Όπως υπογραμμίζεται στην προσφυγή, το νέο «χαράτσι» αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (ΕΕΤΗΔΕ) με μόνη διαφορά ότι «σκοπίμως» αλλάζει το όνομα του, έτσι ώστε να αποκτήσει «επίφαση νομιμότητας», ενώ την ίδια στιγμή ουσιαστικά επέρχεται διπλή φορολογία στα ακίνητα.
Παράλληλα, το νέο «έκτακτο χαράτσι», αναφέρει η Περιφέρεια, καλύπτει τις ίδιες δημοσιονομικές ανάγκες με το προηγούμενο, δηλαδή την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικών αναγκών. Συγχρόνως όμως προωθείται από το υπουργείο Οικονομικών ήδη για το 2013 ο έκτακτος φόρος ακινήτων στον οποίο «υποτίθεται ότι θα ενσωματωθούν όλοι οι φόροι χωρίς την ύπαρξη αφορολόγητου ορίου», καθιστώντας έτσι «σαφές ότι για το 2013 θα ισχύσει διπλή φορολόγηση και επιβάρυνση επί των ακινήτων», προσθέτει η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος.
Στην αίτηση ακύρωσης (προσφυγή) υπογραμμίζεται, αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ότι το επίμαχο νέο τέλος δεν επιβάλλεται σε ανταπόδοση συγκεκριμένης υπηρεσίας που παρέχεται από το κράτος προς τους πολίτες, ενώ τα έσοδα από την είσπραξη του πάνε στον κρατικό προϋπολογισμό προς κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Δηλαδή, προς «εξυπηρέτηση γενικότερου κρατικού σκοπού», κάτι που δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος αλλά φόρο, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Συντάγματος.
Σύμφωνα με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, «ελλείπουν πλέον οι δεδομένες συνθήκες που να αιτιολογούν για δεύτερο συναπτό έτος την θέσπιση άμεσα χρονικά του επίδικου ΕΕΤΑ, αφού δεν μπορεί το ίδιο ή παρεμφερές τέλος να δικαιολογηθεί ως έκτακτο μέτρο για δύο συναπτά έτη». Ο νομοθέτης, προσθέτει η Περιφέρεια, έπρεπε και μπορούσε να στραφεί σε άλλες πηγές εσόδων για το Δημόσιο, όπως είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής κ.λπ. Κατά συνέπεια αναιρείται πλήρως η έννοια του όρου «έκτακτο» και καθίσταται πλέον μη συνταγματικά ανεκτό το επίδικο τέλος, προστίθεται στην προσφυγή.
Επίσης, υποστηρίζεται ότι παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ικανότητας των πολιτών, που προβλέπουν ότι τα φορολογικά βάρη επιβάλλονται ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του κάθε πολίτη. Ο φόρος, σημειώνει η Περιφέρεια, επιβάλλεται ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του καθένα, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβιώσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 2 του Συντάγματος, ενώ ο φόρος προσδιορίζεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Κριτήρια, διευκρινίζει, τα οποία ανάγονται στο εισόδημα ή την περιουσία, την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική κατάσταση, όπως και στην υγεία και ηλικία του φορολογούμενου.
Στην προκειμένη περίπτωση η επιβολή του νέου φόρου που γίνεται σύμφωνα με το εμβαδόν, την παλαιότητα και την τιμή ζώνης εκάστου ακινήτου, δεν συνδέεται με αντικειμενικά κριτήρια (εισόδημα, περιουσία, οικογενειακή κατάσταση, κ.λπ.), υπογραμμίζεται στην προσφυγή.
