Στην έκδοση ανακοίνωσης προχώρησε το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών του Γιώργου Παπανδρέου, όπου σχολιάζεται το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση «είναι η ώρα να μιλήσουμε με τη γλώσσα της πραγματικότητας και να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους», και σημειώνει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, πλέον «Ουσιαστικά, ήρθε σε επαφή με όσα συστηματικά και συνειδητά απέφευγε να αντιμετωπίσει, από την πρώτη ημέρα που ξέσπασε η κρίση».
Διαβάστε ολόκληρη την ανακοίνωση του Κινήματος:
«Τώρα που η σκόνη από τις πρώτες εντυπώσεις – επαναστατικές ή αντιπολιτευτικές – κάθισε, και γνωρίζουμε το βασικό πλαίσιο της συμφωνίας στην οποία οδηγήθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, με τους εταίρους μας, είναι η ώρα να μιλήσουμε με τη γλώσσα της πραγματικότητας και να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, έχοντας χάσει πολύτιμο χρόνο, με δεδομένα και τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια που ανεύθυνα διαμόρφωσε η κυβέρνηση Σαμαρά, κατάφερε τελικά να έρθει σε επαφή με τα πραγματικά ζητήματα που είχε να αντιμετωπίσει, τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη – αφού πρώτα έθεσε τη χώρα σε κατάσταση απελπιστικής μοναξιάς, αλλά και τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας στο εσωτερικό της χώρας.
Ουσιαστικά, ήρθε σε επαφή με όσα συστηματικά και συνειδητά απέφευγε να αντιμετωπίσει, από την πρώτη ημέρα που ξέσπασε η κρίση.
Η προσωρινή και υπό προϋποθέσεις απόφαση του Eurogroup να συνεχίσει τις επαφές με την Ελληνική κυβέρνηση, έδωσε το φιλί της ζωής στην Ελλάδα, απέκλεισε επί του παρόντος το ενδεχόμενο να στερηθεί της παρουσίας του μοναδικού παράγοντα δανεισμού της Ελλάδας και είχε κύριο στόχο την προστασία του τραπεζικού συστήματος της χώρας, για όσο διάστημα η Κυβέρνηση θα συζητά με τους εταίρους την – δυστυχώς – άδηλη επί του παρόντος μελλοντική τους σχέση.
Και μάλιστα, χωρίς η απόφαση να προβλέπει χρηματοδότηση και με τα χρήματα του ΤΧΣ να έχουν επιστρέψει στους εταίρους, προφανώς για να επισημανθεί η απουσία εμπιστοσύνης, ένεκα των χειρισμών αλλά και των εύκολων λόγων της κυβέρνησης.
Δηλαδή, με την αβεβαιότητα, ως προς την χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας, να έχει φτάσει στο μη περαιτέρω.
Αυτό όμως, αποτελεί μια ακόμη προσχώρηση της κυβέρνησης στην άποψη ότι, οι πρωτοβουλίες για την στήριξη των καταθετών, δεν ισοδυναμούν με πρωτοβουλίες για τη στήριξη των τραπεζιτών – όπως αρέσκονταν να υποστηρίζουν στο παρελθόν τα ηγετικά – και σήμερα κυβερνητικά, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα οποία, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 2011, υποστήριζε την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με κοινές μετοχές μετά ψήφου, ποιούσαν την νήσσαν.
Την ίδια στιγμή, έγινε φανερό ότι, η Ελληνική Κυβέρνηση, προσχώρησε στην αυτονόητη παραδοχή, ότι αποδέχεται την ανάγκη να διασφαλίσει υπό προϋποθέσεις, τις οποίες μάλιστα, θα συζητά με τους εταίρους – δανειστές, πόρους, για να καλύψει τα χρηματοδοτικά κενά, για όσο διάστημα η Ελλάδα δεν μπορεί να προσφύγει στις αγορές.
Στις προϋποθέσεις, περιλαμβάνονται προτάσεις για μεταρρυθμίσεις στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας, ώστε σύντομα η Ελλάδα να μπορεί να σταθεί στα πόδια της και να ανακτήσει την οικονομική της αυτοδυναμία.
