Δημιούργησε μια νέα εστία έντασης και αποσταθεροποίησης, με τον κίνδυνο μιας γεωπολιτικής αυτοπαγίδευσης της Δύσης σε μια χρονική στιγμή διεθνούς αστάθειας και αταξίας!
Του Νίκου Βασιλειάδη
Η Ταϊβάν, η παλιά Φορμόζα, δηλαδή «όμορφη» ως πορτογαλική αποικία, είναι μία εκ των πλέον ισχυρότερων βιομηχανικών δυνάμεων της ασιατικής ηπείρου. Ένα νησιωτικό κράτος, έκτασης 36.197 τετραγωνικών χιλιομέτρων με περίπου 23,3 εκατ. κατοίκους και με πρωτεύουσα την Ταϊπέι. Το πολίτευμά της είναι ημιπροεδρική δημοκρατία, ενώ επίσημη γλώσσα είναι τα μανδαρινικά. Από το 1895 μέχρι το 1945 η νήσος αποτελούσε ιαπωνική αποικία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να αναγκάσει τις ιαπωνικές δυνάμεις να την παραχωρήσουν στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας.
Κομμουνιστική και εθνικιστική Κίνα
Το 1949, η ήττα των στρατευμάτων του Τσιάνγκ Κάι-σεκ, ηγέτη του κυβερνώντος -εκείνη την περίοδο- Κινεζικού Εθνικιστικού Κόμματος, από τις κομμουνιστικές δυνάμεις και η συνακόλουθη επικράτηση του Μάο Τσε Τουνγκ οδήγησαν τον πρώτο στη φυγή και στην εγκατάστασή του στη νήσο της Ταϊβάν. Τα απομεινάρια του Εθνικιστικού Κόμματος, καθώς και όσοι ακολούθησαν τον Τσιάνγκ -γύρω στο 1,5 εκατομμύριο πολίτες- αρνούνταν πεισματικά να δεχθούν την κομμουνιστική κυβέρνηση του Πεκίνου, ενώ επέμεναν πως η κυβέρνησή τους συνέχιζε να εκπροσωπεί τη Δημοκρατία της Κίνας συλλογικά, τόσο στο νησί όσο και στην απέναντι ηπειρωτική χώρα. Χαρακτηριστικό είναι πως πλήθος δυνάμεων στο διεθνές σύστημα, μεταξύ των οποίων και η Ουάσιγκτον, χαιρέτισαν τους ισχυρισμούς του Τσιάνγκ Κάι-σεκ, ενώ μέχρι το 1971 η «Εθνικιστική Κίνα» διατηρούσε τη θέση της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
Σταθμός στην απόπειρα αποκατάστασης της επιθετικής ρητορικής μεταξύ των δύο πλευρών αποτελεί το έτος 1992, κατά το οποίο υπεγράφη μεταξύ εκπροσώπων του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) και της Ταϊβάν η Συναίνεση του 1992 (1992 Consensus). Σύμφωνα με το Consensus γίνεται λόγος για «μία Κίνα», μέσω της αρχής «one country, two systems», με τις ερμηνείες από πλευράς Πεκίνου και Ταϊπέι να ποικίλλουν και την εφαρμογή απτών πρακτικών να εκλείπει, κλιμακώνοντας κατά καιρούς την ένταση μεταξύ των δύο πλευρών.
Το ιδιαίτερο καθεστώς της Ταϊβάν παραμένει ακόμη ασαφές, καθιστώντας τη νήσο κατά πολλούς «γκρίζα ζώνη». Παρά το γεγονός πως -μεταξύ άλλων- έχει δικό της σύνταγμα, ενεργά στρατεύματα στις ένοπλες δυνάμεις του και δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες, πολλές χώρες δεν την αναγνωρίζουν ως ανεξάρτητο κράτος.
Για την Κίνα, δε, η ύπαρξη της Ταϊβάν ως ανεξάρτητο κράτος αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό και τη μεγαλύτερη απειλή για την ίδια, η οποία επιμένει πως αποτελεί επαρχία της και εμποδίζει την ένταξη της αλλά και την αναγνώρισή της.
Διαβάζοντας την Ιστορία
Το Πεκίνο μνημονεύοντας και ερμηνεύοντας τα ιστορικά γεγονότα επιμένει ότι η Ταϊβάν ήταν και παραμένει κινεζική επαρχία.
