Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Ληξιπρόθεσμα χρέη: Πότε χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτα είσπραξης και μπαίνουν στο χρονοντούλαπο – Νέα κριτήρια και προϋποθέσεις

Αλλαγές στα κριτήρια και τις προϋποθέσεις, προκειμένου να χαρακτηριστούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο, ανεπίδεκτα είσπραξης, φέρνει νέα απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) Γιώργου Πιτσιλή.

Ανεπίδεκτες είσπραξης θα χαρακτηρίζονται οι οφειλές εκείνες για τις οποίες δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά πιθανότητα να εισπραχθούν.
Θα προηγείται εξονυχιστικός έλεγχος των οφειλετών από τη φορολογική αρχή, και εφόσον διαπιστώνεται ότι δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία (βασικά είναι ανύπαρκτα ή ελάχιστα σε σχέση με το χρέος) και ταυτόχρονα έχουν ληφθεί εναντίον τους όλα τα αναγκαστικά μέτρα όπως κατασχέσεις, πλειστηριασμοί και ποινικές διώξεις, τα χρέη δεν θα διαγράφονται αλλά θα μπαίνουν στο «ψυγείο».

Πρακτικά το νέο πλαίσιο οδηγεί σε ξεκαθάρισμα της λίστας των οφειλετών, διευκολύνοντας τη φορολογική αρχή να εστιάσει στα εισπράξιμα χρέη, απαλλαγμένη από το κυνήγι χαμένων υποθέσεων με ότι αυτό συνεπάγεται σε κόστος και σε χρόνο.

Οι οφειλές που θα χαρακτηρίζονται «ανεπίδεκτες», μετά την πάροδο δεκαετίας και υπό προϋποθέσεις θα μπορούν να διαγραφούν αλλά σε όλο αυτό το διάστημα οι οφειλέτες αλλά και όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα δεν θα μπορούν να λάβουν φορολογική ενημερότητα ούτε άλλο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ενώ θα είναι δεσμευμένοι οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί.

Όπως προκύπτει από την απόφαση της ΑΑΔΕ, στο «ψυγείο» μπορούν να μπουν χρέη φορολογούμενων ακόμα και αν οι ίδιοι κατέχουν περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είναι χαμηλότερη από το 5% της συνολικής οφειλής και δεν ξεπερνά τα 100.000 ευρώ.
Εννοείται ότι η φορολογική διοίκηση έχει εξαντλήσει όλα τα μέσα για την είσπραξη της οφειλής.

Αν για παράδειγμα υπάρχει οφειλή 2 εκατ. ευρώ και ακίνητη περιουσία βασικού οφειλέτη και συνυπόχρεων έως 100.000 ευρώ, η Φορολογική Διοίκηση, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αφού έχει κάνει ατελέσφορες προσπάθειες κατάσχεσης και έχει προχωρήσει στην άσκηση ποινικών διώξεων χωρίς αποτέλεσμα, θα βάζει στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης την οφειλή, χωρίς βεβαίως να την διαγράφει.

Με βάση το ισχύον πλαίσιο, στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης έχουν καταχωρηθεί οφειλές ύψους 26,3 δισεκ. ευρώ με αποτέλεσμα τα εισπράξιμα ληξιπρόθεσμα χρέη να ανέρχονται σε 80,6 δισεκ. ευρώ από τα 107 δισεκ. ευρώ που είναι ο συνολικός όγκος.
Η να απόφαση ορίζει ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και οι συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα:

Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί. Η εκμίσθωση τραπεζικής θυρίδας από οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ακόμα και πριν λάβει χώρα η διάρρηξη αυτής, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια τρίτου.
Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής.
Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι (α) συντρέχουν οι προϋποθέσεις και (β) και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
Κατά παρέκκλιση χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου, αν για τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ όπως αυτό προκύπτει από την τελευταία συντεθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, ή από την έκθεση κατάσχεσης.
Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό 100.000 ευρώ ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών.
Ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.

β) Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων 30.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης.

Επίσης κατά παρέκκλιση ως ανεπίδεκτες είσπραξης χαρακτηρίζονται οφειλές και στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των εκατό χιλιάδων 100.000 ευρώ. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται μόνο για οφειλές που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο έως την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους, και έχουν αναγγελθεί σε αυτή.

β) Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά.
Στην περίπτωση αυτή, για το χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, δεν απαιτείται έρευνα και επίσπευση της διαδικασίας είσπραξης σε βάρος των λοιπών κληρονόμων του αποβιώσαντος.



ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