H αριστουργηματική όπερα Καπουλέτοι και Μοντέκκοι του Βιντζέντζο Μπελλίνι, η οποία θα παρουσιαστεί από τις 13 Νοεμβρίου και για έξι παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, εγκαινιάζει την συνεργασία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με δύο σπουδαίες όπερες της Ιταλίας: την Αρένα της Βερόνας και το Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας.
Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα του ρομαντικού μπελ κάντο, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή και εξιστορεί την τραγωδία των «αιώνιων εραστών» της Βερόνας, του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας. Το έργο, γεμάτο από τις υπέροχες ατέρμονες μελωδίες του Μπελλίνι παρουσιάζεται από την ΕΛΣ σε μια εντυπωσιακή παραγωγή, σε σκηνοθεσία του Αρνώ Μπερνάρ, με ατμοσφαιρικά σκηνικά του Αλεσσάντρο Κάμερα και κοστούμια της Κάρλας Ρικόττι. Σύμφωνα με την σκηνοθετική σύλληψη του Μπερνάρ, οι ήρωες του έργου ξεπηδούν μέσα από τους πίνακες ενός Μουσείου με αναγεννησιακά έργα. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, περιπλανιόμαστε από αίθουσα σε αίθουσα του μουσείου, ενώ οι ήρωες – φαντάσματα ζωντανεύουν και έρχονται αντιμέτωποι με τους σημερινούς χρήστες του χώρου. Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να συνδέσει τους ρομαντικούς ήρωες του Μπελλίνι με τους θεατές του σήμερα.
Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1830 στο ιστορικό Τεάτρο Λα Φενίτσε της Βενετίας και σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Το ποιητικό κείμενο του Ρομάνι εστιάζει στην τραγωδία του άτυχου έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, παρά στον ίδιο τον έρωτα των δύο νέων. Ο Ρομάνι δεν βασίστηκε στον Σαίξπηρ, ο οποίος τότε ήταν ελάχιστα γνωστός στην Ιταλία, αλλά ανέτρεξε στις ίδιες λογοτεχνικές πηγές του 15ου και του 16ου αιώνα, στις οποίες στράφηκε και ο Άγγλος δραματουργός. Παρότι οι Καπουλέτοι και Μοντέκκοι στηρίχτηκαν κατά μεγάλο μέρος στην προηγούμενη όπερα που έγραψε ο Μπελλίνι, την Τζαΐρα, ο συνθέτης σε επιστολή του της 30ης Ιανουαρίου του 1830 αναφέρει ότι η ολοκλήρωση του έργου αυτού ήταν τόσο επίπονη, που τον οδήγησε στην τρέλα.
Στους Καπουλέτους η μουσική γλώσσα του Μπελλίνι αποκτά τα χαρακτηριστικά για το οποία ο συνθέτης έγινε διάσημος: οι εμβατηριακοί του ρυθμοί έχουν δύναμη και σφρίγος και η μουσική αναδίδει έναν νοσταλγικό, μελαγχολικό και δίχως αιχμές λυρισμό. Ο Μπελλίνι δεν επιδιώκει να επιδείξει τα φωνητικά χαρίσματα των τραγουδιστών με σκοπό τον εντυπωσιασμό – σταθερή του επιθυμία ήταν να προκαλέσει αυθόρμητη συγκίνηση στο κοινό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως παρότι οι Καπουλέτοι είναι ένα από τα νεανικά του έργα, εντούτοις διαθέτουν όλες τις ποιότητες και τις αρετές, τις οποίες ο συνθέτης θα ανέπτυσσε στη συνέχεια με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία στην Υπνοβάτιδα, τη Νόρμα και τους Πουριτανούς.
