Εδώ και σχεδόν δύο χρόνια, η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια μία από τις πιο διάσημες συγγραφείς της Ρωσίας, ζει αυτοεξόριστη στο Βερολίνο. Είναι τυχερή γιατί έχει διαμέρισμα και δικαιώματα. Όχι όπως η περίπτωση του Αλεξέι Ναβάλνι.
Η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια μίλησε στους FT πριν πεθάνει ο Αλεξέι Ναβάλνι αλλά σε νέα της δήλωση εξέφρασε τη φρίκη της για τον θάνατο του μεγαλύτερου αντιπάλου του Πούτιν. Ήταν μια «στιγμή των συνεπειών» και τώρα «όλη η ζωή στη Ρωσία – η κυβέρνησή της, ο λαός της – θα πρέπει να αλλάξει».
«Σε 50 χρόνια δεν θα υπάρχει ούτε μια πόλη στη Ρωσία χωρίς να πλατεία Ναβάλνι», έγραψε στη δήλωσή της προς τους Financial Times, η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια.
Αν και η μετακίνηση από τη Ρωσία στην Γερμανία, λίγο πριν ξεσπάσει η εισβολή στην Ουκρανία, πριν από δύο χρόνια, ήταν δύσκολη για εκείνη, καθώς παραδέχεται ότι είναι «αρκετά αδρανές άτομο», δεν φαινόταν να υπάρχει εναλλακτική λύση. Η εισβολή της Ρωσίας ήταν, για εκείνη, ένα «τρομερό, οδυνηρό πλήγμα». Πολλοί από τους φίλους της, κυρίως ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κριτικοί και δημοσιογράφοι είχαν ήδη φύγει. «Δεν υπάρχει άλλη επιλογή τώρα», έγραψε στο ημερολόγιό της μετά τον θάνατο του Ναβάλνι. «Φεύγεις ή αυτοκτονείς».
Την ίδια ώρα η ελπίδα ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να μπορούσαν να αλλάξουν προς το καλύτερο φαινόταν άσκοπη. Ο Πούτιν είναι «υπεύθυνος 110%, η μόνη απειλή για αυτόν είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στη Χάγη», είπε η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια. «Υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν θα επιστρέψω ποτέ» τόνισε η συγγραφέας.
«Εμείς οι Σοβιετικοί της δεκαετίας του 1970 και του ’80 έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε απαγορευμένα βιβλία» είπε δίνοντας το δείγμα του καθεστώτος που επικρατεί στη Ρωσία. Τα απαγορευμένα βιβλία είναι ένα σημαντικό μοτίβο στη ζωή της Λουντμίλα Ουλίτσκαγια. Πέρασε μεγάλο μέρος της νιότης της προσπαθώντας να βρει τα έργα δυτικών συγγραφέων ή Ρώσων μεταναστών συγγραφέων όπως ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ή ο Ιβάν Μπούνιν που είχαν απαγορευτεί από τους Σοβιετικούς.
Σε άλλο σημείο της συζήτησης αναπόλησε τη στιγμή που είδε μια ηλικιωμένη κυρία να πουλάει παλιά ρούχα στην αίθουσα του πανεπιστημίου της το 1969 και παρατήρησε το κλασικό μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ «The Gift» στην καρέκλα της. Ζήτησε να το αγοράσει, αλλά η γυναίκα είπε ότι δεν ήταν προς πώληση.
«Έβγαλα λοιπόν το διαμαντένιο δαχτυλίδι της γιαγιάς μου από το δάχτυλό μου, της το άφησα κάτω και πήρα το βιβλίο. Δεν νομίζω ότι κάποιος έχει πληρώσει ποτέ τόσο πολλά για ένα βιβλίο του Ναμπόκοφ. Αλλά άξιζε» είπε.
Αφηγήθηκε και μία ακόμα εμπειρία της. Ενώ εργαζόταν ως γενετίστρια όταν ήταν νέα, αυτή και οι συνάδελφοί της αντάλλασσαν συχνά βιβλία. Αλλά όταν ζήτησε από μία γραμματέα στη δουλειά το «Exodus» του Λεόν Ούρις, εκείνη την κατέδωσε στην KGB και έχασε τη δουλειά της.
Η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια εργάστηκε αργότερα ως λογοτεχνικός σύμβουλος στο Κρατικό Εβραϊκό Θέατρο της Μόσχας και έγραψε σενάρια για κουκλοθέατρα και ταινίες κινουμένων σχεδίων. Ωστόσο, μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κατάφερε να βρει έναν εκδότη για τα δικά της βιβλία. Βρήκε γρήγορα αναγνωστικό κοινό. Και όταν η ιστορία της Sonechka μπήκε στη βραχεία λίστα για το ρωσικό βραβείο Booker το 1993, έγινε διάσημη.
Τα βιβλία της περιγράφουν ταραχώδεις ζωές που ολοκληρώνονται από τον παραλογισμό, τη χαρά ή την ατυχία. Στη συλλογή της The Body of the Soul, που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά σε μετάφραση των Richard Pevear και Larissa Volokhonsky, περιγράφει την Alisa που ζητάει από έναν γιατρό χάπια για να αυτοκτονήσει και καταλήγει να τον παντρευτεί όταν εκείνος της δίνει τα χάπια ως γαμήλιο δώρο.
Ο αρθρογράφος τη ρώτησε «τι είναι χειρότερο: η σοβιετική δικτατορία που έζησε ή το ρεβανσιστικό καθεστώς καταστολής που δημιούργησε ο Πούτιν;» και εκείνη απέφυγε την ερώτηση, επιλέγοντας αντ’ αυτού να αναφέρει τα λόγια του Ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ: «Η εξουσία είναι αηδιαστική, όπως τα χέρια ενός κουρέα».
Η ατάκα αυτή προκαλεί «φόβο στους Ρώσους για τις αρχές, οι οποίες κρατούν μια λεπίδα από ξυράφι στο μάγουλό σου», λέει. «Αυτός είναι ο φόβος όλου του σοβιετικού λαού. Στη Ρωσία, όλοι πάντα φοβόντουσαν την κυβέρνηση».
Η Λουντμίλα Ουλίτσκαγια έχει εργαστεί σκληρά για να αποφύγει οποιαδήποτε αλληλεπίδραση με τις αρχές, σαν να ήταν μόλυνση. «Δεν θέλω να μοιραστώ το πιάτο μου με το κράτος», λέει.
Τα κύματα ανθρώπων που εγκαταλείπουν τη Ρωσία για να ξεφύγουν από τον πόλεμο ή τις διώξεις είναι «μέρος του πολιτισμού μας, μέρος της ιστορίας μας, μέρος της ζωής μου» όπως είπε. Αλλά η απομόνωση της από την κυβέρνηση γίνεται όλο και πιο δύσκολη στη Ρωσία. «Ανεξάρτητα από το πώς νιώθεις για την πολιτική, μπαίνει στη ζωή σου, μπαίνει στο σπίτι σου και αναγκάζεσαι να την υπολογίσεις» πρόσθεσε.
Ή εναλλακτικά γυρνάς την πλάτη σου και φεύγεις για πάντα, μια επιλογή που έχουν επιλέξει τώρα εκατοντάδες χιλιάδες. Για την Λουντμίλα Ουλίτσκαγια, ο τρέχων χρόνος της θυμίζει ένα περιβόητο επεισόδιο από το 1922, όταν ο Λένιν έστειλε 81 από τους πιο εξέχοντες πολιτικούς και διανοούμενους της αντιπολίτευσης της Ρωσίας στην εξορία, σε ένα πλοίο που αργότερα ονομάστηκε το «ατμόπλοιο των φιλοσόφων».
Η ίδια δουλεύει πάνω σε μια συλλογή ιστοριών για το ατμόπλοιο, με προσωρινό τίτλο «There And Back», η οποία περιγράφει πώς μερικοί από τους εξόριστους επέστρεψαν στη Ρωσία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για εκείνη, ήταν χαρακτηριστικό των κυμάτων των ανθρώπων που εγκατέλειψαν τη Ρωσία τον περασμένο αιώνα, φεύγοντας μακριά τον πόλεμο, την επανάσταση και τις πολιτικές διώξεις, και που, νικημένοι από νοσταλγία, επέστρεφαν περιστασιακά.
Τέτοια κύματα εγκατάλειψης είναι, όπως λέει η ίδια, «μέρος του πολιτισμού μας, μέρος της ιστορίας μας, μέρος της ζωής μου». Για τη ρωσική λογοτεχνία και τις διώξεις από το καθεστώς είπε ότι «με αυτή την έννοια, ο πολιτισμός πάντα κερδίζει. Οι αρχές κερδίζουν τώρα, σήμερα. Αλλά μακροπρόθεσμα, ο πολιτισμός πάντα κερδίζει».
Πηγή: Financial Times
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ρωσία: Ιερείς ζητούν να παραδοθεί η σορός του Ναβάλνι στην οικογένειά του