Σκληρός εργάτης και πιστός εραστής του θεάτρου εδώ και σχεδόν έξι δεκαετίες. Ο Λάμπρος Τσάγκας, που έχει συνδέσει τη ζωή του με την τέχνη της υποκριτικής, μας υποδέχτηκε στο καλλιτεχνικό του σπίτι, το «Θέατρο Κνωσός», εκεί όπου μαζί με τον αδελφό του, Χρήστο, και τον Γιάννη Τσαρούχη έδωσαν μάχες προκειμένου το θέατρο να μπει στα σχολεία ως παιδευτικό μέσο.
Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
«Η προηγούμενη γενιά, αλλά και η δική μου, είχαν ήθος» λέει στην «Μ» ο Λάμπρος Τσάγκας ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων μιας συναρπαστικής πορείας μέχρι σήμερα!
Και τα κατάφεραν. Οι επιτυχίες που μετρά όμως είναι πολύ περισσότερες και ξεδιπλώνονται στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Γεννηθήκατε μέσα στον Εμφύλιο. Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Οι γονείς μου είχαν επτά αγόρια και ο πατέρας μου ήταν εξορία. Μας μεγάλωνε η μάνα μου, με κόπους, υπομονή και αγάπη. Αυτό που μας στιγμάτισε ήταν αυτό που μας έλεγε ο πατέρας μου όταν γύριζε: «Να είστε καλοί άνθρωποι. Να μην αδικείτε κανέναν». Αυτό μας έκανε και κακό (γέλια). Πάντα βάζαμε τον εαυτό μας σε δεύτερη μοίρα.
Πρώτος ο αδελφός σας, ο Χρήστος, ασχολήθηκε με την υποκριτική.
Ναι. Ο μεγάλος αδελφός μας έβαφε σκηνικά για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και ο Χρήστος τον βοηθούσε. Έβλεπε τις πρόβες και μάθαινε τα λόγια. Μια μέρα ο Καραντινός του είπε: «Εσύ, θα μπεις στο θέατρο». Έτσι, έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό και πέρασε.
Εσείς πώς μπήκατε στο θέατρο;
Εγώ στο θέατρο μπήκα με… αίμα. Πήγαινα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου και είχα έρθει στην Αθήνα να δω τον Χρήστο στο Θέατρο Πορεία στο «Θάψτε τους νεκρούς». Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σε θέατρο. Εκεί που καθόμουν στα καμαρίνια, έρχεται ο Βαγγέλης Καζάν και μου λέει: «Έλα να ντυθείς, γιατί ένας ηθοποιός έχει πρόβλημα, δεν μπορεί να έρθει και πρέπει να είμαστε συγκεκριμένος αριθμός στη σκηνή». Με τραβάει με το ζόρι και μου λέει ο αδελφός μου: «Έλα, δεν πειράζει, θα δεις την παράσταση άλλη μέρα». Στη σκηνή έπρεπε να μπούμε σε κενοτάφιο. Η σκηνή είχε ύψος μισό μέτρο γύρω γύρω και δεν μου είχε πει ότι πρέπει να σηκώσω το πόδι για να μπούμε στο κενοτάφιο. Γίνεται σκοτάδι. Με το που μου λέει «πάμε», προχωράω και χτυπάω στο καλάμι. Κάνω «ωχ!» και μου λέει «σκάσε!» και πέφτω μέσα. Όταν βγήκα το πόδι μου ήταν γεμάτο αίμα. Πού να ήξερα ότι θα ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα και μια ζωή θα είναι ένας αγώνας!
Είχατε πια αποφασίσει ότι θα ασχοληθείτε με την υποκριτική;
Μου άρεσε. Έβλεπα τον αδελφό μου που έκανε πρόβες και διάβαζα και εγώ κρυφά τα κείμενα για να μπω στο Εθνικό. Ο άλλος μας ο αδελφός ήθελε να με βάλει στον ΟΤΕ. Για να μην μπω στον ΟΤΕ, έμεινα μετεξεταστέος στα Θρησκευτικά και έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό. Ο Χρήστος έμαθε τυχαία ότι μπήκα στους πρώτους 50 από τα 450 άτομα. Τότε με έπιασε, με έβαζε να μαθαίνω κομμάτια και έτσι πέρασα στη σχολή.
Η συνεργασία σας με την Παξινού και τον Μινωτή πώς προέκυψε;
Ήμουν μαθητής τους στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στο δεύτερο έτος έκανα την ταινία του Παπατάκη «Οι βοσκοί της οργής». Δεν επιτρεπόταν να κάνεις κινηματογράφο παράλληλα. Από τη σχολή πήραν την απόφαση να με διώξουν. Εκείνη την ημέρα είχαμε μάθημα με την Παξινού. Όταν μου ζήτησε να σηκωθώ να παίξω ένα κομμάτι, ο Κυριακίδης της είπε: «Γιατί να σηκωθεί; Αύριο φεύγει, τον διώχνετε». Η Παξινού δεν γνώριζε τίποτα. Της είπα ότι για την ταινία πήρα 8.000 δραχμές και έτσι θα περάσω όλο τον χρόνο. «Καλά έκανες», μου απάντησε και πήρε τον Κουρνούτο στο υπουργείο Παιδείας και ανακάλεσε την απόφαση. Έτσι έμεινα στη σχολή χάρη στην Παξινού. Όταν τελείωσα τον Στρατό πήγα να τους δω στο θέατρο. Τότε, η Παξινού με πήρε μαζί τους, στον «Ματωμένο Γάμο». Από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω.
