Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Καλό σου ταξίδι Μίκη

Σήμερα ο Μίκης πέρασε στην αιωνιότητα και ξυπνώντας το πρωί με το ένα μάτι μισόκλειστο ακόμη στο αυτοκίνητο άκουσα από το ραδιόφωνο να παίζει ένα τραγούδι που μου ανέσυρε μνήμες παιδικές, θαμμένες μέσα στις βαθιές σπηλιές του μυαλού, εκεί που οι νευρώνες και τα εγκεφαλικά κύτταρα αποθηκεύουν πολύ προσεκτικά λέξεις, εικόνες, ακούσματα αγγίγματα της ζωής.

Νίκος Βασιλειάδης 

Θυμάμαι μια Κυριακή απόγευμα κάπου εκεί στα 1970 με συγγενείς και φίλους στο πατρικό μου. Ο πατέρας μου να έχει γυρίσει από ταξίδι (τότε που ταξίδι σήμαινε απουσία τουλάχιστον ενός χρόνου), στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας στρωμένο με φαγητά, ποτήρια του κρασιού και μπύρας.
Χαμόγελα, αγκαλιές, η ευτυχία να έχεις τον αγαπημένο σου πατέρα πάλι κοντά σου, τους θείους (όσους δεν ταξίδευαν) , τις θείες σου τα ξαδέλφια σου, την οικογένειά σου μαζεμένη. Σκέφτομαι πως μόνον οι οικογένειες ναυτικών (και στην δική μας ήταν σχεδόν όλοι) μπορούν να καταλάβουν το συναίσθημα του να μαζεύονται όλοι γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι. Ιστορίες για θάλασσες, λιμάνια μακρινά, τόποι παράξενοι και μάχες με τα κύματα. Σε μια τέτοια συγκυρία δεν θα μπορούσε να λείψει η μουσική. Οι δίσκοι στο πικ απ να αλλάζουν και τα ποτήρια να γεμίζουν και να αδειάζουν ξανά και ξανά. Ήταν η στιγμή που μικρός και ανίδεος για τα πολιτικά πράγματα της χώρας, διάλεξα έναν δίσκο του Μίκη και τον έβαλα στο πικ απ.
Το τραγούδι ήταν το «Περιγιάλι» και μιλούσε για μια μυστική παραλία, για το περιγιάλι που ήταν λευκό σαν περιστέρι «διψούσαμε το μεσημέρι αλλά δεν μπορούσαμε να πιούμε το νερό, το νερό ήταν γλυφό, πάνω στην άμμο την ξανθιά γράψαμε το όνομά της και τα κύματα σβήσανε το όνομα». Ένα τόσο γυμνό τραγούδι με γεύση θάλασσας, αλατιού, άμμου, ήλιου…πράγματα που τόσο αγαπούσα, τόσο αγαπάμε εμείς οι Έλληνες.

Θυμάμαι πως οι φωνές σταμάτησαν, τα βλέμματα πάγωσαν και την μητέρα μου να έρχεται με ένα τρομαγμένο βλέμμα που δεν είχα ξαναδεί στην ζωή μου να τραβάει την βελόνα απ τον δίσκο. Ο πατέρας μου θέλοντας να μου λύσει την απορία με πήρε αγκαλιά και μου εξήγησε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν φυλακισμένος λόγω του τραγουδιού αυτού και ότι το τραγούδι ήταν απαγορευμένο εκείνη την εποχή της δικτατορίας. Από τότε ο Μίκης και το περιγιάλι το αριστούργημα αυτό που είχε γράψει ο Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής με το βραβείο Νόμπελ, πήραν άλλη σημασία μέσα μου.

Το τραγούδι μίλησε στην καρδιά μου, μίλησε σε όλες μου τις αισθήσεις, μίλησε εκεί που μιλά στο μυαλό κάθε ανθρώπου αυτό το αίσθημα της ελευθερίας της δικαιοσύνης. Ήταν ο Μίκης από τους πρώτους ανθρώπους χάρι στον οποίο έμαθα πως εδώ που ζούσα υπήρχε και αγωνιζόταν ένας περήφανος λαός για τα δικαιώματά του και για την ελευθερία του. Ο Μίκης διάλεξε σαν εργαλείο του αγώνα του τα τραγούδια, τη μουσική. Ευτυχώς για όλους μας, γιατί δεν έχουν όλοι το χάρισμα αυτό, αυτή τη μαγική αίσθηση της μελωδίας. Και όσα έγραψε, όσα ιστόρησε και εναπόθεσε στις σπηλιές της μνήμης μας μένουν αναλλοίωτα κομμάτια ενός σπουδαίου μέρους του πολιτισμού μας που συνεχίζει να μας καθοδηγεί. Η «Ρωμιοσύνη» που δεν σταμάτησε ποτέ να υλοποιεί τις επιθυμίες, τους πόθους, τους στόχους μας σαν Έλληνες, σαν έθνος. Καλό σου ταξίδι Μίκη.

Διαβάστε ακόμη 

Πέθανε ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης ο Μίκης Θεοδωράκης

Νεκρός ο Mad Clip: Το συγκλονιστικό βίντεο με τον κολλητό του, Light στο σημείο του δυστυχήματος

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