Παρά τις τέσσερις υποθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων που «κρέμονται» πάνω από το κεφάλι του εθνικού εμπόρου όπλων Θωμά Λιακουνάκου, αλλά και τις δικαστικές διαμάχες με την εκδοτική εταιρία του και όχι μόνο, εκείνος κατάφερε -όπως φαίνεται- να βρει 1.000.000 ευρώ και πλέον κυκλοφορεί ελεύθερος.
Το ποσό-μαμούθ κλήθηκε να πληρώσει προκειμένου να αφαιρέσει το βραχιολάκι ηλεκτρονικής επιτήρησης που… «κοσμούσε» το πόδι του εδώ και περίπου ένα χρόνο.
Ο επιχειρηματίας εθεάθη με παρέα φίλων του σε γνωστό κοσμικό στέκι της Αθήνας. Συνοδευόταν από τη σύζυγό του Νατάσα Λιακουνάκου, απόλαυσαν το φαγητό και το ακριβό λευκό κρασί τους, ενώ η… ζωηράδα της παρέας, τα γέλια και οι έντονες συζητήσεις δεν έμειναν απαρατήρητα από τους θαμώνες του εστιατορίου, που έκπληκτοι αντίκρισαν τον υπόδικο επιχειρηματία.
Βέβαια, ο κ. Λιακουνάκος καλείται να αφήσει πίσω του τις αγαπημένες του εξορμήσεις σε θέρετρα του εξωτερικού και να περιοριστεί εντός Ελλάδος, καθώς, εκτός από τη χρηματική εγγύηση, του επιβλήθηκαν και οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της υποχρεωτικής εμφάνισής του στο Αστυνομικό Τμήμα, δύο φορές το μήνα.
Το σκεπτικό του βουλεύματος ανέφερε πως «δεν συντρέχει περίπτωση παράτασης του περιοριστικού όρου της ηλεκτρονικής επιτήρησης», στο καθεστώς της οποίας είχε μπει έξι μήνες μετά την προφυλάκισή του για την υπόθεση των «ιπτάμενων ραντάρ». Βέβαια, λίγες ημέρες πριν από τη χαρμόσυνη είδηση της απόκτησης της ελευθερίας του, είχε εκδοθεί η πρόταση του αντιεισαγγελέα Χρήστου Μπαρδάκη για τις καταγγελλόμενες μίζες στην προμήθεια των ραντάρ της εταιρίας Ερικσον, που «έδειξε» το εδώλιο στον Θωμά Λιακουνάκο και σε 16 ακόμα άτομα.
Ο Βρετανός δικηγόρος Πίτερ Κόλεριτζ, ο πρώην αναπληρωτής διευθυντής Εξοπλισμών του ΥΕΘΑ, Αντώνης Κάντας, ο Γιάννης Σμπώκος, αλλά και στο γνωστό δίδυμο τραπεζιτών Οσβαλντ και Λυγινός προτείνεται να αντιμετωπίσουν το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας εις βάρος του Δημοσίου.
Σύμφωνα με την κατηγορία, διακινήθηκαν τεράστια ποσά από τη σουηδική εταιρία μέσω της εταιρίας Interaction του Θωμά Λιακουνάκου και τελικούς αποδέκτες επιτελικά στελέχη του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, τον Γιάννη Σμπώκο και τον ίδιο τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Ειδικότερα, ο κ. Λιακουνάκος φέρεται να μοίρασε «μίζες» ύψους 1,6 εκατ. ευρώ, 756.291 δολαρίων και 24,9 εκατ. κορόνων Σουηδίας προκειμένου να πραγματοποιηθεί η προμήθεια των ιπτάμενων ραντάρ.
Την ίδια στιγμή, το δρόμο για το ακροατήριο έχει ήδη πάρει η υπόθεση του «Ηλεκτρονικού Πολέμου», με τον επιχειρηματία να κατηγορείται για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απιστία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, το εξοπλιστικό πρόγραμμα αφορά στην προμήθεια 18 παρεμβολέων και 11 κέντρων ακροάσεων από την εταιρία SONAΚ, η οποία, κατά την κατηγορία, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αν και είχε καταβληθεί προκαταβολή 35 εκατ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο.
Πρωταγωνιστικός ρόλος «χρεώνεται» και στη Σύμβαση Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων 22/2003, τα οποία απορρέουν από την Κύρια Σύμβαση Προμήθειας 12 επιθετικών ελικοπτέρων τύπου AH-64D Apache από την εταιρία Boeing, για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού, έναντι συμβατικού τιμήματος 594 εκατομμυρίων δολαρίων. Από την έρευνα προέκυψε ότι τα προγράμματα Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων με αντικείμενο την ανάπτυξη προγράμματος ψηφιοποίησης Πυροβολικού μάχης και τον εκσυγχρονισμό-αναβάθμιση του συστήματος «ΔΑΙΔΑΛΟΣ» εκτελέσθηκαν κατά τρόπο ώστε η αξία των υλικών και υπηρεσιών που προσφέρθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο να είναι χαμηλότερη κατά περίπου $9 εκατομμύρια.
Αυτή τη φορά η ωφέλεια ήταν της εταιρίας SONAK, ιδιοκτησίας και πάλι του Θωμά Λιακουνάκου, η οποία απαλλάχθηκε από την υποχρέωση προσφοράς ισάξιων υλικών και υπηρεσιών προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Ο μετρ των οπλικών συστημάτων εμπλέκεται και στην υπόθεση για την προμήθεια των αρμάτων μάχης Leopard. Εις βάρος του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ηθική αυτουργία σε απιστία και ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, ενώ εντοπίστηκαν ποινικές ευθύνες και εις βάρος κρατικών αξιωματούχων για κακουργηματικές πράξεις.
Υπό διερεύνηση τέθηκε το εάν τελικά υλοποιήθηκε η σύμβαση των αντισταθμιστικών ωφελημάτων, δηλαδή εάν δόθηκαν τα απαιτούμενα χρήματα για την υποβοήθηση της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας, ώστε να αντισταθμιστεί το κόστος προμήθειας του κύριου υλικού με το οποίο επιβαρύνθηκε η χώρα, δηλαδή των αρμάτων μάχης. Ωστόσο, κρίθηκε ότι ένα μέρος της υλοποίησης αυτών δεν αποτελεί αποδεκτή συναλλαγή, καθώς ποσό ύψους 25 εκατ. ευρώ φέρεται να χρησιμοποιήθηκε μέσω τεχνάσματος από τον κατηγορούμενο επιχειρηματία για τη συμμετοχή σε Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου εταιριών συμφερόντων του ομίλου του.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος