Η απίστευτη μαρτυρική καθημερινότητα της 29χρονης Μαριάννας σε χωριό κοντά στην Καλαμάτα όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τη σύλληψη των ανάδοχων γονέων της για έκθεση ενηλίκου σε κίνδυνο
Του ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΕΤΑΚΗ
Στο νοσοκομείο Καλαμάτας μεταφέρθηκε η 29χρονη Μαριάννα, η οποία ζούσε εδώ και αρκετά χρόνια κλειδωμένη σε χώρους που θυμίζουν κλουβιά σε σπίτι οικογένειας στην Καλαμάτα.
Όπως λέει η πρώην ανάδοχη μητέρα της κοπέλας, Σοφία Νινιού, στην «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ», αναγκάστηκε να κλειδώνει την 29χρονη στο δωμάτιό της επειδή πάσχει από ένα σοβαρό ψυχοσωματικό νόσημα, το οποίο την έκανε να γίνεται επιθετική και επικίνδυνη όχι μόνο για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, αλλά και για τον εαυτό της. «Το κορίτσι έλαβε τη βοήθεια που ζητούσε και τώρα είναι στο νοσοκομείο της Καλαμάτας. Αφού δεν γινόταν να έρθει βοήθεια στο σπίτι, πιστεύω ότι αυτό ήταν το καλύτερο για εκείνην. Πλέον οι γιατροί είναι αυτοί που θα πρέπει να τακτοποιήσουν τα θέματα της Μαριάννας. Όταν την πρόσεχα εγώ συνεργαζόμουν με τους γιατρούς. Τώρα θα περιμένω να μάθω νέα για την υγεία της. Δεν γνωρίζω ακόμα τίποτα για το πώς πηγαίνουν οι θεραπείες. Στην ψυχιατρική για να αλλάξεις ένα φάρμακο και να δεις αν σου κάνει θέλεις 15 μέρες. Σας ευχαριστώ εσάς και τους πάντες για το ενδιαφέρον, ακόμα και αυτούς που έκαναν αρνητικά σχόλια», λέει και κάνει την εκτίμηση ότι στο μέλλον θα είναι καλύτερα τα πράγματα για την 29χρονη. Το θέμα είχε αναδείξει το ereportaz από πέρσι. Διαβάστε το ρεπορτάζ εδώ. Όπως αναφέραμε οι πρώην ανάδοχοι γονείς ήταν σε απόγνωση και ζητούσαν βοήθεια από την πολιτεία. «Οι γιατροί δεν μπόρεσαν ποτέ να τη βοηθήσουν, παρότι το ζητούσαμε επί χρόνια», σημειώνει.
Μετά τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης από τον υπογράφοντα, εισαγγελέας και Αστυνομία βρέθηκαν στο σπίτι για να ελέγξουν από κοντά την κατάσταση.
Οι πρώην ανάδοχοι γονείς της Μαριάννας, που τα τελευταία χρόνια ήταν οι δικαστικοί συμπαραστάτες, συνελήφθησαν για έκθεση ενηλίκου σε κίνδυνο. Δόθηκε εισαγγελική παραγγελία ώστε η νεαρή γυναίκα να μεταφερθεί σε δομή και στη συνέχεια να φοιτήσει σε ειδικό σχολείο, καθώς, σύμφωνα με την ψυχιατρική εξέταση που της είχε γίνει, είναι στο φάσμα του αυτισμού, αλλά θα μπορούσε να είναι λειτουργική.
«Αναγκαστήκαμε να την κλειδώσουμε κυρίως για δική της προστασία, αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βοηθηθούμε από το κράτος. Το αποφάσισα εγώ όταν είδα ότι δεν μπορούμε να επιβιώσουμε με το παιδί ελεύθερο μέσα στο σπίτι. Προσπαθήσαμε όλα να τα κάνουμε ασφαλή. Το ρεύμα περνάει έξω από το σπίτι και το δωμάτιο μέσα έχει μια μπαλαντέζα, την ημέρα έβγαινε από την πρίζα. Ήταν ένα απολύτως προστατευμένο δωμάτιο. Γιατί πρώτα της είχαμε μεγάλη τηλεόραση, την πέταξε κάτω, την ποδοπάτησε και κατατρομάξαμε. Μετά γκρέμισε από το μπάνιο έναν καθρέφτη, τον βγάλαμε και αυτόν καθώς παραλίγο να χτυπήσει».
Η κυρία Νινιού μίλησε για μια μαρτυρική καθημερινότητα όλα αυτά τα χρόνια πριν από τις τελευταίες εξελίξεις που οδήγησαν στη σύλληψή της. «Τα προβλήματα ήταν κάτι περισσότερο από σοβαρά και κανένας δεν έδινε σημασία ακόμα και για τα ζητήματα υγείας». Τόνισε ότι το κορίτσι αναγκαζόταν να παίρνει 25 χάπια την ημέρα, τα οποία και πάλι δεν της έφταναν για όλο το 24ωρο.
Ανάδοχος
Η κυρία Νινιού, που είχε ήδη αποκτήσει δύο δικά της παιδιά, έγινε ανάδοχος της Μαριάννας το 1997, όταν το κοριτσάκι ήταν 22 μηνών. Τότε την πήρε από το «Κέντρο Βρεφών Μητέρα». Όπως μας λέει, είχε πληροφορηθεί από την αρχή ότι είχε ελαφρά νοητική υστέρηση, όμως σταδιακά η κατάσταση του παιδιού επιδεινώθηκε. «Πήραμε ένα παιδάκι και μείναμε τελείως αβοήθητοι. Εμείς νομίζαμε ότι θα έχουμε κάποια βοήθεια και θα είναι όλα καλύτερα. Προσπαθούσαμε μέχρι το 2017, ό,τι δυσκολίες και αν είχαμε, από κει και μετά όμως χειροτέρεψαν τα πράγματα, βοήθεια καμία. Το παιδάκι ήταν εντελώς παρατημένο, κανείς δεν ερχόταν. Μόνο όταν ειδοποιούσαμε την κινητή ψυχιατρική μονάδα του νοσοκομείου Καλαμάτας ερχόταν μεν ο γιατρός, αλλά και πάλι μας έλεγε ότι η κατάσταση αυτή είναι μία και συγκεκριμένη, παίρνει την αγωγή της, τα ίδια φάρμακα, με λίγη παραλλαγή».
Η κυρία Νινιού πήρε μόνη της την απόφαση να κλειδώνει το κορίτσι σε έναν περιορισμένο χώρο, χωρίς τη γνώμη κάποιου αρμόδιου επιστήμονα: «Δεν ρώτησα κανέναν άλλον εκτός από την οικογένειά μου. Η οδηγία ήταν από μένα που ξέρω ότι το παιδί έπρεπε να είναι προστατευμένο, ταϊσμένο και να καλοπερνάει. Θα μου πεις τώρα καλοπέραση ήταν να την έχεις κλειδωμένη μερικές ώρες; Και τι να έκανα, δηλαδή; Νομίζετε ότι αλλού θα την έχουν ξεκλείδωτη; Θα την τσακίσουν», μας έλεγε χαρακτηριστικά πριν από μερικές ημέρες.
Αν και η οικογένεια προσπάθησε να παρακολουθήσει ειδική εκπαίδευση από την προσχολική ηλικία, οι αρμόδιοι έστειλαν τη Μαριάννα σε κανονικές τάξεις τόσο στο νηπιαγωγείο όσο και στο δημοτικό σχολείο. «Το κορίτσι δέχθηκε bullying από πολύ μικρή ηλικία, από συμμαθητές αλλά και εκπαιδευτικούς. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν τον Απρίλιο του 2006 να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του και από τότε να ξεκινήσει ένας πραγματικός Γολγοθάς για όλους. Το παιδί ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Αρρώστησε. Κλειστήκαμε στο σπίτι. Χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον από το ‘‘Μητέρα’’. Μας κάλεσε ο διευθυντής του δημοτικού σχολείου όταν η Μαριάννα πήγαινε στη β’ τάξη και μας είπε να την πάμε σε ΚΔΑΥ», περιγράφει η κυρία Νινιού. «Δεν είχε την επιστημονική βοήθεια που χρειαζόταν ή, αν την είχε, πάντα αυτή ερχόταν με καθυστέρηση. Νοσηλεύτηκε δύο φορές στη ΜΕΠ Ραφήνας και επί 86 ημέρες δεν μας άφηναν να τη βλέπουμε. Διαμαρτυρήθηκα, αλλά κανείς δεν άκουγε. Μετά από πολλά, τον Ιανουάριο του 2007 έβαλαν συνοδό στο παιδί για να μπορεί να πάει σχολείο. Ήταν μια ψυχολόγος που πήγαινε το απόγευμα στο ΤΕΙ και το βράδυ δούλευε. Η κοπέλα κουραζόταν και πολλές φορές δεν ερχόταν. Το συνόδευα μόνη μου στο σχολείο. Έμενα στο προαύλιο τέσσερις ώρες για να με βλέπει.