Για τους Κινέζους, λοιπόν, η επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι ερμηνεύτηκε ως μια έμπρακτη αμφισβήτηση από την πλευρά των ΗΠΑ και ένδειξη έλλειψης σεβασμού στη διακηρυγμένη πολιτική της «μίας Κίνας» («one China policy») που αναγνωρίζει ως κράτος μόνο τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και όχι την Ταϊβάν.
Η δε Ταϊπέι διαβάζοντας επίσης την Ιστορία από τη δική της οπτική υποστηρίζει πως δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος του σύγχρονου κινεζικού κράτους που σχηματίστηκε για πρώτη φορά μετά την επανάσταση το 1911 – ή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που ιδρύθηκε υπό τον Μάο το 1949.
Διαχρονικά, το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας δηλώνει πως η επανένωση της ηπειρωτικής χώρας με την Ταϊβάν πρέπει να υλοποιηθεί και δεν έχει αποκλείσει ούτε τη χρήσης βίας προς επίτευξη του στόχου του. Εξάλλου, η στρατιωτική ισορροπία στα στενά της Ταϊβάν είναι σταθερά υπέρ της Κίνας, η οποία ξοδεύει περισσότερα από κάθε άλλη χώρα, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς και διαθέτει τεράστιες δυνατότητες σε ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις, αμφίβιες, τεχνολογία πυραυλικών συστημάτων, και το νησιωτικό κράτος είναι μάλλον απίθανο να μπορεί να αμυνθεί σε περίπτωση μιας επίθεσης, χωρίς έξωθεν βοήθεια.
Στην περίπτωση μιας ανοιχτής σύγκρουσης, ειδικοί επισημαίνουν ότι η Ταϊβάν στην καλύτερη των περιπτώσεων θα μπορούσε να καθυστερήσει την κινεζική προέλαση, να προσπαθήσει να αποτρέψει μια απόβαση αμφίβιων δυνάμεων και να επιδοθεί σε στοχευμένες δολιοφθορές, περιμένοντας όμως βοήθεια από τις ΗΠΑ ή/και συμμάχους αυτής.
Μέχρι τώρα οι ΗΠΑ παρέμεναν εσκεμμένα ασαφείς σχετικά με το πώς ακριβώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ταϊβάν σε περίπτωση μιας κινεζικής επίθεσης. Τον περασμένο Μάιο, όμως, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Μπάιντεν φάνηκε να σκληραίνει τη στάση της έναντι της Κίνας και ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος όταν ρωτήθηκε εάν η χώρα του θα υπερασπιζόταν στρατιωτικά την Ταϊβάν, απάντησε μονολεκτικά: «Ναι».
Αναπόφευκτη σύγκρουση
Από πέρυσι, πάντως, η Κίνα έχει εντείνει την πίεση προς την Ταϊβάν με παραβιάσεις του εναέριου χώρου του νησιωτικού κράτους, ενώ παρακολουθεί στενά ξένα αεροσκάφη επικαλούμενη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας. Μάλιστα, τον περασμένο Οκτώβριο η κυβέρνηση της Ταϊπέι υποστήριξε πως σε μία ημέρα καταγράφηκαν 56 παραβιάσεις.
Πριν από την επίσκεψη της Πελόζι, πρώτης προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ προειδοποιούσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα «καεί», ενώ εθνικιστές Κινέζοι σχολιαστές τόνιζαν ότι «θα δημιουργούσε μια διπλωματική πυριτιδαποθήκη».
Ωστόσο, αφού η Πελόζι προσγειώθηκε με ασφάλεια, έμεινε τη νύχτα στην Ταϊπέι και χαιρέτισε τους δεσμούς ΗΠΑ – Ταϊβάν σε μια συνάντηση με την πρόεδρο Τσάι Ινγκ-γουέν, ο τόνος της Κίνας άλλαξε από τον πολεμικό σε ευτυχώς αμυντικό.
Η στάση της Κίνας
Σε μια ενημέρωση το απόγευμα της Τετάρτης, η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Χούα Τσουνγίνγκ ζήτησε από το κοινό να δώσει περισσότερο χρόνο στην κυβέρνηση για να μεθοδεύσει σε πράξεις τις απειλές της για τιμωρία των ΗΠΑ και της Ταϊβάν.
