Τρεις νέες γυναικοκτονίες µέσα σε 48 ώρες, 12 σε 8 µήνες. Στη Ζάκυνθο, στο Ρέθυµνο, στο Περιστέρι… Οι γυναικοκτονίες που γίνονται πια
κοµµάτι της ελληνικής ρουτίνας µε ιστορίες κάθε φορά διαφορετικές αλλά και πολύ ίδιες:
Μια γυναίκα αποφασίζει να χωρίσει και επειδή ο σύντροφός της τη θεωρεί κτήµα του, τη σκοτώνει, αλλά δεν την αφήνει να φύγει.
Οι γυναικοκτονίες είναι η κορύφωση της έµφυλης βίας. Οι δράστες έχουν τα κλειδιά του σπιτιού και «σχεδιάζουν» στο αθέατο σκοτάδι του ιδιωτικού χώρου τις δολοφονίες των γυναικών, συντροφισσών ή των γυναικώνστόχων τους, συχνά στο όνοµα της υπερβολικής «αγάπης». Η πατριαρχία, µε µατωµένο µειδίαµα, αναζητεί τα επόµενα θύµατά της.
Όµως ήδη µάθαµε πολύ καλά, µε τον πιο φρικτό τρόπο, πως ο δολοφόνος της διπλανής πόρτας δεν είναι κάποιος σεσηµασµένος κακοποιός, δεν έχει ποινικό µητρώο, ούτε είναι κοινωνικά αποµονωµένος λόγω βιαιότητας.
Και η γυναίκα, το θύµα του, ακόµη και αν αναζήτησε κάποια στιγµή βοήθεια, ακόµη και αν κατήγγειλε την κακοποίηση, ακόµη και όταν οι συγγενείς της ήξεραν ότι φοβάται στο σπίτι, δεν βρήκε ποτέ βοήθεια.
Αν δολοφονείται µια γυναίκα που έχει ζητήσει τη βοήθεια των Αρχών, πώς να νιώσουν εκείνες που δεν έχουν τολµήσει να φτάσουν καν στο τµήµα;
Το συµπέρασµα πάντα το ίδιο: ∆εν υπάρχει δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών για να βρουν διέξοδο γυναίκες που ζουν σε συνθήκες ενδοοικογενειακής βίας ή που απειλούνται όταν θέλουν να χωρίσουν.
Η κοινωνική πολιτική για να µην αντιµετωπίσει µια γυναίκα βιοποριστικό πρόβληµα όταν θα φύγει από ένα κακοποιητικό περιβάλλον -η οποία πιθανόν να χρειαστεί να αλλάξει πόλη- είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Και από εκεί και πέρα τίθεται µετ’ επιτάσεως το ζήτηµα του κατά πόσον οι αστυνοµικές και δικαστικές αρχές µπορούν πραγµατικά να προσφέρουν ένα δίχτυ προστασίας στις γυναίκες που τολµούν να καταγγείλουν τον σύντροφό τους.
Μέχρι να υπάρξει το επόµενο θύµα.