Αν και σήμερα, το γεγονός ότι ο ρόλος του Ρωμαίου γράφτηκε για γυναικεία φωνή μοιάζει σχεδόν ακραίο, εντούτοις στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ακόμα συνηθισμένο για αισθητικούς, αλλά και πρακτικούς λόγους. Έτσι, για την πρώτη παρουσίαση του έργου στην Βενετία ο Μπελλίνι είχε στη διάθεση του τη σπουδαία τραγουδίστρια της εποχής, την Τζουντίττα Γκρίζι και έναν “πολύ αδύναμο” τενόρο, τον Λορέντζο Μπονφίλι. Με δεδομένο ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ο ρεαλισμός δεν αποτελούσε ακόμα κύριο ζητούμενο στην όπερα, ο Μπελλίνι επέλεξε τελικά την τραγουδίστρια για να ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρωμαίου.
Ο διακεκριμένος Γάλλος σκηνοθέτης Αρνώ Μπερνάρ, με πολυετή εμπειρία στην σκηνοθεσία όπερας στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου, επέλεξε, για τους Καπουλέτους και Μοντέκκους, να αναζητήσει την ελαφράδα της αφήγησης και τη διακριτική και νοσταλγική διαφάνεια του ονείρου και της ψευδαίσθησης. Αναφορικά με την σκηνοθετική του γραμμή, ο Μπερνάρ σημειώνει: “Στηρίχτηκα πάνω στην ακόλουθη σύλληψη: Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός μουσείου. Κατά τη συμφωνική εισαγωγή, στο μουσείο αυτό, το οποίο έχει χτιστεί στην εποχή του Μπελλίνι αλλά είναι όπως το βλέπουμε εμείς σήμερα, γίνονται εκτενείς εργασίες συντήρησης. Οι τεχνικοί ασχολούνται με την προστασία των έργων τέχνης. Τη σύγχυση της ημέρας της πρώτης σκηνής διαδέχεται το ξύπνημα των χαρακτήρων, οι οποίοι βγαίνουν από τους πίνακες αυτή τη σιωπηλή νύχτα. Ένας καμβάς είναι σκισμένος. Ορισμένοι Καπουλέτοι, ζωγραφισμένοι από κάποιον εξέχοντα ζωγράφο της Αναγέννησης, ζωντανεύουν και αφηγούνται μία ιστορία ωραία και απλή: αυτή των εραστών της Βερόνας.
Σεβόμενος τη δομή της όπερας του Μπελλίνι, τρεις σκηνές στην Α’ Πράξη και τρεις στη δεύτερη, περιπλανιόμαστε στο μουσείο από αίθουσα σε αίθουσα και συναντούμε αυτούς τους χαρακτήρες-φαντάσματα, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τους σημερινούς χρήστες του χώρου.
Συνεπώς, ιστορική διαδρομή, διαδρομή ψυχολογική, διαδρομή προς το μαύρο του θανάτου. Η σκηνογραφία υποστηρίζει αυτές τις διαδρομές: από το επιδεικτικό χρυσό του μεγαλείου περνάμε στο ζωηρό κόκκινο των εντάσεων και το τρεμάμενης λάμψης πράσινο του πάθους. Περνάμε μέσα από μυστικούς διαδρόμους και από το ένα δωμάτιο στο επόμενο χωρίς να σταματάμε τη μουσική, η οποία είναι ο πραγματικός μίτος της Αριάδνης για αυτή την όπερα: ενώνει τον τόπο, ενώνει το χρόνο, ενώνει τη δράση”.
Ο διακεκριμένος Αρχιμουσικός της ΕΛΣ Λουκάς Καρυτινός διευθύνει την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ, με τη συμμετοχή διακριμένων Ελλήνων και ξένων Μονωδών, όπως οι Μαίρη – Έλεν Νέζη, Ειρήνη Καράγιαννη, Μιχαέλα Μάρκου, Έλενα Ξανθουδάκη, Γιάννης Χριστόπουλος, Αντώνης Κορωναίος, Τάσος Αποστόλου, Πέτρος Μαγουλάς και Διονύσης Τσαντίνης.