Μαχητικός βουλευτής της Νέας ∆ημοκρατίας, ο Κώστας Καραγκούνης από την Αιτωλοακαρνανία, τις τελευταίες ημέρες είναι στη δημοσιότητα, καθώς υπερασπίζεται τις θέσεις της κυβέρνησης για την υπόθεση Κουφοντίνα.
Συνέντευξη στον ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΕΡΙΒΟΛΑΡΗ
Ο βουλευτής της ΝΔ Κώστας Καραγκούνης μιλά έξω από τα δόντια στη «Μ» και στηλιτεύει τη στάση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Bουλή
Σήμερα, μιλώντας στην «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» κάνει ολομέτωπη επίθεση στον Αλέξη Τσίπρα, κατηγορώντας τον ότι λειτουργεί ως συνήγορος υπεράσπισης ενός καταδικασθέντος τρομοκράτη.
Βλέπουμε να σηκώνεται πολύ το θέμα Κουφοντίνα από την αντιπολίτευση. Γιατί το κάνει; Εσείς τι λέτε; Η πολιτεία πρέπει να αποδεχτεί το αίτημά του ή αυτό δεν πρέπει να γίνει ποτέ και ας χάσει τη ζωή του; Σας ρωτώ και από την πλευρά του μάχιμου νομικού.
∆εν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει τον ρόλο του υποστηρικτή των αιτημάτων του ισοβίτη ∆ημήτρη Κουφοντίνα ή και άλλων τρομοκρατών. Το έχω πει πολλές φορές, δυστυχώς η παράταξη αυτή και αρκετά στελέχη της είτε με δηλώσεις τους ή και με παρουσία τους ακόμη και στις αίθουσες των δικαστηρίων εμφανίζονται ως αλληλέγγυοι όλων αυτών των τρομοκρατών. Άλλωστε, ο ίδιος ο κύριος Τσίπρας σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και με ομιλίες του στη Βουλή έχει λειτουργήσει στην πράξη όχι ως πολιτικός αρχηγός αλλά ως συνήγορος υπεράσπισης ενός τρομοκράτη.
Νομίζω ότι πρόκειται για ψευδοδίλημμα γιατί συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα. Η απεργία πείνας του κατάδικου Κουφοντίνα είναι ατομική του απόφαση και επιλογή. ∆εν έχει συλλογικό ενδιαφέρον, αυτό θέλει να κάνει, αυτό κάνει. Η πολιτεία, όμως, έχει υποχρέωση να λειτουργεί με συνολικά κριτήρια, αλλιώς θα αυτοκαταργηθεί. Επομένως και με αυτή την έννοια δεν μπορεί να έρχεται κάποιος ιδιώτης και με ατομική του απόφαση και επιλογή να βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του και μετά να εκβιάζει τους συλλογικούς θεσμούς της πολιτείας για να συναλλαχθούν σε ατομικό επίπεδο μαζί του. Σκεφτείτε το με ένα άλλο απλό, διαφορετικό παράδειγμα, κάποιος χρωστάει από φόρους στο ∆ημόσιο ένα τεράστιο ποσό, παραπάνω απ’ όση είναι η ατομική του περιουσία. Και έρχεται και κάνει απεργία πείνας επικαλούμενος ότι αν του πάρουν ό,τι έχει και δεν έχει, δεν θα έχει τα μέσα να ζήσει.
Τι πρέπει να κάνει στην περίπτωση αυτή το κράτος; Προφανώς το ένστικτό μας ακόμα και σε αυτή την περίπτωση που δεν έχει ποινικό ενδιαφέρον και με την έννοια αυτή είναι λιγότερο σοβαρή, μας λέει ότι το κράτος δεν μπορεί να συναλλαχθεί, διότι αν συναλλαχθεί θα πάψει να υπάρχει ο νόμος ο οποίος ακριβώς είναι απρόσωπος και χωρίς τον απρόσωπο νόμο θα επιστρέψουμε πολύ γρήγορα στην κοινωνία της ζούγκλας. Οπότε το ίδιο ισχύει δέκα και εκατό φορές στην περίπτωση του κατάδικου Κουφοντίνα.
