Ο Λευτέρης Γκιωνάκης, αγαπημένος εγγονός του αξέχαστου ηθοποιού Γιάννη Γκιωνάκη, σε μια κατάθεση ψυχής μίλησε για την προσωπική μάχη που έδωσε με τα ναρκωτικά.
O σκηνοθέτης και ηθοποιός μίλησε στην Σάσα Σταμάτη και την εφημερίδα OnTime για πρώτη φορά για την εμπλοκή του με τα ναρκωτικά και τις δύσκολες στιγμές που πέρασε.
Ο γιος της Πωλίνας Γκιωνάκη ισχυρίζεται ότι «έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του» όταν το 2017 έχασε τον πατέρα του, Μιχάλη Παπανικολάου. Από εκεί και πέρα άρχισε και η περιπέτειά του με τις ουσίες και το αλκοόλ.
Ο ίδιος εξηγεί πώς μπήκε στον εφιάλτη της κοκαΐνης αλλά και πώς κατόρθωσε να ξαναβρεί το δρόμο του.
«Τον Μάιο του 2017 έχασα τον πατέρα μου από όγκο στο κεφάλι, ήταν άρρωστος από τον Σεπτέμβρη, ξέραμε ότι ήταν δύσκολο, αλλά πιστεύαμε ότι τελευταία στιγμή μπορεί να γίνει η ανατροπή. Έπινα αλκοόλ μέχρι τότε, αλλά ελεγχόμενα. Στη συνέχεια έφτασα στο σημείο να πίνω δύο μπουκάλια αλκοόλ την ημέρα. Μάλιστα, αν δεν είχα, έπινα οινόπνευμα ή και κολόνια. Ξεκίνησα να βγαίνω πολύ, γιατί δεν άντεχα την απώλεια. Έπινα για να ξεχάσω τον πόνο μου, όμως ήθελα κάτι πιο δυνατό. Δεν μου έφτανε το αλκοόλ, ήθελα κάτι πιο δυνατό. Γνώρισα άτομα που έπιναν κοκαΐνη, οπότε ήταν πανεύκολο να βρω και άρχισα σιγά σιγά και εθίστηκα – και δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτό. Κατέληξα λοιπόν στο σημείο μαζί με το αλκοόλ να πίνω και 3 γραμμάρια κοκαΐνη την ημέρα. Αν δεν τα έπινα, είχα κρίσεις πανικού και δεν μπορούσα να έρθω αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Θυμάμαι ότι πολλές εβδομάδες έπινα αλκοόλ και κοκαΐνη, έφτασα 55 κιλά, δεν είχα όρεξη να φάω. Τότε ήταν η περίοδος που θα ερχόταν στον κόσμο και η κόρη μας και αποφάσισα να κόψω», αναφέρει στη συνέντευξή του.
Και συνεχίζει: «Μετά από ένα σημείο, αυτά σταματούν να σου παρέχουν ευχαρίστηση και γίνονται απλώς ανάγκη για να βγει η μέρα. Προσπάθησα πρώτα με γιατρούς, που μου είπαν ξεκάθαρα “αν δεν κόψεις, θα πεθάνεις”. Οι γιατροί που πήγαινα με έθισαν στο zanax και άλλα πράγματα, μετά δεν γινόταν να σταματήσω. Απλώς εθίστηκα στο zanax και περιόρισα λίγο τα άλλα. Αφού είδα ότι δεν γινόταν κάτι και έπαιζα με το θάνατο, μπήκα εσώκλειστος στην κλινική, στη “Γαλήνη” στην Ερυθραία – έμεινα λιγότερο από μήνα. Μετά από λίγο ξανάπεσα και μετά ξαναμπήκα. Βγήκα, ξανάμπλεξα, ξαναμπήκα. Μετά πήγα σε μια άλλη κλινική -είχα πάρει και τα σκυλιά μου μαζί-, ξαναβγήκα και μετά απομονώθηκα με τη μητέρα και τη γιαγιά μου σε ένα εξοχικό που έχουμε στην Κόρινθο, όπου έκατσα τρεις μήνες και έμεινα καθαρός. Έκοψα όχι γιατί βοηθήθηκα ουσιαστικά, αλλά γιατί εγώ το πήρα απόφαση και κατάλαβα ότι δεν θέλω να κάνω τέτοια ζωή. Όσες φορές και να μπεις μέσα, αν δεν συνειδητοποιήσεις και αποδεχθείς το πρόβλημα, δεν κόβονται. Πρέπει να κάνεις δουλειά με τον εαυτό σου».