ να συνάψει συμφωνία με το Κρεμλίνο, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν εγγυήσεις ασφάλειας για την Ουκρανία, εγείρει επίσης ερωτήματα για το μέλλον της διατλαντικής ενότητας και της ευρωπαϊκής ασφάλειας.

Η απόφαση της Ευρώπης να αναζωογονήσει τις σχέσεις με την Τουρκία είναι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την ευρωπαϊκή ασφάλεια υπό το πρίσμα των μεταβαλλόμενων πολιτικών των ΗΠΑ, όπου εφόσον οι βασικές αρχές της διατλαντικής συμμαχίας απειλούνται πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες βλέπουν ως λύση την αποκατάσταση των δεσμών μεταξύ Τουρκίας και Ευρώπης γύρω από μια ρεαλιστική και αμοιβαία επωφελή εταιρική σχέση συλλογικής ασφάλειας.

Για πολλούς «πρόθυμους» στην Ευρώπη μια ρεαλιστική επαναφορά στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ θα μπορούσε να ενισχύσει την ικανότητα κάθε πλευράς να συγκρατήσει τη Ρωσία, έναν κοινό στόχο, και να συμπεριλάβει την Τουρκία στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας, παρά τις επίμονες διαφωνίες για το κράτος δικαίου, τα χρονίζοντα και σοβαρά ζητήματα με την Ελλάδα και την Κύπρο, και τη μακρόχρονη προσπάθεια ένταξης της Άγκυρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, που στερείται τόσο ισχυρή ηγεσία όσο και ισχυρόόραμα για το μέλλον, σέρνεται ικέτιδα στην αυλή του σουλτάνου στην Τουρκία του αυταρχισμού, η οποία ρητά δηλώνει με κάθε τρόπο ότι υπηρετεί τις δικές της στρατηγικές επιδιώξεις σε όλη την περιοχή, από τον Καύκασο, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή έως και την Αφρική, προδίδοντας τις αξίες και τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

*Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΜΠΑΜ της Κυριακής 

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