«Θα κάνουμε ό,τι έχουμε πει», είπε. «Λοιπόν, παρακαλώ, κάντε λίγη υπομονή γι’ αυτό».
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών κατήγγειλε «κατάφωρη παραβίαση» των αμερικανικών δεσμεύσεων προς την Κίνα, που «καταφέρνουν σοβαρό πλήγμα στην ειρήνη και τη σταθερότητα της περιοχής». Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Σιέ Φανγκ, κάλεσε τον Αμερικανό πρεσβευτή στο Πεκίνο, Νίκολας Μπερνς, και του εξέφρασε την «έντονη διαμαρτυρία» της χώρας του, διαμηνύοντας πως «η πρωτοβουλία» της κυρίας Πελόζι να πάει στην Ταϊβάν «είναι εξαιρετικά σοκαριστική και οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές».
Λίγο αργότερα το Πεκίνο ανακοίνωσε σε αντίδραση σειρά ναυτικών και αεροπορικών στρατιωτικών γυμνασίων με πραγματικά πυρά γύρω από το νησί. Στα γυμνάσια συμπεριλήφθηκαν ρίψεις «πραγματικών πυρών μακρού βεληνεκούς» στο στενό της Ταϊβάν, που χωρίζει το νησί από την ηπειρωτική Κίνα, και σε ορισμένες τοποθεσίες οι κινεζικές επιχειρήσεις θα φθάσουν 20 χιλιόμετρα από την ακτογραμμή της Ταϊβάν, με βάση τις συντεταγμένες που ανακοίνωσε ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός.
«Αν οι δυνάμεις της Ταϊβάν έρθουν ηθελημένα σε επαφή και ρίξουν ακόμη και μία τουφεκιά κατά λάθος (ο κινεζικός στρατός) θα ανταποδώσει με σθένος και θα είναι η πλευρά της Ταϊβάν» αυτή που θα έχει την ευθύνη και «θα υποστεί όλες τις συνέπειες», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο πηγή προσκείμενη στον κινεζικό στρατό υπό τον όρο να μην κατονομαστεί.
Ακόμη, το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε οικονομικές κυρώσεις, όπως την αναστολή της εξαγωγής άμμου στην Ταϊβάν. Πρόκειται για πρώτη ύλη-κλειδί για την κατασκευή ημιαγωγών, ενός από τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της νήσου. Επίσης, η Κίνα προχώρησε και στην αναστολή των εισαγωγών εσπεριδοειδών και κατεψυγμένων ψαριών από την Ταϊβάν.
Η αποτυχία αυτή του Σι Τζινπίνγκ να αποτρέψει εκ των προτέρων την επίσκεψη της Πελόζι, ενώ είχε πάρει μια τόσο σκληρή θέση απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, απογοήτευσε μερικούς από τους πιο σκληροπυρηνικούς της Κίνας. Φάνηκε πως η κινεζική ηγεσία θέλει να φαίνεται σκληρή, αλλά δεν αποφασίζει να κάνει βήματα που θα μπορούσαν να εξαπολύσουν μια σύγκρουση, της οποίας το αποτέλεσμα θα ήταν αμφίβολο, με το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να στείλουν στρατεύματα στην Ταϊβάν.
Η αχρείαστη και άκαιρη κίνηση για την παγκόσμια σταθερότητα
Άσχετα όμως με τη στάση που τελικά κράτησε η Κίνα, πολλοί διεθνείς αναλυτές εκτιμούν πως αυτή η επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν ήταν ένα εγχείρημα επικίνδυνα άκαιρο και αχρείαστο για την πορεία της παγκόσμιας σταθερότητας.
Πρόκειται για ένα ταξίδι που όχι μόνο ανέδειξε την πολιτική ματαιοδοξία της πρωταγωνίστριάς του, αλλά και την αδυναμία του προέδρου Μπάιντεν, δοκιμάζοντας τα όρια αντοχής του διεθνούς συστήματος, εν μέσω ενός υφιστάμενου πολέμου απρόβλεπτης εξέλιξης που μαίνεται παράλληλα με μια παγκόσμια ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.
Χωρίς να λύσει κανένα πρόβλημα, η επίσκεψη της Πελόζι δημιούργησε μια νέα εστία έντασης και αποσταθεροποίησης, με τον κίνδυνο μιας γεωπολιτικής αυτοπαγίδευσης της Δύσης σε μια χρονική στιγμή μεγάλης διεθνούς αστάθειας και αταξίας.
Τι απέφερε, όμως, πραγματικά αυτή η «επικίνδυνη» επίσκεψη; Κυρίως έδωσε στην Ταϊβάν βήμα για να υποστηρίξει για ακόμη μία φορά με σθεναρό τρόπο την ανεξαρτησία της από την κομμουνιστική Κίνα. Η Ταϊβάν «δεν θα κάνει πίσω» μπροστά στην απειλή των κινεζικών όπλων. Παρά τις εσκεμμένα αυξημένες στρατιωτικές απειλές, η Ταϊβάν δεν θα κάνει πίσω. Θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία», είπε η Τσάι Ινγκ-γουέν κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στo προεδρικό μέγαρο στην Ταϊπέι, με παρούσα τη Νάνσι Πελόζι.
Από την πλευρά της η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων δήλωσε πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να έχει πάντα η Ταϊβάν ελευθερία με ασφάλεια και δεν θα κάνουν πίσω από αυτή τη θέση τους. Μολονότι σεβόμαστε την πολιτική της ‘‘ενιαίας Κίνας’’, η αλληλεγγύη μας προς την Ταϊβάν είναι πιο σημαντική παρά ποτέ», έχοντας εξασφαλίσει σημαντικές συμφωνίες για την παραγωγή μικροκυκλωμάτων ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ταϊβάν, ιδιαίτερα σημαντικές αυτήν την περίοδο που ακολούθησε την πανδημία της COVID-19 και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας, η Πελόζι χαιρέτισε τους αξιωματούχους στον διάδρομο του αεροδρομίου Σονγκσάν στην Ταϊπέι προτού επιβιβαστεί σε αμερικανικό στρατιωτικό αεροσκάφος και απογειώθηκε με προορισμό τη Σεούλ, όπου θα συνεχίσει την περιοδεία της πριν την ολοκληρώσει στο Τόκιο, αφήνοντας την Κίνα να διαμαρτύρεται και να συνεχίζει να απειλεί υποστηρίζοντας πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι προβοκάτορες και η Κίνα είναι το θύμα που βρίσκεται σε κατάσταση νόμιμης άμυνας».
Εφιάλτης
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Κίνα δεν έχει πραγματοποιήσει τις απειλές της, η πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων έχει ήδη αναχωρήσει από τη διακεκαυμένη περιοχή και όλοι πιστεύουν πως για ακόμη μία φορά αποφύγαμε στο παρά πέντε μια μεγάλη διεθνή σύγκρουση που σε συνδυασμό με τα όσα γίνονται στην Ουκρανία θα μας οδηγούσε προς τον όλεθρο ενός παγκοσμίου πολέμου!
Παραμένει όμως πάντα αυτή η αίσθηση της αυξημένης ανησυχίας παρακολουθώντας τις σημερινές εξελίξεις στον κόσμο. Επιστροφή του λαϊκισμού και του εθνικισμού, υποχώρηση της δημοκρατίας, πόλεμος στην Ουκρανία, άστοχες ενέργειες που σωρεύουν ένταση στη διεθνή σκηνή κάνουν καθημερινά τις εξελίξεις ολοένα και πιο απρόβλεπτες, απειλώντας την εύθραυστη ευδαιμονία μας ζωτικά.
Γιατί αν πιστεύουμε πως δεν μπορεί να μας επηρεάσει μια επίσκεψη στην άλλη άκρη του κόσμου, είμαστε πολύ γελασμένοι. Κάπως έτσι βρήκε τους ανθρώπους ανυπεράσπιστους και ανίκανους να αντιδράσουν στα παγκόσμια γεγονότα εκείνη η επίσκεψη και δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σεράγεβο, τον Ιούνιο του 1914, στο θέρετρο του Μπάντεν, νοτιοδυτικά της Βιέννης. Και μετά ξεκίνησε ο όλεθρος.
Όπως δημοσιεύθηκε στην “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί
Διαβάστε επίσης
Κινέζος ΥΠΕΞ: Η Ταϊβάν δεν είναι τμήμα των ΗΠΑ, αλλά κινεζικό έδαφος