Το νέο «χαράτσι», συνεχίζει η Περιφέρεια, ναι μεν αποτελεί φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, ειδικότερα δε επί της κατοχής της, όμως η επιβολή του, υπαγορεύεται από την ανάγκη «άμεσης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος» και περιορίζεται μόνο στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση δομημένες επιφάνειες, ενώ αποβλέπει μόνο την άμεση είσπραξη του σχετικού ποσού που εξασφαλίζεται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Με τα δεδομένα όμως αυτά, η κατοχή της ακίνητης περιουσίας είναι φορολογητέα χωρίς να έχει εκτιμηθεί, τη στιγμή μάλιστα που είναι κοινώς γνωστή η οικονομική κατάσταση των φορολογουμένων η οποία έχει πληγεί τόσο από την προσθήκη πάγιων φόρων, σωρείας εκτάκτων φορολογικών επιβαρύνσεων (σε συντομότατο χρονικό διάστημα), όσο και από την έντονη ύφεση που παρατηρείται στην οικονομία, με επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, στα εισοδήματα αλλά και στην αγορά ακινήτων.
Εξάλλου, το νέο «χαράτσι» παραβιάζει, σύμφωνα με την Περιφέρεια, και το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ το οποίο προστατεύει την περιουσία, καθώς η επιβολή του δεν συνιστά ανεκτό περιορισμό της ιδιοκτησίας των πολιτών που το πληρώνουν, δεδομένης μάλιστα της δεινής οικονομικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Η δεινή αυτή οικονομική κατάσταση, συνεχίζει η Περιφέρεια, είναι απότοκος των συνεχών μειώσεων των εισοδημάτων και της αυξήσεως των φορολογικών βαρών που τους επιβάλλονται.
Ειδικότερα, τονίζει η Περιφέρεια, οι συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων, με παράλληλη διατήρηση της τιμής των αγαθών στα προ της οικονομικής κρίσης υψηλά επίπεδα, συνδυαζόμενη με αύξηση των πάσης φύσεως φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών (κατάργηση σειράς φοροαπαλλαγών, επιβολή νέων φόρων διά της υπερμέτρου αυξήσεως των τεκμηρίων διαβιώσεως, αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, κ.λπ.) αποτελούν τους κύριους παράγοντες μείωσης της αγοραστικής δύναμης των πολιτών που οδηγούν αναπότρεπτα στη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης σε επίπεδο που να απειλεί πολλές φορές ακόμη και το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης σε ορισμένους. Συνέπεια όλων αυτών είναι η αδυναμία εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων από ορισμένους πολίτες λόγω εξάντλησης της φοροδοτικής τους ικανότητας, την οποία έπρεπε προηγουμένως να είχε σταθμίσει ο νομοθέτης προκειμένου να προχωρήσει στην επιβολή της νέας φορολογίας μέσω της ΔΕΗ.
Όμως η είσπραξη του νέου φόρου μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ είναι αντίθετη στα άρθρα 26 και 78 του Συντάγματος και στην ισχύουσα νομοθεσία, σύμφωνα με το περιεχόμενο της προσφυγής, καθώς η είσπραξη των φόρων είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του Κράτους ή των ΝΠΔΔ, η οποία (αρμοδιότητα) δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε ιδιώτη, όπως είναι η Εμπορική Ανώνυμη Εταιρεία υπό την επωνυμία Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ).
Τέλος, η Περιφέρεια στηρίζοντας το έννομο συμφέρον της για την κατάθεση της προσφυγής στο ΣτΕ, τονίζει ότι εκπροσωπεί, προασπίζει και προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα και τις ιδιοκτησίες των πολιτών των πρώην νομών Αχαΐας, Ηλείας και Αιτωλοακαρνανίας που έχουν πληγεί από την ανεργία, την οικονομική δυσπραγία και τον συνεχή φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Μεγάλος αριθμός από τους πολίτες των επίμαχων νομών, σημειώνει η Περιφέρεια, έχουν αποκτήσει ακίνητα μέσω δανείων των οποίων οι δόσεις παρακρατούνται από τους μισθούς τους, ενώ οι συνταξιούχοι δεν έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα, αλλά και δεν μπορούν οικονομικά να προσφύγουν στα δικαστήρια για να ζητήσουν την ακύρωση και την επιστροφή του νέου φόρου που επιβλήθηκε μέσω της ΔΕΗ.