H Xάλκη ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα που φέρει την ονομασία Πριγκιποννήσια (τα τέσσερα μεγαλύτερα νησιά του είναι η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη και η Πρίγκηπος) και βρίσκεται στην Προποντίδα (Θάλασσα του Μαρμαρά), νότια της Κωνσταντινούπολης.
Η Χάλκη είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος, μετά την Πρίγκηπο, το αγαπημένο θέρετρο πολλών Ελλήνων της Πόλης.
Ρεπορτάζ Νίκου Βασιλειάδη
Μετά την Αγ. Σοφιά, μετατρέπει το ιστορικό σανατόριο του νησιού, που παραμένει χρόνια κλειστό μαζί με τη Θεολογική σχολή, σε μουσουλμανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα
Πολλά σπίτια, αρχοντικά και παραθεριστικές κατοικίες χτίστηκαν από το 1850 και μετά, ενώ η ελληνική παρουσία στα νησιά ανέκαθεν ήταν έντονη, με πολλές σημαντικές οικογένειες να έχουν εδώ τα εξοχικά τους. Στη μικρή ναυτική πολιτεία με τα γραφικά καλντερίμια και τα δρομάκια, που είχε ως επίκεντρο την πλατεία της Γλύφας, δεσπόζει ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου, χτισμένος πάνω σε ερείπια αρχαίου ναού.
Η Σχολή
Στον λόφο της Ελπίδας βρίσκεται το ελληνορθόδοξο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, όπου και στεγάζεται η φημισμένη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, η κύρια θεολογική σχολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου φοίτησαν πολλοί σπουδαίοι θεολόγοι, ιερείς και πατριάρχες, συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης έπαψε να λειτουργεί τον Αύγουστο του 1971 εξαιτίας τουρκικού νόμου που απαγόρευε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Η Ιερά Θεολογική Σχολή υπήρξε ένα κατεξοχήν εκκλησιαστικό εκπαιδευτικό κέντρο που λειτούργησε ως δεξαμενή σκέψης και προβληματισμού με αντικείμενο τη θεολογική επιστημονική επεξεργασία των ζητημάτων που απασχολούσαν τον οικουμενικό θρόνο, αλλά και με τα χρόνια εξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο, εξωστρεφές εκπαιδευτικό κέντρο της Ορθοδοξίας, που προετοίμασε το θεολογικό έδαφος για την προώθηση της ενότητας των χριστιανικών Εκκλησιών, ορθοδόξων και ετεροδόξων, με αποκορύφωμα την ιστορική Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο του 1920 με την οποία απευθύνετο έκκληση στις απανταχού χριστιανικές Εκκλησίες να ιδρύσουν μια «Κοινωνία των Εκκλησιών» κατά το πρότυπο της Κοινωνίας των Εθνών.
Το κλείσιμο της Χάλκης το 1971 ήταν μια πολιτική απόφαση του κεμαλικού κατεστημένου, αποτέλεσμα των αντιποίνων της Άγκυρας για την αποφασιστικότητα του Πατριάρχη Αθηναγόρα να αναδείξει διεθνώς τον οικουμενικό ρόλο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, κυρίως όμως να αποτελέσει μέσο πίεσης και διπλωματικό χαρτί στην ελληνοτουρκική διελκυστίνδα στο Κυπριακό.
Από τότε το θέμα της Χάλκης είναι μέσα στα θέματα που εγείρονται όχι μόνον από τους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες του ∆υτικού κόσμου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά κυρίως από τις ελληνικές κυβερνήσεις που έχουν τονίσει με κάθε τρόπο πως η επαναλειτουργία της θα άρει ένα σημαντικό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αλλά και στον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Το ζήτημα, όμως, οδηγείται συνεχώς σε αδιέξοδο, καθώς η τουρκική πλευρά επιδιώκει στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων ανταλλάγματα υπέρ της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
Το Σανατόριο
Τώρα, εντάσσοντας σαφώς στο πλαίσιο των τουρκικών προκλήσεων που άρχισαν με την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η Τουρκία προχωρά σε μια αδιανόητη πράξη. Μετατρέπει σε ισλαμικό εκπαιδευτικό κέντρο το Σανατόριο της Χάλκης, που εδώ και χρόνια, όπως και η Σχολή, παρέμενε κλειστό. Το Σανατόριο ήταν το πρώτο πανδημικό νοσοκομείο στην ιστορία του τουρκικού κράτους και στεγαζόταν σε ένα ιστορικό κτίριο που χτίστηκε το 1924 ως νοσοκομείο αντιμετώπισης της φυματίωσης, κατόπιν εντολής του Κεμάλ Ατατούρκ.
Το τουρκικό υπουργείο Υγείας έκλεισε τη συγκεκριμένη δομή, χωρητικότητας 600 κλινών, το 2005 με την αιτιολογία ότι ήταν δύσκολη η πρόσβαση στο νησί της Χάλκης και πως ο αριθμός των ασθενών που εξυπηρετούνταν εκεί ήταν εξαιρετικά μειωμένος. Τώρα σύμφωνα με την ιστοσελίδα duvarenglish.com μεταβιβάζεται στην κρατική ∆ιεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Ιδρυμα Ντιγιανέτ).
Εκτός από τον συμβολισμό της πράξης αυτής, η οποία οδηγεί στην ίδρυση ενός μουσουλμανικού εκπαιδευτικού και θρησκευτικού ιδρύματος, τη στιγμή που η ομώνυμη ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, που βρίσκεται επίσης στο ίδιο νησί, συνεχίζει να παραμένει κλειστή, η απόφαση αυτή γεννά και ερωτήματα χρησιμότητας αυτής της απόφασης καθώς ο ∆ήμος Χάλκης εδώ και καιρό είχε ζητήσει επανειλημμένα να επαναλειτουργήσουν οι εγκαταστάσεις ως νοσοκομείο αντιμετώπισης του κορωνοϊού. Όπως θα ήταν πιο φυσικό η επαναλειτουργία του ως νοσοκομείο εν μέσω πανδημίας θα ήταν μια ανάσα όχι μόνον για τη Χάλκη αλλά και για την Κωνσταντινούπολη, αλλά κάτι τέτοιο αγνοήθηκε από την τουρκική ηγεσία η οποία αρκέστηκε να δηλώσει ότι θα παράσχει κάθε είδους υγειονομική στήριξη στους κατοίκους της Χάλκης, και πως «αν αποφασιστεί η δημιουργία νοσοκομείου για την πανδημία, είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε τις εγκαταστάσεις (σ.σ. στο υπουργείο Υγείας)», με τον γενικό διευθυντή της ∆ιεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων Hayadar Bekiroglu να δηλώνει πως οι εγκαταστάσεις του εκπαιδευτικού κέντρου θα εκτείνονται σε έκταση 200 στρεμμάτων (θα περιλαμβάνει το Σανατόριο και το Τσάμλιμανι) και εκεί θα εκπαιδεύονται μαθητές των ισλαμικών ιδρυμάτων του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Αντιδράσεις
Στις αντιδράσεις για την απόφαση αυτή αξιοσημείωτη ήταν αυτή του διάσημου Τούρκου αρχιτέκτονα Korhan Gumus, ο οποίος βοήθησε στην ανακαίνιση του ιστορικού κτιρίου ενός από τα πιο επιβλητικά κτίρια της Πόλης, το οποίο θεμελιώθηκε το 1885 και στεγάζει τη Σχολή του Γαλατά. Ο Korhan Gumus χαρακτήρισε την απόφαση ως πράξη θρησκευτικού ανταγωνισμού που αναβιώνει ξανά τους φόβους του παρελθόντος. Με τέτοιες ενέργειες, δήλωσε, θέλουν να στείλουν ένα συμβολικό μήνυμα. Θέλουν να ξεριζώσουν κάθε πράγμα που μπορεί να θυμίζει το χθες, την πολυπολιτισμικότητα, την αρμονική συνύπαρξη των λαών και να διαγράψουν το ιστορικό παρελθόν της Πόλης.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί