Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Mάριος Κάτσικας, Διευθύνων Σύμβουλος της FARAN αναφέρθηκε σε όλα τα καυτά θέματα που απασχολούν την ελληνική φαρμακοβιομηχανία και όχι μόνον αυτή. Η FARAN έχει μια ιστορία 71 ετών στον χώρο του φαρμάκου, και ο Διευθύνων Σύμβουλος της κ. Κάτσικας είναι ένα από τα μακροβιότερα μέλη του ΔΣ του ΣΦΕΕ, γι’ αυτό και ο λόγος του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Ολόκληρη η συνέντευξη:
1) Η πανδημία ανέδειξε τις ελλείψεις και αδυναμίες στα Εθνικά Συστήματα Υγείας. Πως βλέπετε να διαμορφώνεται η επόμενη μέρα για το εθνικό σύστημα υγείας;
H υγειονομική – και όχι μόνο – κρίση που δημιούργησε η πανδημία ανέδειξε τα προβλήματα χρόνων και μας ώθησε στην αναζήτηση νέων τρόπων λειτουργίας, προσαρμογής και ταχύτατης αντίδρασης, στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Οι αλλαγές που συντελέστηκαν δεν πρέπει να είναι παροδικές αλλά να αποτελέσουν τη βάση μιας σειράς αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που θα συμβάλλουν στο μετασχηματισμό του συστήματος υγείας στην χώρας μας. Χρειάζεται τώρα να δούμε τι μας δίδαξε η εμπειρία της πανδημίας, τα οφέλη που μπορούμε να προσκομίσουμε και πως να τα αξιοποιήσουμε καλύτερα στο μέλλον. Η υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ, η ενίσχυση της ΠΦΥ, η σωστή κατανομή των πόρων, η ψηφιακή μεταρρύθμιση, θα πρέπει να αποτελούν θέματα προτεραιότητας για την κυβέρνηση, τα αρμόδια υπουργεία και τους φορείς.
Μέσα από την κρίση αυτή αναδείχτηκε η αξία της καινοτομίας και της έρευνας και ανάπτυξης καθώς και η καθοριστική συμβολή του φαρμακευτικού κλάδου όχι μόνο στην υγεία των πολιτών αλλά και στην οικονομική υγεία της χώρας. Είναι πια επιτακτική η ανάγκη όχι μόνο η στήριξη αλλά η ενίσχυση της καινοτομίας.
Από την αρχή της πανδημίας, ο κλάδος μας ανταποκρίθηκε άμεσα στις αυξημένες ανάγκες του συστήματος υγείας. Οι εταιρείες μέλη του ΣΦΕΕ εξασφάλισαν επάρκεια φαρμάκων για τους ασθενείς στην Ελλάδα και στήριξαν μέσα από δωρεές τις νοσοκομειακές ανάγκες. Η δυναμική ανάπτυξης του κλάδου είναι σημαντική και θα βοηθήσει στην θωράκιση του συστήματος υγείας. Σε αυτή την κατεύθυνση απαραίτητη είναι η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Τώρα δίνεται στην Ελλάδα η ευκαιρία, να αναθεωρήσει και να εκσυγχρονίσει ουσιαστικά τη δομή του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης.
2) Ως Δ/νων Σύμβουλος της FARAN αλλά και ενός εκ των μακροβιότερων μελών του ΔΣ του ΣΦΕΕ ποια πιστεύεται ότι είναι τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου σήμερα -πέραν της πανδημίας- και ποιες οι προτάσεις;
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος είναι πολλές με τις περισσότερες να απορρέουν από τις καθυστερήσεις και αναβολές σε επίπεδο ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσουν εντέλει σε εξυγίανση και την επιθυμητή ανάπτυξη. Βασική προτεραιότητα είναι πάντα η αναγνώριση των πραγματικών αναγκών των ασθενών και η καλύτερη δυνατή κάλυψη τους, ως εκ τούτου είναι αναγκαία η επαναξιολόγηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης που θα βασιστεί σε επιδημιολογικά στοιχεία και επιστημονικά δεδομένα.
Στον τομέα των δαπανών για φαρμακευτική κάλυψη, στην Ελλάδα η συνολική εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη φτάνει τα 3,9 δισ. ευρώ το 2019, εκ των οποίων μόλις το 1,945 εκατ. ευρώ αποτελεί δημόσια χρηματοδότηση.
Συνεπώς, το βάρος έχει μετακυλήσει στους ασθενείς και στον ιδιωτικό τομέα με το μεγαλύτερο μέρος να επιβαρύνει τον φαρμακευτικό κλάδο, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων (clawback και rebate) που αναγκάζεται κάθε χρόνο να επιστρέφει ακόμα και το 70% των εσόδων του. Για το 2020, οι εκτιμήσεις για το συνολικό ποσό αγγίζουν τα 3,4 δισ. ευρώ, ενώ η τελική δαπάνη για το 2020 θα φτάσει τα 2,7 δις. ευρώ.
Διαχρονικά η φαρμακοβιομηχανία καταθέτει στην κυβέρνηση ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες προτάσεις. Έτσι και φέτος ως ΔΣ του ΣΦΕΕ καταθέσαμε μια σειρά προτάσεων σε 7 πυλώνες δράσεων που πιστεύουμε ότι θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδιασμού για τη δημόσια Υγεία. Συγκεκριμένα οι προτάσεις συνοψίζονται στα εξής: Επαναπροσδιορισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος, αναθεώρηση των μηχανισμών επιστροφών, ενίσχυση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες, προώθηση των επενδύσεων, ενίσχυση εποπτείας συστήματος και αξιοποίηση ψηφιακών δυνατοτήτων και προώθηση κοινωνικής και ηθικής ευθύνης.
3) Εκτιμάτε ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θα κερδίζει το στοίχημα της ανάπτυξης και πόσο επηρεάζει το clawback αυτή την προοπτική;
Παρά τις προσδοκίες μας, ότι θα απαλλαγούμε από το μνημονιακό μέτρο του clawback και rebate, αυτό συνεχίζει να επιβάλλεται και να έχει επεκταθεί έως και το 2024, παίρνοντας πλέον τη μορφή φορολογίας και μάλιστα πολύ υψηλής. Ως αποτέλεσμα, οι φαρμακευτικές εταιρείες φορολογούνται με 64% την ίδια ώρα που οι υπόλοιπες εταιρείες φορολογούνται με 24%. Τέτοιου είδους πρακτικές πολύ φοβάμαι ότι μπορεί να οδηγήσουν σε αποβιομηχανοποίηση του ελληνικού φαρμακευτικού κλάδου, ο οποίος σημειωτέων έχει σημαντική συνεισφορά στην ελληνική οικονομία.
Όσο το περιβάλλον παραμένει ασταθές και απρόβλεπτο και όσο εξακολουθούν να επιβάλλονται οι «ληστρικές» -όπως τις έχω ξαναπεί- πολιτικές των clawback και rebates, δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλά περιθώρια ανάπτυξης της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας. Η ολοένα αυξανόμενη υπέρβασή της φαρμακευτικής δαπάνης απειλεί τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων του κλάδου και πολύ περισσότερο τις ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν πίσω τους τη στήριξη μεγάλων πολυεθνικών και παλεύουν να επιβιώσουν με ιδία μέσα και κεφάλαια. Χωρίς να έχουμε ακόμα επίσημα στοιχεία για το clawback του 2020 – αναμένεται να μας γνωστοποιηθούν το επόμενο διάστημα – φαίνεται να υπερβαίνει το ποσό των 800 εκ. ευρώ και παρά την εξαίρεση της δαπάνης των εμβολίων.
4) Και τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει; Οι πολιτικές επιστροφής των rebate και clawback δίνουν μια ισορροπία και ισχύουν και σε άλλα κράτη.
Μια δραστική λύση θα ήταν να μπει ένα όριο στο ύψος του clawback, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες, που αναφέρεται. Στα καθ’ ημάς, φαίνεται πως ο μηχανισμός υποχρεωτικών επιστροφών χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και προοδευτικά δεν μπορεί να αποτελεί πλέον άλλοθι αδράνειας, όταν φτάνει στο 50%. Ποσοστά της τάξης του 10% το πολύ, είναι ρεαλιστικά, αλλιώς το σύστημα γίνεται μη βιώσιμο και ο κίνδυνοι είναι πολλοί… τόσο για την ελληνική οικονομία, όσο και για το σύστημα υγείας.
5) Αναφορικά με την πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε νέα καινοτόμα φάρμακα και θεραπείες, τι χρειάζεται να γίνει ώστε να επιταχυνθεί η είσοδος τους και να ενταχθούν στη θετική λίστα;
Στη χώρα μας η ένταξη και αποζημίωση νέων φαρμάκων πραγματοποιείται με πολύ αργούς ρυθμούς με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην λαμβάνουν τα οφέλη των καινοτόμων φαρμάκων που αναπτύσσουν οι φαρμακευτικές εταιρείες παγκοσμίως. Παρότι από το 2017 είχε ανακοινωθεί η δημιουργία φορέα για την αξιολόγηση των τεχνολογιών υγείας (ΗΤΑ) που θα εξέταζε τα νέα καινοτόμα φάρμακα προκειμένου να έρθουν στην Ελλάδα και να αποζημιώνονται, δυστυχώς τα ως τώρα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά.
Πρωταρχικός άξονας των συστάσεων / αποφάσεων των οργανισμών HTA είναι η όσο το δυνατόν γρηγορότερη και διευρυμένη πρόσβαση των ασθενών στις οικονομικά αποδοτικότερες θεραπείες, αλλά και η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του εκάστοτε συστήματος υγείας. Στην Ελλάδα, φάνηκε λοιπόν ότι δεν ήμασταν έτοιμοι να εισάγουμε το νέο Οργανισμό στην διαδικασία αξιολόγησης και αποζημίωσης ενός φαρμάκου στην Ελλάδα.
Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει η Επιτροπή Αξιολόγησης η έλλειψη ανθρώπινων πόρων αλλά και η μη υιοθέτηση των προτάσεων που κατά καιρούς έχουν κατατεθεί είτε από τον ΣΦΕΕ είτε από τα μέλη της επιτροπής, δεν επέτρεψαν τα τελευταία δύο χρόνια την εισαγωγή νέων φαρμάκων στην θετική λίστα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.
Από τη στιγμή που κλείνει μια συμφωνία για ένα νέο φάρμακο και υπάρχει έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, μέχρι την αποζημίωσή του, υπάρχει τεράστια καθυστέρηση. Αυτοί οι χρόνοι πρέπει να μειωθούν. Πρέπει να προχωρήσουμε στην αξιοποίηση βέλτιστων διεθνών πρακτικών για την δημιουργία μιας πρότασης ΗΤΑ που θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.