Αν ως νομικό – θεωρητικό εντελώς το ερώτημα – σας ερωτούσε η πλευρά Κουφοντίνα τι πρέπει να κάνει, τι θα συμβουλεύατε;
∆εν θα αναλάμβανα ποτέ μια υπόθεση όπως του Κουφοντίνα. Γιατί για να αναλάβω μια ποινική υπόθεση θα έπρεπε είτε να πεισθώ για την αθωότητα του κατηγορουμένου είτε να πεισθώ ότι αξίζει μιας επιεικούς τουλάχιστον ποινικής μεταχείρισης, είτε λόγω προσωπικότητας είτε λόγω περιστάσεων, είτε ειδικών περιστάσεων της πράξης του, γιατί όταν αυτά δεν ισχύουν ο ρόλος του συνηγόρου αναγκαστικά γίνεται διεκπεραιωτικός. ∆ιότι παρά τις εντυπώσεις που καμιά φορά δημιουργούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο ρόλος των δικηγόρων είναι να συμβάλλουν γενικότερα στην απονομή της ∆ικαιοσύνης και όχι να στήνουν έξυπνες κατασκευές για να τη γλιτώνουν αποδεδειγμένοι βιαστές και δολοφόνοι – αυτά γίνονται στον κινηματογράφο. Οπότε, ειδικά στην περίπτωση του Κουφοντίνα δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα να αρνηθώ την υπεράσπισή του διότι αποτελεί μια σπανιότατη περίπτωση καταδίκου, ο οποίος όχι απλώς δεν αρνήθηκε ποτέ τις πράξεις του, όχι απλώς έστω δεν ζήτησε επιείκεια για αυτές και την ελάχιστη συγγνώμη από τα θύματα ώστε να δικαιούται επιείκειας, αλλά αντίθετα ακόμη και σήμερα επαίρεται για τις πράξεις του, τις οποίες και θεωρεί κατορθώματα αλλά και σκυλεύει τη μνήμη των θυμάτων του διαρκώς, επιχαίροντας για όσα προκάλεσε.
Στην περίπτωση που ο Κουφοντίνας επιμείνει και μοιραία φύγει από τη ζωή; Μπορεί να το αντέξει αυτό η ελληνική κοινωνία και η κυβέρνηση, δηλαδή, να αντέξει τις αντιδράσεις;
Καταλαβαίνετε ότι τώρα μπαίνουμε σε σουρεαλιστική συζήτηση. Ένα κράτος δικαίου ποτέ δεν είναι εκδικητικό και προφανώς δεν αποζητά τη θανάτωση κανενός. Από ‘δω και πέρα γίνονται προσωπικές επιλογές για τις οποίες το κράτος δεν φέρει καμία ευθύνη. Μόνο ένα σχόλιο έχω να κάνω γι’ αυτό που με ρωτάτε. Είναι σουρεαλιστικό την ώρα που ζούμε τη χειρότερη υγειονομική κρίση των τελευταίων 100 ετών να υπάρχουνε κάθε μέρα εκατοντάδες άνθρωποι, οι οποίοι κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαδηλώσουν υπέρ του πειθαναγκασμού της ελληνικής δημοκρατίας στα καπρίτσια ενός σειριακού δολοφόνου.
Η υπόθεση Λιγνάδη ακόμα δεν έχει κοπάσει. Τι λάθος έκανε η κυβέρνηση σε αυτή την ιστορία, αν πιστεύετε ότι έκανε κάποιο λάθος.
Κοιτάξτε το έχω ξαναπεί, τα κριτήρια της επιλογής του κυρίου Λιγνάδη υπήρξαν λόγω της ιδιότητάς του και λόγω της θέσης που κατέλαβε αμιγώς καλλιτεχνικά.
Με άλλα λόγια, ο κ. Λιγνάδης επιλέχθηκε για το Εθνικό θέατρο με την αξιοκρατική λογική ότι είχε όλα τα προσόντα, τυπικά και ουσιαστικά για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. ∆υστυχώς γι’ αυτόν ενεπλάκη κατηγορούμενος σε υποθέσεις που εάν τελικώς καταδικαστεί θα σημάνουν ότι ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά ηθικά παραπτώματα και ότι στο ντουλάπι του υπήρχαν πολλοί σκελετοί.
Όμως, αυτό η κυβέρνηση ούτε το γνώριζε ούτε και θα μπορούσε να το γνωρίζει, διότι αντιλαμβάνεστε σε ένα δυτικό κράτος οι απλές φήμες δεν αρκούν για να λειτουργούν σε βάρος κάποιου, ιδίως όταν αυτός διαθέτει εκ πρώτης όψεως όλα τα προσόντα που αξιοκρατικά απαιτούνται. Οπότε, ως προς την κυβέρνηση το θέμα Λιγνάδη έχει κατά την άποψή μου πλήρως εξαντληθεί. Τώρα τον λόγο έχει η ∆ικαιοσύνη και όταν αυτή ολοκληρώσει το έργο της, το ξανασυζητάμε.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί