Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου υπέγραψε σήμερα, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν, δύο ιστορικές συμφωνίες που αλλάζουν τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος επιδιώκει να ενισχύει την εικόνα του «ειρηνοποιού ηγέτη» ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.
«Έπειτα από δεκαετίες διαιρέσεων και διαμαχών, είμαστε μάρτυρες της αυγής μιας νέας Μέσης Ανατολής», δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος, κατά τη διάρκεια της τελετής, στους κήπους του Λευκού Οίκου. Πρόσθεσε ότι άλλες «πέντε ή έξι» αραβικές χώρες θα ακολουθήσουν σύντομα το παράδειγμα του Μπαχρέιν και των ΗΑΕ, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποιες είναι αυτές.
Ο Νετανιάχου, κάνοντας λόγο για «ένα σημείο καμπής στην ιστορία», εκτίμησε ότι η συμφωνία που επικυρώθηκε στην Ουάσινγκτον μπορεί να βάλει τέλος στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση «μια και καλή».
Ενώπιον του πυκνού πλήθους που είχε συγκεντρωθεί στον Λευκό Οίκο, παρά την πανδημία, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός δεν τσιγκουνεύτηκε τις φιλοφρονήσεις προς τον «φίλο» του, τον Ντόναλντ Τραμπ. Στη συνέχεια, χαιρέτισε τους δύο νέους Άραβες συνομιλητές του, λέγοντας στα αραβικά «Σαλάμ Αλέκουμ», δηλαδή «Ειρήνη Υμίν».
Ο Νετανιάχου δεν έκανε καμία αναφορά στους Παλαιστίνιους, μολονότι οι δύο υπουργοί Εξωτερικών του Μπαχρέιν και των ΗΑΕ δεν τους ξέχασαν. Χαιρετίζοντας αυτήν την «αλλαγή στην καρδιά της Μέσης Ανατολής» ο ΥΠΕΞ των ΗΑΕ Σεΐχ Αμπντάλα μπιν Ζαγιέντ αλ Ναχιάν ευχαρίστησε προσωπικά τον Νετανιάχου «επειδή επέλεξε την ειρήνη και σταμάτησε την προσάρτηση των παλαιστινιακών εδαφών», μολονότι το Ισραήλ υποστηρίζει ότι απλώς ανέβαλε την υλοποίηση αυτού του σχεδίου.
Ο ΥΠΕΞ του Μπαχρέιν, Άμπντελ Λατίφ αλ Ζαγιάνι, ζήτησε ξεκάθαρα να εφαρμοστεί μια «λύση των δύο κρατών» για να μπει τέλος στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση.
Ο Νετανιάχου και οι δύο ΥΠΕΞ υπέγραψαν τις διμερείς συμφωνίες και ακολούθησε η υπογραφή μιας κοινής διακήρυξης των τριών με τον Αμερικανό πρόεδρο. Όμως, στην εποχή της Covid-19, δεν αντάλλαξαν χειραψία.
Οι δύο αραβικές χώρες είναι οι πρώτες που αναγνωρίζουν το Ισραήλ μετά την Αίγυπτο (1979) και την Ιορδανία (1994). Και οι δύο είναι σουνιτικές μοναρχίες και διάκεινται, όπως και το Ισραήλ, εχθρικά απέναντι στο σιιτικό Ιράν, τον «υπ΄αριθμόν 1» εχθρό της Ουάσινγκτον στην περιοχή.
Πολλές αραβικές, πετρελαιοπαραγωγές χώρες καλλιεργούν διακριτικά σχέσεις με τις ισραηλινές αρχές εδώ και χρόνια όμως αυτή η ομαλοποίηση προσφέρει πλούσιες ευκαιρίες, κυρίως οικονομικές, στις χώρες που προσπαθούν να ανακάμψουν μετά την πανδημία.
«Πρόκειται για επιτυχία πρώτης τάξης», σχολίασε ο Ντέιβιντ Μακόφσκι, πρώην διπλωμάτης, του Ινστιτούτου Πολιτικής της Εγγύς Ανατολής της Ουάσινγκτον, υπογραμμίζοντας ότι αυτή τη φορά οι Ισραηλινοί δεν ανέλαβαν κανένα ρίσκο, όπως έκανε ο Μεναχέμ Μπέγκιν «όταν άφησε το Σινά» στην Αίγυπτο ή ο Γιτζάκ Ράμπιν όταν διαπραγματευόταν με τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ.
Το «όραμα για την ειρήνη» που παρουσίασε τον Ιανουάριο ο Τραμπ με στόχο να τερματιστεί η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση δεν στέφθηκε από επιτυχία: η Παλαιστινιακή Αρχή το απέρριψε κατηγορηματικά και μάλιστα αρνήθηκε στον Αμερικανό πρόεδρο και τον ρόλο του μεσολαβητή, δεδομένου ότι έχει λάβει αποφάσεις ευνοϊκές για το Ισραήλ.
Σύμφωνα με τον Μακόφσκι οι Παλαιστίνιοι θα περιμένουν να δουν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών «αλλά όταν η σκόνη κατακάτσει, θα πρέπει να ξανασκεφθούν τη στάση τους».
Οι συμφωνίες που υπογράφηκαν σήμερα θεωρούνται νίκη για τον Νετανιάχου και το Ισραήλ που πλησιάζει έτσι στον στόχο του, να γίνει αποδεκτό στην περιοχή.