Ο Ανδρέας με βιαστικές κινήσεις έβαλε τα μακαρόνια στο καυτό νερό, λάτρευε τη γεύση του αμύλου την ώρα που η κόκκινη σάλτσα αναπαυότανε επάνω τους σαν τη φωτιά του ουρανού που καίει το μυαλό των εραστών που τόλμησαν.
Ήταν ήδη μέσα καλοκαιριού η ζέστη ήτανε έντονη , επιτακτική, όπως όταν τα κοχύλια καίνε στην καυτή άμμο και το κύμα δεν τα ακουμπά κάνοντας νάζια…
Η μυρωδιά από το γιασεμί σαν διάφανη εσάρπα έντυνε τον ζεστό άνεμο ενώ τα σύννεφα προσπαθούσαν λίγο να προστατέψουν τις αχτίνες από το κάψιμο του ήλιου…
Η τηλεόραση έπαιζε ενώ παράλληλα άκουγε τα γέλια των παιδιών που έπαιζαν ανέμελα. Ναι, είχε την τύχη ακόμη σε γειτονιά να μένει, προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα και κοίταξε λίγο προς το δρόμο, το βλέμμα του ήρεμο, ατάραχο όπως όταν το νερό γίνεται λίμνη των αστεριών… μέχρι που είδε εκείνη. Προχωρούσε πάνω σε γόβες μαύρες, το φόρεμα της άφηνε τους ωμούς της γυμνούς, το στήθος της διαγραφότανε σαν στητό άγαλμα, ενώ το λίκνισμα της μύριζε γυναίκα.
Τα μαλλιά της λίγο σγουρά να παίζουν ανάλαφρα πάνω στη γυμνή επιδερμίδα της και το ανεπαίσθητο αέρισμα να κυματίζει σαν σημαιοφόρος της απλής ομορφιάς της…
Εκείνος… ένοιωσε πάλι όπως τότε…την ίδια κάψα στον οισοφάγο του, τα χέρια του είχαν ήδη ιδρώσει, οι παλμοί ήταν σαν τρένο που σφυρίζει όταν στην αποβάθρα μπαίνει… και εκείνη ανέμελα… προχωρούσε… έτσι απλώς προχωρούσε…
Ο ήχος από το νερό που έβραζε έσπαγε τη μονοτονία της τρέλας της στιγμής… και εκείνος σαν τον ατμό εξανεμιζότανε στο κοίταγμα που δεν μπορούσε να φανταστεί πριν ένα λεπτό ότι θα τον έκανε να νοιώσει όπως τότε… όπως τη στιγμή που την πρώτη φόρα την είχε αντικρύσει.
Είχε ένα χρόνο που είχε καταφέρει να απαγκιστρωθεί από εκείνη και να μείνει στην ήσυχη και μίζερη ζωή του. Είχε κοπιάσει τόσο πολύ για να ξεφύγει από αυτό που το μυαλό του τρέλαινε, αυτό που τον φόβιζε, που τον έκανε να μην πιστεύει ότι αξίζει… κι εκεί που όλα τακτοποιημένα ξανά τα είχε… εκείνη… να περπατά κάτω από το σπίτι του και το μυαλό του να καίγεται που τα χέρια του δεν μπορούσαν να την έχουν.
Εκείνη φυσικά δε γνώριζε, δεν έμαθε ποτέ , μα τι σκεπτόταν… εκείνη περπατούσε… αναστάτωση , ταραχή… η ανάσα του έβγαινε ορθή, κοφτή σαν τα λεπίδια που σκίζουν τους βράχους των ευχών.
Άρχισε να μονολογεί, να βρίζει την τύχη του τη μαύρη ενώ με βήματα τρεμάμενα κινήθηκε προς την κουζίνα. Σούρωσε μηχανικά τα μακαρόνια τα μάτια του σαν υπνωτισμένα έφερναν μπροστά του τις στιγμές που είχε με εκείνη ζήσει… και τα μακαρόνια κόκκινα να βάφονται χωρίς ίχνος σάλτσας επάνω τους…
Στιγμές… που δεν πίστεψε ότι αξίζει…
Στιγμές που δεν τόλμησε… καθημερινότητα να κάνει. Εκείνη είχε διεκδικήσει, είχε φωνάξει, είχε ζητήσει… Εκείνος την απέτρεψε, με όποιο τρόπο μπορούσε… ένα «Δεν υπάρχεις» κάθε ημέρα της έλεγε, μα στην ουσία … εκείνη… υπήρχε.