Το παιδί δεν είχε την κατάλληλη προσοχή από ειδικούς, όπως έπρεπε, και κουράστηκε. Ξανακύλησε. Ξανάρχισε να έχει κρίσεις. Ζητούσα έναν απλό νοσηλευτή από το ‘‘Μητέρα’’ να έρθει σπίτι και να με βοηθήσει, αλλά τίποτα. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν το παιδί για δεύτερη φορά στη ΜΕΠ Ραφήνας. Μια νοσηλεία που την έκανε χειρότερα. Να γράψετε ότι το παιδί μου χάνεται στη γραφειοκρατία, στην ανυπαρξία και στην αγάπη που ισχυρίζονται ότι έχουν τα ιδρύματα γι’ αυτά τα παιδιά. Οι ανάδοχοι γονείς έχουν υποχρεώσεις, δυστυχώς όμως κανένα δικαίωμα», τονίζει η κυρία Σοφία Νινιού.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Μεσσηνία: Σε απόγνωση ανάδοχη μητέρα 27χρονης με ψυχιατρικό πρόβλημα – “Αδιαφορεί η πολιτεία”
Σε κλοιό καύσωνα η χώρα – Μέτρα προστασίας των πολιτών
Μετακόμιση
Για να έχει μάλιστα περισσότερο χώρο να κινείται η Μαριάννα, η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει από το Περιστέρι στο χωριό Άμμος κοντά στην Καλαμάτα. «Είχα ζητήσει εγώ βοήθεια από το νοσοκομείο της Καλαμάτας από την κοινωνική υπηρεσία, είχα συναντήσει μια πολύ καλή κυρία που έφυγε και πήρε σύνταξη, είχα πολύ καλή συνεννόηση μαζί της και προσπαθούσε να βοηθήσει με το παιδί. Μετά όμως εκείνη έφυγε, ήρθαν κάποιες άλλες κυρίες, οι οποίες όμως δεν νομίζω ότι μπορούσαν να κάνουν και κάτι. Γιατί στον δήμο δεν περισσεύει τίποτα να σε βοηθήσει εκεί από κοινωνικής πλευράς», λέει με παράπονο.
Το 2022 η κυρία Νινιού έστειλε επιστολή ζητώντας βοήθεια από την τότε υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου, αρμόδια για τα θέματα πρόνοιας.
«Της έλεγα ότι βαρέθηκα να κλειδώνω τα νιάτα, με το ένα χέρι να ταΐζω το παιδί και με το ίδιο χέρι να το κλειδώνω. Νιώθω δηλαδή πολύ άσχημα που το κάνω αυτό κάθε φορά, αλλά είμαι υποχρεωμένη, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Άργησαν να μου απαντήσουν, τους έστειλα και ένα βίντεο. Αυτό που πιστεύουν ως νοοτροπία είναι ότι αν δεν μπορείς να το έχεις, δώσ’ το. Δεν είναι όμως λύση αυτή. Να δώσω ένα παιδί τόσο καλά μεγαλωμένο, φροντισμένο, δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνει, καταλαβαίνει, αλλά όταν περνάνε άσχημες σκέψεις από το μυαλό της μπορεί να σου επιτεθεί χωρίς να το καταλάβει. Και μετά σου λέει ‘‘συγγνώμη, μανούλα μου’’. Μα της λέω ‘‘παιδί μου, δεν το ήθελες’’, είναι πάρα πολύ καλό και ευγενικό παιδάκι», επισημαίνει η γυναίκα που είχε αναλάβει τον ρόλο της μητέρας του κοριτσιού.
Στο αρχείο η υπόθεση το 2022!
Σύμφωνα με πληροφορίες από την ΕΛ.ΑΣ., στις 14 Ιουλίου 2022 έφθασε εισαγγελική παραγγελία στο Α.Τ. Καλαμάτας για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με διερεύνηση των αδικημάτων της παράνομης κατακράτησης και έκθεσης σε βάρος της 29χρονης, η οποία έχει διαγνωσθεί με μέτρια νοητική υστέρηση με συνοδές συμπεριφορές.
Η σχετική παραγγελία έγινε μετά το υπηρεσιακό σημείωμα της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Γ.Ν. Καλαμάτας, η οποία πραγματοποίησε στις 25 Μαΐου 2022 αυτοψία σε συνεργασία με το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» του Δήμου Καλαμάτας, και είχε διαπιστώσει ότι το παραπάνω πρόσωπο ΑμεΑ διαβιούσε σε δωμάτιο που αντί για πόρτα είχαν τοποθετηθεί ξύλινα κάγκελα με λουκέτο.
Η ύπαρξη των διαχωριστικών αιτιολογήθηκε από τους ανάδοχους γονείς ως το μοναδικό μέσο για αποτροπή επιθετικής συμπεριφοράς της κοπέλας αλλά και αποτροπής του κινδύνου αυτοτραυματισμού της.
Στις 14 Ιουλίου 2022 αστυνομικοί του Α.Τ. Καλαμάτας επισκέφθηκαν το σπίτι της οικογένειας, όπου και διαπίστωσαν την ύπαρξη της ξυλοκατασκευής στο δωμάτιο, με τους γονείς να ισχυρίζονται ότι ο λόγος αυτής της ύπαρξης είναι για την προστασία της 29χρονης από κρίσεις που παθαίνει.