Περιλαμβάνεται δηλαδή, ό,τι από το ξέσπασμα της κρίσης ήταν και παραμένει το μεγάλο ζητούμενο για τη χώρα και τους πολίτες, το οποίο από τότε και μέχρι σήμερα αποστρέφονταν τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης, που με τη σειρά τους κλήθηκαν και αυτά να κυβερνήσουν και τελικά, να «ανακαλύψουν» – αντιμέτωπα με την πραγματικότητα και την αλήθεια. Μια αλήθεια, που αποτελεί και την μοναδική ουσιαστική απάντηση στις παθογένειες του πελατειακού κράτους, με το οποίο, κρυπτόμενα πίσω από τις δήθεν αντιμνημονιακές κορώνες, ουδέποτε είδαν ως τον πραγματικό αντίπαλο με τον οποίο οφείλουν να αναμετρηθούν.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση δεν θέλησε να ακούσει τις ειλικρινείς, δημιουργικές και καθόλου υποκριτικές προτάσεις που είχε καταθέσει το ΚΙΝΗΜΑ από την προεκλογική περίοδο και ο Γιώργος Α. Παπανδρέου από πολλού καιρού. Προτάσεις, που θα εξόπλιζαν με διαπραγματευτική ισχύ την χώρα και βεβαίως, την κυβέρνηση, θα πρόσθεταν αξιοπιστία και θα έδειχναν ότι, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να θέσει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.
Και μάλιστα, με τη συμμετοχή και αδιαμεσολάβητη έκφραση των Ελλήνων πολιτών.
Η κατάργηση όσων προοδευτικών μεταρρυθμίσεων έγιναν το 2009-11, για την εξυπηρέτηση προεκλογικών εξαγγελιών και η στροφή σε πολιτικές προνομίων σε όσους διασφαλίζουν προνομιακές σχέσεις με την εκάστοτε κυβέρνηση, σε βάρος των άλλων πολιτών, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν.
Τώρα, η κυβέρνηση έχει μια μοναδική ευκαιρία να προωθήσει προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο οικοδόμησης κράτους δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μας βρει συμμάχους, όπως και πολλούς άλλους, που δεν έπαψαν στιγμή να μιλούν για τις πραγματικές αιτίες που μας οδήγησαν ένα βήμα πριν από μια εθνική καταστροφή – όταν άλλοι διακατέχονταν από την τα εύκολα λόγια της «αριστεροδεξιάς» ρητορικής.
Η επισήμανση αυτή είναι αναγκαία, καθώς η κυβέρνηση ουδέποτε είχε συμπεριλάβει στο σκεπτικό της, μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα σήμερα, να βρίσκεται αντιμέτωπη με περίπου αναγκαστικής φύσεως ρυθμίσεις.
Είναι γεγονός ότι, οι μέχρι τώρα επιλογές της κυβέρνησης, δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Γιατί, καθώς φαίνεται, η ανάγκη την οδηγεί σε δεύτερες και πιο πραγματικές θέσεις, όχι η ανιδιοτελής πρόθεσή της να αναμετρηθεί με τα μεγάλα διακυβεύματα που έχουν η χώρα και οι Έλληνες μπροστά τους.
Η ελπίδα, όμως, ποτέ δεν ήταν κακός συμπαραστάτης.
Όσο για το τι πραγματικά πέτυχε η Κυβέρνηση σε αυτήν πρώτη αλλά επώδυνη επαφή της με τους εταίρους, θα ήταν καλό να μάθει από τώρα να μιλά με τη γλώσσα της αλήθειας. Γιατί το ψέμα, φέρνει και άλλο ψέμα. Και στο τέλος, την αναξιοπρέπεια.
Ας μην εκθέσει σε κινδύνους, λοιπόν, την διαπραγμάτευση που μόλις τώρα αρχίζει. Και μάλιστα, ενώ δεν υπάρχει ολοκληρωμένη συμφωνία – με δική της ευθύνη, αλλά θα είναι αναγκασμένη να κρίνεται από την ανταπόκριση της στις δεσμεύσεις της, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Οπότε…»