Άστραψε και βρόντηξε η Εισαγγελέας στη δίκη για την υπόθεση της Άννυ, προτείνοντας την ενοχή των δύο κατηγορουμένων οι οποίοι «χωρίς συναίσθημα, σκότωσαν με οξύ και βίαιο τρόπο το παιδί και με νηφαλιότητα σχεδίασαν τον τεμαχισμό για να αποκρύψουν πώς πέθανε». Πρότεινε ακόμη την απαλλαγή της μητέρας για το αδίκημα της έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο.
«Η Άννυ πήγε από αιχμηρό αντικείμενο, το αίμα του παιδιού διασκορπίστηκε στο σπίτι. Αφού το σκότωσαν, κατέστρωσαν το σχεδιό τους με νηφαλιότητα και παγερή σκέψη. Το σχεδίασαν και το εκτέλεσαν από κοινού. Στόχο είχαν όχι την εξαφάνιση της Άννυ, αλλά του τρόπου με τον οποίο πέθανε το παιδί ακόμα, ώστε ακόμα και η πιθανότητα ανεύρεσης του πτώματος να μην μπορεί να δείξει τον τρόπο θανάτου. Ο λόγος που το σπίτι έγινε σφαγείο ήταν για να αποκρύβει πώς πέθανε η Άννυ» είπε η Εισαγγελέας στην αγόρευσή της.
«Φρικιαστική υπόθεση μοναδική στα παγκόσμια χρονικά»
Η Εισαγγελέας έκανε λόγο για μία τραγική και φρικιαστική υπόθεση μοναδική στα παγκόσμια χρονικά και χαρακτήρισε «τραγικότερο» το τέλος που η μοίρα επεφύλαξε στην Άννυ και από αυτό της Ιφιγένειας.
«Μετά από δέκα συνεδριάσεις ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία αυτής της φρικιαστικής υπόθεσης» είπε η Εισαγγελέας .
«Η μοίρα έμελλε στην Άννυ, ούτε καν 4 ετών, 3,5 ετών ήταν να έχει αυτό το τραγικό τέλος, τραγικότερο και από αυτό της Ιφιγένειας, να σφαγιαστεί από τον ίδιο της τον πατέρα. Έχω σημειώσει τη φράση γιαγιάς που ήταν η πρώτη μάρτυρας στο δικαστήριο, η οποία δακρυσμένη είπε εδώ μπροστά μας: ‘δεν υπάρχει ούτε ένα μνήμα να την κλάψουμε’. Όμως, η υπόθεση αυτή εκτός από την τραγικότητα και τη φρικιαστικότητα έχει και ιδιομορφίες. Ποιες είναι οι ιδιομορφίες: Ενώ υπάρχει νεκρός, το πτώμα έχει εξαφανιστεί. Οπότε, ούτε ιατροδικαστική έκθεση, ούτε άλλη έκθεση από άποψη επιστημόνων υπάρχει που μπορεί να αποφανθεί για λόγους θανάτου παιδιού. Ομολογουμένως το παιδί έχει τεμαχιστεί. Επομένως, όποιο αίμα ή άλλο βιολογικό υλικό έχει βρεθεί στο διαμέρισμα είναι από τα υπολείμματα του τεμαχισμού. Ο χώρος έχει καθαριστεί με ισχυρά καθαριστικά με χλωρίνη, επομένως έχουν εξαφανιστεί τα στοιχεία. Και τίθεται το ερώτημα: Έχει διαπραχθεί το τέλειο έγκλημα; Έγκλημα χωρίς τιμωρία; Όχι σε αυτήν την υπόθεση».
Για πρώτη φορά στη δικαστική αίθουσα ακούστηκε η φρικιαστική περιγραφή του τεμαχισμού της Άννυ που είχε κάνει ο ίδιος της ο πατέρας στην Αστυνομία. Η εισαγγελέας διάβασε λέξη προς λέξη τις αποτρόπαιες πράξεις που είχε ομολογήσει ο κατηγορούμενος. «Οι περιγραφές του ξεπερνούν τα όρια της βαρβαρότητας. Αν θέλει η κατηγορούμενη να αποχωρήσει. Εγώ θα τα πω». Η μητέρα της Άννυ δεν άντεξε και αποχώρησε από το εδώλιο.