Μετά από ένορκη μαρτυρική κατάθεση ψυχιάτρου του Γ.Ν. Καλαμάτας προέκυψε ότι η κοπέλα είχε εξεταστεί τρεις φορές το 2022 και είχε διαγνωστεί με μη καθορισμένη οργανική ψύχωση και μέτρια νοητική καθυστέρηση, μη δυνάμενη να αυτοεξυπηρετηθεί και να κατανοήσει πράγματα, ενώ δεν έχρηζε εκούσιας ή ακούσιας νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική.
«Ήρθε σε επαφή με την κυρία Μιχαηλίδου η κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου Καλαμάτας, είπαν το ένα, είπαν το άλλο, εγώ περίμενα βοήθεια, βοήθεια δεν ήρθε ποτέ, μόνο ήρθαν εκείνες, στα γενέθλιά της κιόλας, και μου λέει η κοινωνική λειτουργός ‘‘άνοιξε την πόρτα’’. Της λέω ‘‘άμα ανοίξω την πόρτα θα γίνεις καινούργια, δεν μπορώ να την ανοίξω και για τη δική σου ασφάλεια και για τη δική της».
Βέβαια δεν είναι πάντοτε έτσι, μπορεί να μην έκανε και τίποτα, αλλά εγώ που ξέρω πώς κινείται δεν μπορώ να το ρισκάρω. Εδώ στην ψυχολόγο που μίλαγε μαζί της φοβόμουν μήπως της επιτεθεί. Δεν έκανε κάτι το παιδάκι, αν όμως έκανε;
Η κοινωνική λειτουργός επέμενε: ‘‘Αν δεν ξεκλειδώσεις την πόρτα θα σε πάω στον εισαγγελέα’’. Της λέω ‘‘να με πας όπου θέλεις’’. Φεύγουν οι γυναίκες και μετά από δύο μέρες ξανάρχονται και μου λέει η μία: ‘‘Κοίταξε να δεις, δύο νύχτες δεν κοιμηθήκαμε, πρέπει οπωσδήποτε να σε πάμε στον εισαγγελέα’’.
‘‘Ακόμα δεν με πήγες;’’ της λέω. Πήγαν τελικά και μου στέλνει ο εισαγγελέας τρεις αστυνομικούς, δύο άντρες και μία κοπέλα. Βρήκαν τη Μαριάννα να κάνει μπανάκι στην πισίνα πέρυσι το καλοκαίρι κι εμείς να την προσέχουμε. Κατάλαβαν οι άνθρωποι, τους εξήγησα γιατί μπαίνει εδώ, γιατί κάθεται εκεί και φύγανε βουρκωμένοι, το καταλαβαίνετε; Τράβηξαν και μία φωτογραφία και την πήγαν στον εισαγγελέα. Δεν έκανε τίποτα γιατί κατάλαβε ότι το παιδί δεν κινδυνεύει από κάτι, απεναντίας το προστατεύουμε γιατί δεν έχουμε από πουθενά βοήθεια. Υπάρχει κράτος πουθενά; Όχι!», σημειώνει η κυρία Νινιού.
Μετά από δικαστικό αγώνα η οικογένεια ανέλαβε την επιτροπεία της Μαριάννας και στη συνέχεια τη δικαστική της συμπαράσταση. Από τότε διεκόπη το επίδομα που λαμβάνουν οι ανάδοχοι παιδιών. Η μόνη ενίσχυση της οικογένειας και του κοριτσιού ήταν τα 313 ευρώ επίδομα αναπηρίας από το ΚΕΠΑ.
Ψυχίατρος: Προσωπικά δεδομένα
Ο ψυχίατρος που παρακολουθούσε τα τελευταία χρόνια τη Μαριάννα και η κοινωνική λειτουργός της κινητής μονάδας ψυχικής υγείας του νοσοκομείου Καλαμάτας που έχει τον φάκελο της 29χρονης αρνήθηκαν να μας δώσουν οποιαδήποτε πληροφορία για την υπόθεση επικαλούμενοι τον νόμο περί προσωπικών δεδομένων.
Από τον Δήμο Καλαμάτας μας είπαν ότι «η περίπτωση του συγκεκριμένου ατόμου ξεπερνούσε την αρμοδιότητά μας. Χρειαζόταν ειδικούς στον τομέα της υγείας. Έτσι λοιπόν εμείς από τον Απρίλιο του 2023 παραπέμψαμε αυτή την περίπτωση στην κινητή μονάδα ψυχικής υγείας του νοσοκομείου Καλαμάτας που έχει το αρμόδιο ιατρικό προσωπικό να ασχοληθεί με την ιδιαιτερότητα αυτού του ατόμου».
Από την ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ που κυκλοφορεί