Πέντε δημοσιογράφοι έχασαν τη ζωή τους σε επίθεση που πραγματοποίησαν καμικάζι στην έδρα του τηλεοπτικού δικτύου όπου εργάζονταν στο Τικρίτ, βορείως της Βαγδάτης, στην πιο πρόσφατη επίθεση που σημειώνεται στο Ιράκ εναντίον των μέσων ενημέρωσης.
Στην υπόλοιπη χώρα, 17 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους σε διάφορα επεισόδια βίας, μεταξύ των οποίων έξι στρατιωτικοί, οι οποίοι σκοτώθηκαν από οβίδες που ερρίφθησαν κατά του στρατώνα τους στην περιοχή Άμπου Γκράιμπ, δυτικά της Βαγδάτης, σύμφωνα με πηγές της ασφάλειας.
Από την επίθεση στο Τικρίτ έχασαν την ζωή τους ο αρχισυντάκτης, ένας παραγωγός, ένας δημοσιογράφος, ένας παρουσιαστής και ο υπεύθυνος αρχείων του δικτύου «Σαλαχεντίν», ανέφεραν αξιωματούχοι της αστυνομίας, οι οποίοι γνωστοποίησαν επίσης ότι τουλάχιστον άλλοι πέντε εργαζόμενοι στο δίκτυο τραυματίστηκαν.
Δύο καμικάζι ανατίναξαν τα εκρηκτικά με τα οποία είχαν ζωστεί, ενώ οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν άλλους δύο κατά τη διάρκεια εφόδου που πραγματοποίησαν στο κτίριο που στεγάζει το τηλεοπτικό δίκτυο για να απελευθερώσουν τους δημοσιογράφους που είχαν εγκλωβιστεί εκεί, σύμφωνα με αξιωματικούς της αστυνομίας.
Τα κίνητρα των δραστών δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστά.
Η επίθεση σημειώνεται μια εβδομάδα έπειτα από παρόμοια επίθεση που έγινε κατά του δημαρχείου του Τικρίτ, κατά την οποία ένα μέλος του δημοτικού συμβουλίου και δύο αστυνομικοί έχασαν την ζωή τους.
Σε λιγότερο από τρεις μήνες, 12 δημοσιογράφοι έχουν χάσει την ζωή τους στο Ιράκ, οι πέντε από τους οποίους στη Μοσούλη, στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Οι ιρακινές Αρχές δέχονται συχνά επικρίσεις για τις παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου στην χώρα και για την ατιμωρησία όσων δολοφονούν δημοσιογράφους.
Η αναζωπύρωση της βίας στη χώρα έχει προκαλέσει τον θάνατο περισσότερων από 6.650 ανθρώπων από την αρχή της χρονιάς, σύμφωνα με απολογισμό που έκανε το Γαλλικό Πρακτορείο, στηριζόμενο σε πηγές των υπηρεσιών ασφάλειας και υγείας.
Ένας σημαντικός παράγοντας στην κλιμάκωση αυτή της βίας είναι η οργή της σουνιτικής κοινότητας, η οποία διαμαρτύρεται ότι αποτελεί αντικείμενο εκστρατείας καταστολής που διεξάγει η κυβέρνηση, της οποίας ηγούνται οι σιίτες.
Το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε, εν τω μεταξύ, τη Δευτέρα ότι ο στρατός επιτέθηκε σε στρατόπεδα που ανήκουν σε εξτρεμιστική οργάνωση που συνδέεται με την Αλ Κάιντα στην έρημο της σουνιτικής επαρχίας Άνμπαρ, η οποία βρίσκεται στα σύνορα με την Συρία, και ότι κατέστρεψε δύο από αυτά.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Μοχάμεντ αλ Ασκάρι, φωτογραφίες που ελήφθησαν από αέρος, όπως και άλλες πληροφορίες, δείχνουν ότι «όπλα και προηγμένος εξοπλισμός που προέρχεται από την Συρία» έφτασε στην Αλ Άνμπαρ.
Αυτό ενθάρρυνε μαχητές που συνδέονται με την Αλ Κάιντα «να λειτουργήσουν εκ νέου ορισμένα στρατόπεδά τους, τα οποία είχαν καταστραφεί από τις δυνάμεις ασφαλείας το 2008 και 2009», πρόσθεσε ο Ασκάρι.
«Οι φωτογραφίες και οι πληροφορίες των υπηρεσιών πληροφοριών δείχνουν ότι κάθε φορά που οι ένοπλες οργανώσεις δέχονται πιέσεις στην Συρία, αποσύρονται στο Ιράκ […] για να ανασυνταχθούν και να πραγματοποιούν τρομοκρατικές επιχειρήσεις στις δύο χώρε» σημείωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας.
Οι ΗΠΑ επανέλαβαν την Κυριακή το αίτημά τους προς τους ηγέτες της περιοχής να εργαστούν συντονισμένα για να σταματήσουν τον ανεφοδιασμό της εξτρεμιστικής οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε», όπως και της επίσης τζιχαντιστικής οργάνωσης Μέτωπο αλ Νόσρα, η οποία συνδέεται επίσης με την Αλ Κάιντα και πολεμάει κατά των δυνάμεων του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ στην γειτονική Συρία.