Η Συνομοσπονδία Ζωοφιλικών Σωματείων Ελλάδας σε πρόσφατη ανακοίνωση-καταγγελία αναφέρθηκε στις πρόσφατες καταδίκες δύο Γερμανίδων. Η καταγγελία κατά των δύο γυναίκων αφορά παράνομη διακίνηση και εμπορία 47 αδέσποτων ζώων από την περιοχή του Πηλίου προς το εξωτερικό και προς άγνωστη κατεύθυνση.
Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Βαγγέλης Παλαιοδήμος, η υπόθεση αυτή αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, καθώς υπάρχουν πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις σε διάφορες περιπτώσεις της χώρας, ενώ αναφέρεται και στο νομικό πλαίσιο που ισχύει για αυτό το αδίκημα.
Η ανακοίνωση:
“Ο φορέας μας, με συνέπεια και τεκμηρίωση, καταγγέλλει εδώ και πολλά χρόνια την αθρόα αποστολή και εμπορία αδέσποτων ζώων σε χώρες του εξωτερικού, κατά παράβαση της κείμενης Εθνικής και Κοινοτικής Νομοθεσίας, από ιδιώτες και φιλοζωικά σωματεία. Η πλειοψηφία δε αυτών, φέρει απλά τη μάσκα του δήθεν ακτιβισμού και της υπεράσπισης των ταλαίπωρων αυτών ζώων, ενώ ο μοναδικός σκοπός τους είναι να μαζεύουν και να εξάγουν όσο περισσότερα μπορούν, χωρίς καμία ιχνηλασιμότητα ως προς το που κατέληξαν και κυρίως, χωρίς κανέναν έλεγχο από οποιονδήποτε κρατικό φορέα.
Επισημαίνεται ότι, κατόπιν πληθώρας ερωτήσεων στην Ελληνική Βουλή και πολύχρονου αγώνα εκ μέρους του φορέα μας, με καθυστέρηση 9 ετών η Ελληνική Πολιτεία ποινικοποίησε την παράνομη διακίνηση ζώων συντροφιάς, θεσπίζοντας τον Ν.4039/2012.
Ο εν λόγω Νόμος, όντας πρωτοποριακός σε θέματα προστασίας αλλά και διαχείρισης των ζώων συντροφιάς, καταπολεμήθηκε λυσσαλέα από τους παρανομούντες διακινητές αυτών των πλασμάτων, οι οποίοι σταθερά και μεθοδευμένα επιδιώκουν την κατάργησή του.
Μέχρι σήμερα, η αθρόα αυτή περισυλλογή και παράνομη διακίνηση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς, συνδυαζόμενη με την ανεξέλεγκτη χορήγηση διαβατηρίων από κτηνιάτρους χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις της ισχύουσας Νομοθεσίας, ελάμβανε χώρα υπό την πλήρη ανοχή και αδιαφορία των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ, των αστυνομικών αρχών, των κατά τόπους Κτηνιατρικών Υπηρεσιών αλλά και της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΑΤ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μη θέσπιση α) των εφαρμοστικών μέτρων του ΕΚ576/2013 και β) αποτελεσματικών, αποτρεπτικών και αναλογικών κυρώσεων, παράγοντες που επιτρέπουν την λειτουργία ενός ανεξέλεγκτου κυκλώματος παρανομίας και ενθαρρύνουν την παράνομη διακίνηση – εμπορία των ζώων συντροφιάς.
Μετά από χρόνια, και με την αποφασιστική συνδρομή των δικαστικών αρχών, η Ελληνική Πολιτεία φαίνεται να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων.
Οι πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις για παράνομη διακίνηση και εμπορία, αρχικά στον Βόλο, σε υπόθεση αλλοδαπών οι οποίοι περισυνέλλεξαν και αποπειράθηκαν να μεταφέρουν 47 αδέσποτα ζώα για λογαριασμό φιλοζωικών σωματείων, κατά παράβαση της Εθνικής και Κοινοτικής Νομοθεσίας και μετά στην Αθήνα, σε υπόθεση αλλοδαπών οι οποίοι αποπειράθηκαν να μεταφέρουν στο εξωτερικό 10 ζώα συντροφιάς από την Πάτρα (το ένα δε εξ αυτών ήταν σε τόσο άθλια κατάσταση, που απεβίωσε, αποδεικνύοντας με τραγικό τρόπο ότι δεν ήταν σε καμία θέση να ταξιδέψει και ότι η ευζωία του δεν ήταν ποτέ ο σκοπός της συγκεκριμένης μεταφοράς), σε συνδυασμό με τις εν εξελίξει σχηματισθείσες δικογραφίες για παρόμοιες υποθέσεις, μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι – επιτέλους – κάτι αλλάζει.
Μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως ότι θα ενταθούν οι πιέσεις που στοχεύουν στην κατάργηση εγκυκλίων των αρμόδιων υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ, οι οποίες κωδικοποιούν και μνημονεύουν τις διατάξεις της ισχύουσας Εθνικής και Κοινοτικής Νομοθεσίας και έτυχαν πλήρους αποδοχής και αξιοποίησης από τις δικαστικές αρχές, όπως επίσης μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως το γιατί.
Οι ανωτέρω αναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις όμως αποτελούν ένα ηχηρό και σαφές μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση, ένα μήνυμα ελπίδας για όλους τους πραγματικούς φιλόζωους και για τα ζώα που χρειάζονται πραγματική προστασία και όχι κλουβιά που τα μεταφέρουν παράνομα στο άγνωστο, ένα μήνυμα αφύπνισης προς τις όλες τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες στις οποίες ενδεικτικά αναφερθήκαμε παραπάνω και τέλος ένα μήνυμα τίτλων τέλους προς όλους αυτούς που θεωρούν ότι μπορούν να ενεργούν σε καθεστώς ανομίας ανενόχλητοι.
Κλείνουμε, υπενθυμίζοντας ότι ο φορέας μας θα παραμείνει στη διάθεση κάθε αρμόδιου φορέα και θα παρέχει κάθε δυνατή βοήθεια, στοχεύοντας πάντα στην προστασία των ζώων συντροφιάς από όσους τα επιβουλεύονται”.
Πηγή: skai.gr