Συνδέθηκαν στην ιστορία του ποδοσφαίρου μέσα από ένα επίτευγμα που έμοιαζε ακατόρθωτο. Ακόμα και αν το πέτυχε ο πρώτος, το 1970, στο Μεξικό με εκείνη τη Βραζιλία των πέντε δεκαριών, η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου από κάποιον τόσο ως παίκτη όσο και ως προπονητή θεωρήθηκε άθλος ανεπανάληπτος.
Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Μάριο Ζαγκάλο και ο Φρανς Μπεκενμπάουερ έγιναν οι δύο πρώτοι στην ιστορία του ποδοσφαίρου που κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο ως παίκτες και ως προπονητές και τελικά έφυγαν σχεδόν παρέα από τη ζωή
Ο Μάριο Ζαγκάλο είχε πανηγυρίσει το τρόπαιο δύο φορές αγωνιζόμενος με την εθνική ομάδα της Βραζιλίας. Το 1958 στη Σουηδία με τη νίκη 2-5 στον τελικό επί της οικοδέσποινας και τέσσερα χρόνια αργότερα στο Σαντιάγο της Χιλής χάρη στην επικράτηση 3-1 επί της Τσεχοσλοβακίας.
Κι εκεί που όλοι έλεγαν ότι θα έμενε μοναδικό το επίτευγμα του Βραζιλιάνου τεχνικού, ο οποίος καθοδήγησε με μαεστρία τους συμπατριώτες του στο 3ο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας, βρέθηκε ο Φρανς Μπεκενμπάουερ για να αποδείξει ότι στο ποδόσφαιρο τίποτα δεν είναι απαγορευτικό. Ο «Κάιζερ», δηλαδή ο «αυτοκράτορας» όχι μόνο του γερμανικού ποδοσφαίρου, αλλά συνολικά της παγκόσμιας σκηνής, εμφανίστηκε στο διεθνές προσκήνιο όταν ο Ζαγκάλο κρεμούσε τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του, το 1966. Κι αφού απέτυχε εκείνη τη χρονιά στην Αγγλία, επειδή έπεσε πάνω στην οικοδέσποινα και γνώρισε την ήττα 4-2 στην παράταση, το 1974 σήκωσε το ιερό δισκοπότηρο του ποδοσφαίρου μέσα στο σπίτι του, το Μόναχο.
Με τον ίδιο τρόπο τα κατάφερε και ως προπονητής. Απέτυχε το 1996 στο Μεξικό επειδή εκεί μέτρησε ο νόμος των Λατίνων. Ή, μάλλον, η επιθυμία του Ντιέγκο Μαραντόνα να αποδείξει στους συμπατριώτες του ότι μπορούσε να τα βάλει με όλους. Και τα έβαλε. Με τον Μπεκενμπάουερ στον πάγκο της η Γερμανία ηττήθηκε στον τελικό 3-2 από την Αργεντινή. Αλλά για τον «Κάιζερ» η αποτυχία την πρώτη φορά μπορούσε να δικαιολογηθεί. Τη δεύτερη, όχι. Γι’ αυτό φρόντισε το 1990 να φτάσει στην κορυφή. Με τη ρεβάνς απέναντι στην Αργεντινή. Η νίκη 1-0 στη Ρώμη επί του… Ντιέγκο Μαραντόνα κατέστησε τον Γερμανό συγκάτοικο του Βραζιλιάνου, σε εκείνο το μοναδικό ρεκόρ. Έγιναν οι δύο πρώτοι που πανηγύρισαν Παγκόσμιο Κύπελλο και ως παίκτες και ως προπονητές. Χρειάστηκαν να περάσουν 28 χρόνια για να αποκτήσει η παρέα και 3ο μέλος: τον Ντιντιέ Ντεσάν.
Αλλά η ζωή είχε αποφασίσει μόνο για τον Ζαγκάλο και τον Μπεκενμπάουερ. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1970, αντάμωσαν και αργότερα, αλλά από διαφορετικά πόστα ο καθένας. Το τέλος τους, όμως, ήταν κοινό. Στις 5 Ιανουαρίου απεβίωσε στο Ρίο ντε Τζανέιρο ο 93χρονος Βραζιλιάνος, και στις 7 του μήνα, δηλαδή πριν από τα τριήμερα του πρώτου, έφυγε από τη ζωή στο Μόναχο και ο 79χρονος Γερμανός.
Η επανάσταση με τα πέντε δεκάρια
Το 2024 μπήκε για τους Βραζιλιάνους με τον χειρότερο τρόπο. Όπως ακριβώς είχε φύγει και το 2022. Τότε έσβησε ο «βασιλιάς» Πελέ. Τώρα άφησε την τελευταία του πνοή η δεύτερη ισχυρότερη προσωπικότητα του ποδοσφαίρου στη χώρα που λάτρεψε το άθλημα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Ο Μάριο Ζαγκάλο πέταξε ψηλά, για να συναντήσει τον άλλοτε συμπαίκτη του. Μαζί αγωνίστηκαν το 1958 στη Σουηδία και το 1962 στη Χιλή. Στην πρώτη περίπτωση, η Βραζιλία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο με το 2-5 επί της διοργανώτριας. Ο Ζαγκάλο σκόραρε το 4ο γκολ και έδωσε την ασίστ στον Πελέ για το 5ο. Στη δεύτερη περίπτωση, ο τότε ηγέτης της Μποταφόγκο πέτυχε το πρώτο γκολ της «σελεσάο» στη διοργάνωση, στο 2-0 επί της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Ζαγκάλο και ο Πελέ συνεργάστηκαν και το 1970. Στο Μεξικό. Με τη διαφορά ότι ο πρώτος καθόταν στον πάγκο ως προπονητής, ενώ ο «βασιλιάς» παρέμενε μπροστάρης στην κατά πολλούς κορυφαία ομάδα όλων των εποχών. Τότε ο πρώην συμπαίκτης του ταίριαξε στην ίδια 11άδα όχι ένα, όχι δύο, αλλά πέντε δεκάρια! Έβαλε δίπλα στον Πελέ τους Ριβελίνο (Κορίνθιανς), Ζαϊρζίνιο (Μποταφόγκο), Ζέρσον (Σάο Πάολο) και Τοστάο (Κρουζέιρο). Η Βραζιλία έκανε πάρτι. Στον τελικό διέσυρε 4-1 την Ιταλία και ο Ζαγκάλο ονομάστηκε «Λύκος των πάγκων».
Το 1992 βραβεύτηκε από τη FIFA με το Τάγμα Αξίας, την υψηλότερη τιμή της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας για τη συνεισφορά κάποιου στο ποδόσφαιρο. Το 2011 συμπεριλήφθηκε στους πρώτους 15 παίκτες ή προπονητές που πήραν θέση στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο στο Μεξικό. Όχι άδικα. Ο Ζαγκάλο υπερτερεί έναντι του Μπεκενμπάουερ επειδή έχει τέσσερα χρυσά μετάλλια. Πέρα από τα δύο ως παίκτης και το ένα ως προπονητής, πήρε άλλο ένα, το 1994 στις ΗΠΑ, ως βοηθός κόουτς.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτά που πετύχαμε. Δεν πίστευα ότι θα ερχόμουν εδώ μια μέρα για κάτι τέτοιο όπως το σημερινό. Είναι εντυπωσιακό! Δεν σκέφτηκα ποτέ να μπορώ να συνομιλήσω με τον… εαυτό μου. Έπρεπε να πάω πολύ μακριά. Το να περάσεις τα 91 είναι δύσκολο. Όλη την ώρα παρακολουθώ το παιχνίδι του 1958 στην τηλεόραση, το παιχνίδι του 1962… και με πιάνουν τα δάκρυα», δήλωσε στις 20 Οκτωβρίου 2022, λίγες ημέρες πριν από τη σέντρα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ, όταν η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του Κατάρ τον τίμησε με ένα άγαλμα στο Μουσείο Ποδοσφαίρου.
Ο Μάριο Ζαγκάλο γεννήθηκε στα 9 Αυγούστου 1931 στην Αταλάια. Έμαθε… μπαλίτσα στην Αμέρικα του Ρίο. Το 1950 μεταγράφηκε στη Φλαμένγκο και κατέκτησε τρία πρωταθλήματα του Ρίο ντε Τζανέιρο (1953, 1954, 1955) πριν μετακομίσει το 1958 στην Μποταφόγκο. Τότε κλήθηκε για πρώτη φορά και στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας. Πήγε στη Σουηδία, όπου μαζί με τον Πελέ, τον Γκαρίντσα και τον Βαβά αποτέλεσαν την εκπληκτική 4άδα που χάρισε στη «σελεσάο» το τρόπαιο.
Ο χαρισματικός Ζαγκάλο οδήγησε την Μποταφόγκο σε δύο πρωταθλήματα του Ρίο (1961, 1962) και άλλα δύο Ρίο – Σάο Πάολο (1962, 1964). Αυτή ήταν όχι απλώς η τελευταία επιτυχία του ως ποδοσφαιριστής, αλλά σηματοδότησε και το φινάλε της διεθνούς διαδρομής του. Αποσύρθηκε από την Εθνική με 33 συμμετοχές και 5 γκολ.
Φυσικά, στην καριέρα του ο Ζαγκάλο βίωσε και πίκρες. Το 1994 πήγε στη Γερμανία με παικταράδες, αλλά η Βραζιλία τερμάτισε 4η και ο ίδιος είδε την πόρτα της εξόδου. Το 1998 αντικατέστησε τον Αλμπέρτο Περέιρα, του οποίου υπήρξε συνεργάτης στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, οδήγησε τη «σελεσάο» στον τελικό, αλλά το πρόβλημα υγείας του Ρονάλντο έκανε άνω – κάτω την ομάδα και η Γαλλία την έριξε στο καναβάτσο με συνοπτικές διαδικασίες. Διατήρησε, πάντως, την αγάπη των συμπατριωτών του. «Ήταν έως το τέλος από τους μεγαλύτερους θρύλους του αθλήματος», δήλωσε ο πρόεδρος της βραζιλιάνικης ομοσπονδίας, Εντνάλντο Ροντρίγκες.
Ο «Κάιζερ» που σκόρπιζε φως
Ανάλογη επίδραση στο ποδόσφαιρο είχε και ο Φρανς Μπεκενμπάουερ. Έπαιξε, άλλωστε, σε δύο τελικούς ως παίκτης, οδήγησε την Εθνική Γερμανίας σε άλλους τόσους και τελικά σήκωσε δύο φορές το Παγκόσμιο Κύπελλο, ενώ πήρε και ισάριθμα ασημένια μετάλλια. Ο ίδιος ίσως ξεχνούσε το 5ο, επειδή ήταν χάλκινο, το οποίο πήρε στη διοργάνωση του 1970 στο Μεξικό, όπου ο Μάριο Ζαγκάλο έγραψε τον προσωπικό άθλο του, αλλά εκεί υποχρεώθηκε να δώσει τον «ημιτελικό του αιώνα» απέναντι στην Ιταλία με το χέρι του κρεμασμένο από σοβαρό τραυματισμό. Άρα δεν μπορούμε εμείς να το προσπεράσουμε.
«Μόνο εκείνος μπορούσε να αντέξει», έλεγαν για τον παίκτη που ονομάστηκε «Κάιζερ» όχι απλώς επειδή έγινε ο πληρέστερος Γερμανός παίκτης όλων των εποχών, αλλά διότι διέθετε αρχοντικό στυλ. Ήταν ο αμυντικός που δίδαξε πως ακόμα και σε αυτή τη θέση μπορεί να αγωνιστεί κάποιος με κύριο προσόν την τεχνική κατάρτιση και το μυαλό. Από εκείνον, άλλωστε, επινοήθηκε ο λίμπερο. Γι’ αυτό, άλλωστε, αναδείχθηκε 3ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα, πίσω από τον Πελέ και τον Γιόχαν Κρόιφ, ενώ συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη 11άδα όλων των εποχών.
Κι όμως, αυτός ο δαντελένιος παίκτης που έμπαινε στην ίδια συζήτηση με τον «Βασιλιά» και τον «Ιπτάμενο Ολλανδό», τα τελευταία χρόνια καθηλώθηκε. Η ζωή τού επιφύλαξε ένα καίριο πλήγμα με τον θάνατο του γιου του, Στέφαν Μπεκενμπάουερ, το 2015, σε ηλικία 46 ετών. Τότε υπήρξαν και οι κατηγορίες για συμμετοχή του σε δωροδοκία, με συνέπεια να κλονιστεί η υγεία του. Έμεινε τυφλός από το δεξί μάτι του, έκανε δύο εγχειρήσεις στην καρδιά, διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ, του τοποθετήθηκε τεχνητή άρθρωση ισχίου.
Ο Φρανς Μπεκενμπάουερ γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1945 και μεγάλωσε σε μια γειτονιά του Μονάχου, που ονομαζόταν «η συνοικία με τα σπασμένα γυαλιά» εξαιτίας των καταστροφών που της προκάλεσαν οι βομβαρδισμοί των Συμμάχων πριν από τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Ο θείος του αγωνιζόταν στην Μπάγερν, αλλά ο μικρός Φρανς πήγε από τα 6 χρόνια του στην τότε μεγάλη ομάδα της πόλης, τη Μόναχο 1860. Έμεινε εκεί μέχρι τα 14 και το 1959 φόρεσε τη φανέλα της Μπάγερν. Μαζί με τον Σεπ Μάγερ και τον Γκερτ Μίλερ έγιναν οι τρεις σωματοφύλακες των Βαυαρών. Μαζί την ανέβασαν στην Bundesliga και έπειτα από μερικά χρόνια της έδωσαν το πρώτο πρωτάθλημα. Οι τρεις τους έγραψαν ιστορία με τέσσερα πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα, ένα UEFA και, βέβαια, τρία Πρωταθλητριών. Από το 1973 έως το 1976 πήραν τη σκυτάλη από τον Άγιαξ και υπέταξαν όλη την Ευρώπη. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε με το Διηπειρωτικό του 1976. Το 1972 και το 1976 κατέκτησε τη Χρυσή Μπάλα.
Είχε, ωστόσο, ήδη απασχολήσει την κοινή γνώμη με την εγκυμοσύνη μιας ανήλικης κοπέλας όταν εκείνος έμπαινε στα 18 χρόνια του. Επειδή αρνήθηκε να την παντρευτεί, η ΠΟ της Δυτικής Γερμανίας τον απέκλεισε από την Εθνική Νέων. Τον έσωσε ο Ντίτμαρ Κράμερ, προπονητής που ήδη είχε συμφωνήσει να εργαστεί ως βοηθός στην Εθνική Ανδρών. Αποχώρησε από την Μπάγερν το 1977, με 427 συμμετοχές και 60 γκολ! Τρομερός αριθμός για κεντρικό αμυντικό! Την ίδια χρονιά έφυγε και από την Εθνική Γερμανίας. Την άφησε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια χάρη στη νίκη με 2-1 επί της Ολλανδίας στον τελικό του 1974 στο Μόναχο, μέσα στο σπίτι του. Το 1966 είχε φτάσει στη 2η θέση, αλλά λύγισε από την Αγγλία με 4-2, ενώ το 1970 πήρε το χάλκινο μετάλλιο καθώς η ήττα με 3-4 από την Ιταλία στον ημιτελικό του αιώνα και με τον Μπεκενμπάουερ να αγωνίζεται με κρεμασμένο χέρι λόγω τραυματισμού τής στέρησε τη συμμετοχή στον τελικό. Επίσης, οι Γερμανοί με τον «Κάιζερ» αναδείχθηκαν πρωταθλητές Ευρώπης το 1972 με νίκη 3-0 επί της Σοβιετικής Ένωσης και γνώρισαν την ήττα στα πέναλτι το 1976 από την Τσεχοσλοβακία.
Στη Γερμανία εγκαταστάθηκε το 1984 και ανέλαβε την εθνική ομάδα. Την οδήγησε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1986 στο Μεξικό, όπου τον πίκρανε η ήττα 2-3 από την Αργεντινή του Ντιέγκο Μαραντόνα. Αφού έχασε το 1988 το Euro στο σπίτι του από την τρομερή Ολλανδία, το 1990 πήγε στην Ιταλία και κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο, καθώς στον τελικό υπέταξε 1-0 με το γκολ του Αντρέας Μπρέμε την Αργεντινή. Το 2006 εξασφάλισε τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την ενωμένη, πλέον, Γερμανία, αλλά σταδιακά «η φιγούρα του φωτός» άρχισε να τρεμοσβήνει. Μέχρι τις 7 Ιανουαρίου 2024, που έσβησε οριστικά.