Τι θυμάστε πιο έντονα από την Κατίνα Παξινού;
Μόλις χτύπαγε το κουδούνι πήγαινε και καθόταν στη γωνίτσα στα παρασκήνια. Έπαιρνε ένα ποτηράκι νερό και έπινε σιγά σιγά. Με το που της έλεγαν «κυρία Παξινού, βγαίνετε», όπως ήταν γριούλα, σηκωνόταν και έβλεπες να βγαίνει στη σκηνή μία τιτάνια γυναίκα με κάτι εκφραστικά μάτια. Και ξέρεις, δεν έβλεπε, έβλεπε πολύ λίγο. Επάνω στη σκηνή όμως το μάτι της έλαμπε. Έπιανε τη Νίκη Τριανταφυλλίδη από τα μαλλιά και της έλεγε «Τον γιο μου, μωρή;» και νόμιζες ότι θα τη σηκώσει όρθια. Όταν έβγαινε από τη σκηνή ήταν πάλι ένα κουβαράκι και μου έλεγε «Τσάγκα, παιδάκι μου, βοήθησέ με να πάω στο καμαρίνι». Είχε θεία δύναμη από μέσα της.
Ο Μινωτής, αν και ήταν μικρόσωμος, στη σκηνή ήταν γίγαντας…
Ήταν μικρό το δέμας του Μινωτή, αλλά ήταν τεράστιος στη σκηνή γιατί ήταν ταλαντούχος. Ήταν σε κόντρα με την Παξινού και έπρεπε να σταθεί δίπλα της. Ο Μινωτής έβλεπε ότι η Παξινού δέσποζε στη σκηνή όπου και να βρισκόταν. Ζευγάρι, ζευγάρι, αλλά και η ζήλια, ζήλια. Η σκηνή είναι σκηνή. Θυμάμαι φεύγαμε από τη σχολή και πηγαίναμε να δούμε την πρόβα τους. Τελειώνει, λοιπόν, η πρόβα στις 2.00 τα μεσάνυχτα και λέει ο Μινωτής «Αυτό που είδα δεν ήταν κωμωδία, αλλά τραγωδία. Πάμε πάλι από την αρχή». Η Παξινού του λέει: «Αλέκο, δεν μπορώ. Κουράστηκα». «Να παρατήσεις το θέατρο», της απαντάει ο Μινωτής. Σηκώνεται η Παξινού, πηγαίνει μπροστά στη σκηνή και λέει «Μμμ! Μιλάει ο Μινωτάκης». Το όνομά του ήταν Μινωτάκης.
Πώς δημιουργήθηκε το «Θέατρο Κνωσός»;
Με τον Χρήστο κάναμε δικές μας δουλειές από το ’78. Μάλιστα, είχαμε γίνει Ημικρατικό Θέατρο Στερεάς Ελλάδας με την εταιρεία Παλκοσένικο και κάναμε περιοδείες ανά την Ελλάδα. Το ’85 νοικιάσαμε αυτόν τον χώρο. Ήρθε ο Βασίλης Φωτόπουλος και μας τον διαμόρφωσε, ο οποίος κιόλας είπε στον Χατζιδάκι για την άρτια ακουστική του χώρου. Ήρθε ο Μάνος εδώ και μου λέει: «Παπαγάλε, τι θέλεις εδώ;». Ήμουν ο παπαγάλος της Λιλιπούπολης. Του εξήγησα ότι έχω τον χώρο με τον αδελφό μου. Ανέβηκε στη σκηνή, έπαιξε πιάνο και ενθουσιάστηκε. Λέει στη Μελίνα: «Εγώ τις συναυλίες μου για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα θα τις κάνω στο “Κνωσός”». Η Μελίνα του είπε: «Μα, έχω κλείσει το “Παλλάς”». «Εγώ με 40 ηχεία δεν μπορώ να παίξω πιάνο», της απάντησε και έπαιξε εδώ. Ερχόντουσαν και η Μελίνα με τον Ντασσέν, θυμάμαι. Έτσι ξεκινήσαμε. Είχαμε όμως την ευτυχία να έχουμε καλούς φίλους. Ο Φωτόπουλος δεν μας πήρε λεφτά. Ο Τσαρούχης ερχόταν, ζωγράφιζε τα σκηνικά και έκοβε τα κουστούμια για τις μοδίστρες. Δεν πήρε ποτέ λεφτά, όπως και ο Κούνδουρος. Έτσι στήθηκε το θέατρο.
Οι παλιοί ηθοποιοί ήταν ταπεινοί άνθρωποι. Από την άλλη, ο Φιλιππίδης στις συνεντεύξεις του δήλωνε ότι είναι ο καλύτερος ηθοποιός της γενιάς του. Αυτό ήταν μια τεράστια ανοησία. Είναι ένας κάκιστος εγωισμός. Χωρίς να λέω ότι είναι κακός ηθοποιός. Αυτό όμως δεν λέγεται, άσε να το κρίνουν οι άλλοι. Η προηγούμενη γενιά, αλλά και η δική μου, είχαν ήθος. Δεν μιλάω για εμένα, αλλά για τους αναγνωρίσιμους. Θυμάμαι ήμουν στην ΕΡΤ όταν κάναμε τη «Λιλιπούπολη», ήμουν στο μπαρ και ήταν πίσω μου ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Τον βλέπω και του λέω: «Παρακαλώ, περάστε». «Όχι, όχι, αγόρι μου. Στη σειρά μου, σ’ ευχαριστώ», μου απάντησε. Αυτό ήταν ένα μάθημα για εμένα.
Τις προηγούμενες μέρες ο ηθοποιός Χρήστος Βασιλόπουλος μέσω μιας ανάρτησης αναζητούσε ηθοποιούς για να παίξουν αμισθί σε ένα πρότζεκτ του. Η Ελένη Γερασιμίδου σε δηλώσεις της ανέφερε ότι «αυτά είναι εξωφρενικά πράγματα». Έχει δίκιο η Γερασιμίδου, γιατί αυτός ο άνθρωπος, που δεν τον ξέρω, δημιουργεί ένα προηγούμενο και λειτουργεί πάνω στην ανεργία. Τα παιδιά έχουν και μια αγωνία για να δουν αν κάνουν για αυτό που ψάχνει η παραγωγή. Και αν τα επιλέξουν, να παίξουν και δωρεάν. Δεν το θεωρώ σωστό.
«Η νέα γενιά πρέπει να φτιάξει έναν καινούργιο κόσμο…»
Φέτος στο «Θέατρο Κνωσός» ανεβαίνει η «Χώρα των πουλιών», σε διασκευή και σκηνοθεσία του Γιάννη Καλατζόπουλου κάθε Κυριακή στις 12:00 και τις καθημερινές για τα σχολεία.
Είναι μια πολύ καλή στιγμή που συναντηθήκαμε με τον Γιάννη Καλατζόπουλο. Πιστεύω ότι είναι και η κατάλληλη εποχή για να πούμε ότι η νέα γενιά πρέπει να φτιάξει έναν καινούργιο κόσμο. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε μέσα από αυτό το παραμύθι. Ο Γιάννης κρατάει την αριστοφανική δομή, αλλά έχει κάνει το έργο και τόσο σύγχρονο ώστε τα παιδιά να κατανοήσουν ότι μπορούν να κάνουν έναν καλύτερο κόσμο. Ευχή μας είναι να δουν αυτή την παράσταση τα παιδιά για να τους εξηγήσουν και οι γονείς ότι τους αξίζει ένας καλύτερος κόσμος. Δουλεύουμε με το όραμα για μια καλύτερη κοινωνία, την οποία δεν θα ζήσουμε εμείς, αλλά τουλάχιστον να τη ζήσει η νέα γενιά. Προσεχώς θα κάνουμε και την «Ελένη» του Ευριπίδη.
Μία από τις μεγαλύτερες συνεργασίες σας στο «Κνωσός» ήταν αυτή με τη Συνοδινού.
Κάναμε μια παράσταση και ήρθε η Άννα ως θεατής. Μετά την παράσταση μου λέει: «Εμείς πρέπει να δουλέψουμε μαζί». Έτσι ξεκινήσαμε πρόβες για την «Κοντέσα Βαλέραινα». Ήταν μία από τις πολύ ευτυχισμένες στιγμές του «Θεάτρου Κνωσός». Θυμάμαι στις πρόβες έλεγα στα παιδιά: «Μην παίζετε, μιλήστε μεταξύ σας». Κάποια στιγμή μου λέει η Άννα: «Σε εμένα γιατί δεν λες τίποτα;». Λέω: «Άννα μου, σε σένα θα κάνω τον δάσκαλο;». Οσμίστηκε ότι τα καινούργια παιδιά εκφράζονται διαφορετικά. Καθόταν και τα άκουγε. Ήθελε να εισπράξει το κλίμα της νέας γενιάς. Ήταν σπουδαία ηθοποιός και είχε σπουδαίο ένστικτο. Βγήκε στη σκηνή και ο Τύπος έγραψε: «Η Συνοδινού διδάσκει σύγχρονο θέατρο». Ήταν η τελευταία της παράσταση. Παίζαμε sold out πρωί – βράδυ όλη τη σεζόν και κουράστηκε. «Λάμπρο μου, κουράστηκα», μου είχε πει. Εκείνη την περίοδο ο άντρας της μου είχε πει: «Να είσαι καλά, ρε Τσάγκα, μας ξεχρέωσες από το Ηρώδειο», καθώς είχαν χρεωθεί σε προηγούμενη παραγωγή.
[postgallery]