Ο Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ της Βενετίας για τον Tοντ Φίλιπς και τον Τζόκερ του είναι βέβαιο ότι αποτέλεσε ένα πρόσθετο κίνητρο στους σινεφίλ, που απ’ ό,τι έδειξαν οι μέχρι σήμερα εισπράξεις έσπευσαν να παρακολουθήσουν την ταινία. Ο αρχετυπικός κακός της ποπ κουλτούρας που ερμηνεύτηκε καθηλωτικά από τον Χοακίν Φίνιξ γίνεται αυτή τη φορά ο ήρωας μίας αμιγώς πολιτικής ταινίας, η οποία δεν έχει καμία σχέση με ό,τι η βιομηχανία του θεάματος παρήγαγε μέχρι σήμερα με θέμα τους υπερήρωες.
Ο Τζόκερ, Άρθουρ Φλεκ, ένα παιδί με πολλά προβλήματα, περίεργη εμφάνιση και μια εγκεφαλική πάθηση που του προξενεί ένα ανεξέλεγκτο υστερικό γέλιο, ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης με την άρρωστη μητέρα του, εργάζεται ως κλόουν και ονειρεύεται μια καριέρα ως stand-up comedian.
Η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση που καθημερινά βιώνει, με τα πενιχρά κοινωνικά επιδόματα του δήμου και τη μηχανιστική υποστήριξη των δημόσιων κοινωνικών λειτουργών, επιβαρύνεται από το καθημερινό ψυχολογικό και σωματικό bullying που υφίσταται. Αγωνίζεται να ενταχθεί, αλλά παραμένει ένας απόβλητος, ένας παρίας ευάλωτος, γελοίος και περιθωριοποιημένος.
Ο Αρθουρ είναι θύμα, καθώς ο αδίστακτος κεφαλαιοκράτης, Γουέιν, ένας αυθεντικός νονός της Γκόθαμ Σίτι και νυν υποψήφιος δήμαρχός της, είναι ο πατέρας του, που όχι μόνο δεν αναγνώρισε τον γιο του αλλά φρόντισε με τον πλούτο και τη χυδαία του δύναμη να οδηγήσει την αδύναμη μητέρα του στο τρελάδικο.
Αυτός ο μοναχικός άνθρωπος δεν έφταιξε σε τίποτα, αλλά υπομένει καλοκάγαθα το βαρύ φορτίο απόρριψης και μίσους το οποίο μια κοινωνία χωρίς ηθικούς κανόνες και κώδικες εναποθέτει καθημερινά στους αδύναμους ώμους του. Μέχρι τη στιγμή που το οπλισμένο του χέρι θα απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Το θύμα γίνεται θύτης. Οι ηθικοί κανόνες και κώδικες παραβιάζονται κατάφωρα, αφού ποτέ δεν υπήρξαν. Στη σήψη της Γκόθαμ Σίτι αντιπαρατίθεται η βία των εξεγερμένων θυμάτων της.
Η ταινία αποτελεί ένα σαγηνευτικά ελκυστικό άλλοθι της βίας. Την αναδεικνύει ως σύγχρονη νέμεση που αποτελεί το ύστατο και αναπόδραστο καταφύγιο των κατατρεγμένων. Τα ερεβώδη εγκλήματα του Τζόκερ δεν καταλογίζονται. Το βάρος πέφτει σε όσους και όσα τα προκάλεσαν.
Η μοναδικά ατμοσφαιρική κινηματογράφηση της ταινίας, που παραπέμπει σε κόμικ χωρίς να είναι, υποβάλλει τον θεατή ο οποίος νιώθει να πνίγεται από την τοξικότητα της πόλης και των συστημικών πρωταγωνιστών της και ταυτίζεται ενστικτωδώς με τον απόβλητο και κατατρεγμένο Τζόκερ. Τα εγκλήματά του αν μη τι άλλο συμψηφίζονται με εκείνα όσων τον αδίκησαν, τον λοιδόρησαν, τον εξόντωσαν ηθικά και ψυχολογικά. Ένας διακριτός υπαινιγμός είναι κυρίαρχος: Απ’ αυτούς πάντως είναι καλύτερος. Πιο αγνός και πιο αθώος. Άλλοι του όπλισαν το χέρι και πάντως τέτοιοι που είναι καλά τους έκανε. Δεν είχε άλλο τρόπο αντίστασης.
Κάπως έτσι το συλλογικό υποσυνείδητο στις σύγχρονες Γκόθαμ Σίτι του 21ου αιώνα διυλίζει το δηλητήριο της βίας, μετατρέποντάς το άλλοτε ασυλλόγιστα και άλλοτε όχι σε ύστατη γραμμή άμυνας των απανταχού απόκληρων. Κάπως έτσι ο μιθριδατισμός και η ανάγκη για κάθαρση και τιμωρία απενεργοποιούν τα αντανακλαστικά του ορθού λόγου και της ανθρωπιάς. Κάπως έτσι η κουλτούρα της βίας απενοχοποιείται, αποκτά αγαθό πρόσημο και συνιστά μηχανισμό απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης.
Είναι άραγε αυτός ο δρόμος ένα ξέφωτο για όσους ασφυκτιούν στη Γκόθαμ Σίτι; Είναι ο Τζόκερ αθώος;