Η εισαγγελέας συνέχισε:«Σε άλλες τέτοιες περιπτώσεις διεθνώς υπάρχει έντονο αίσθημα οργής, εκδίκησης, πάθους, ένα συναισθηματικό υπόβαθρο όπως π.χ. στην υπόθεση Φραντζή. Είχε ο Σάββας οργή, πάθος για εκδίκηση για την Άννυ; Όχι, δεν προκύπτει. Γιατί δεν απομάκρυνε το πτώμα; Γιατί δεν το έβαλε σε βαλίτσα, σε χαλί, σε κουβέρτα και να το εξαφανίσει; Δεν ήταν πράξη έξαρσης συναισθήματος εκτελέστηκε με σχέδιο και μηχανικότητα Γιατί; Γιατί στόχο είχε όχι την εξαφάνιση της Άννυ, αλλά του τρόπου που πέθανε. Ακόμα και η πιθανότητα ανεύρεσης του πτώματος να μην μπορεί να δείξει τον τρόπο θανάτου του παιδιού. Είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι πετσόκοβε το πτώμα τρεις μέρες, το πέταγε στα σκουπίδια και καθάριζε το διαμέρισμα, από το να το μεταφέρει κάπου και να το πετάξει ή να το θάψει αν το παιδί έφυγε από παθολογικά αίτια; Είναι δυνατόν το δικαστήριο να πιστέψει ότι πέθανε από παθολογικά αίτια από ξαφνική αρρώστια το παιδί; Δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου; Δεν έκλαιγε, δεν γκρίνιαζε; Τι παθολογικά αίτια; Και σε τι ακριβώς να μην μπλέξει ο κατηγορούμενος; Αν ήταν παθολογικά αίτια θα το έδειχνε η επιστημονική έρευνα. Ο λόγος που το σπίτι έγινε σφαγείο είναι να αποκρυφθεί πώς πέθανε η Άννυ. Το τι έγινε μόνο εκείνοι ξέρουν».
Το προφίλ των δύο κατηγορουμένων:
«Ο πατέρας της μικρής ενήργησε με πλήρη διαύγεια, μεθοδικότητα, και αποφασιστικότητα. Είναι αμετανόητος, χωρίς ίχνος συναισθήματος, παγερός και ψυχρός. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να αποφύγει το κακούργημα της ανθρωποκτονίας, καθώς ο τεμαχισμός -περιύβριση νεκρού- δεν έχει ποινική συνέπεια παρά μόνο φυλάκιση δύο ετών».
«Ο δεύτερος κατηγορουμένας είναι ένας ψυχρός, παγερός άνθρωπος, χωρίς συναισθήματα, αδίστακτος. Με λυσσαλέες προσπάθειες επιχείρησε να αποσυνδέσει την παρουσία του στο χώρο του υπόγειου. Χαρακτηριστική είναι η απάθεια με την οποία αφομοίωσε τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Η Εισαγγελέας πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από κοινού σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της περιύβρισης νεκρού και της οπλοχρησίας.
Για τη μητέρα της Άννυ η Εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή της από την κατηγορία της θανατηφόρας έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο, αλλά και από την πλημμεληματική μορφή του αδικήματος, με το σκεπτικό ότι ο πατέρας της Άννυ δεν ήταν βίαιος ούτε η χρήση ναρκωτικών τον καθιστούσε επικίνδυνο για το παιδί.
«Ο κατηγορούμενος δεν είχε επιδείξει βιαιότητα. Προέβλεψε ότι ο πατέρας θα σκότωνε το παιδί και δεν έκανε τίποτα; Οδηγεί σε άτοπο». Ζήτησε να κηρυχθεί ένοχη μόνο για το αδίκημα της ψευδορκίας και το ίδιο πρότεινε και για τον τέταρτο κατηγορούμενο που είχε δηλώσει ότι φιλοξενούσε τους γονείς της Άννυ.