Σκέπασε την κατσαρόλα και με βήματα γρήγορα, άτσαλα σαν την φυγή που ζητά απάγκιο να βρει πήγε ξανά στο μπαλκόνι, έσκυψε να δει, τα μάτια του σαν διψασμένα φεγγάρια έψαχναν…
Εκείνη είχε εξαφανιστεί… όπως ο αγέρας που καίει τη στιγμή…
Προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού του, κάθισε στον δερμάτινο καναπέ και άναψε ένα τσιγάρο… κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο μέχρι που ένοιωσε το στόμα του ξερό και πικρό όπως όταν το στάχυ καίγεται από το πέταγμα των κορακιών που διψάνε για λίγο αίμα…
Η νύχτα πλέον είχε για τα καλά εισχωρήσει, είχε βυθίσει τα μονοπάτια του ουρανού στο απόλυτο σκοτάδι λες και έπρεπε μέσα από αυτό… ένα φως να γεννηθεί…
Χωρίς οι ίνες του μυαλού του ιδιαίτερα να σκεφτούν… πήρε το κινητό του, βρήκε την επαφή με το όνομα της και πάτησε το πράσινο κουμπί.
Χτυπούσε… ένοιωθε το χρόνο να έχει σταματήσει… τα λεπτά σαν βαρίδια που πνίγουν τα σωθικά μέσα στο βυθό των ωκεανών που ζουν οι δράκοι των παραμυθιών να τρώνε την υπομονή του σταλιά -σταλιά…
Θα ήταν η έκτη φορά που άκουγε τον ήχο της κλήσης και τότε… εκείνη ένα «Ναι» ακούστηκε να λέει , διστακτικό στην αρχή και λίγο τρεμάμενο…
Συνομιλία τυπική όμως λίγο πριν όλα σιωπή γίνουν… εκείνος σαν χείμαρρος όλη την αλήθεια του της είπε…
Εκείνη άκουσε και πριν η σκέψη ακούσει το θέλω της ψυχής…
Ένα «Γεια σου ψιθύρισε… και η γραμμή κόπηκε.
Ο Ανδρέας σηκώθηκε από τον δερμάτινο καναπέ του, προχώρησε προς την κουζίνα, πήρε το μπεζ πιάτο με το ανάγλυφο κίτρινο λουλούδι και σέρβιρε λίγα μακαρόνια, πρόσθεσε σάλτσα και στην κορυφή τους μια χούφτα τυρί σαν χιόνι που λιώνει από τον ήλιο ώρα και στιγμή που η ένωση φωτιά γίνεται…
Κάθισε με θλιμμένο βλέμμα να φάει, το πιρούνι έκανε κύκλους επάνω στο φαγητό του όμως το στόμα του δεν συνεργαζόταν…
Δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε να παίζει κρυφτό με το πιάτο γεμάτο φαγητό ήταν, θυμάται μόνο ότι τη σκέψη του τι διέκοψε ένα χτύπημα στη πόρτα.
Πάτησε το γκρι κουμπί από το θυροτηλέφωνό του και άκουσε εκείνη, άνοιξε σαν υπνωτισμένος…
Εκείνη προχώρησε σαν την ελαφίνα που λαχταρά να ζήσει, τα τακούνια της έσπαγαν την ησυχία της στιγμής, το λάγγεμα του φεγγαριού ακουμπούσε το δερμάτινο καναπέ ενώ η αύρα του απόλυτου σαν άηχες νότες γέμιζαν το χώρο με έκσταση…
Οι γυμνοί της ώμοι λαχταριστοί, απαλοί σαν τον αφρό της ηδονής…
Το βλέμμα της σαν χείμαρρος, το σώμα της σαν τόξο…
Κάθισε αντικριστά του και αφού η ανάσα έγινε άηχη σαν το νερό που πάνω σε λίμνη ζει… κοιτώντας τα μάτια του που σαν το άγγιγμα των δειλινών ήτανε με τη φωνή του έρωτα που ζει στις θάλασσες των ηφαιστείων του είπε…
«Ήρθα… Έτσι απλώς… ήρθα…»
Η Κατερίνα Βόγλη είναι συγγραφέας