Σαν σκηνές από θρίλερ ακούγονται τα όσα περιγράφονται στα κείμενα των αγωγών που καταθέτουν η μία μετά την άλλη οικογένειες θυμάτων από την πύρινη κόλαση στο Μάτι.
Οι συγγενείς, μετά τις μηνύσεις, προσφεύγουν και στα αστικά δικαστήρια αξιώνοντας αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη που αγγίζουν ακόμα και τα δύο εκατομμύρια ευρώ σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου. Οι τέσσερις πρώτες αγωγές που φέρνει στο φως ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής στρέφονται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, της Περιφέρειας Αττικής και του Δήμου Μαραθώνα.
Συγκλονίζουν
οι περιγραφές
των συγγενών.
Τι απαντούσε
στα απελπισμένα
τηλεφωνήματα
η πυροσβεστική
Στα κείμενα οι συγγενείς περιγράφουν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το εφιαλτικό απόγευμα της 23ης Ιουλίου στο Μάτι , με τους δικούς τους ανθρώπους να βρίσκουν τραγικό θάνατο αβοήθητοι και εγκαταλελειμμένοι από τους αρμόδιους φορείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Πυροσβεστική της περιοχής δεν απαντούσε στις αγωνιώδεις κλήσεις των πολιτών που κινδύνευαν και, όταν απάντησε, το μόνο που είχε να πει ήταν «κάντε ό,τι νομίζετε».
“Χαροπάλευε 20 ημέρες”
Τη δική τους οικογενειακή τραγωδία περιγράφουν στην αγωγή τους δέκα συγγενικά πρόσωπα του Δημητρίου Τζούλια, που κάηκε προσπαθώντας να σώσει το σπίτι του στο Μάτι.
«Μόλις πληροφορηθήκαμε για τη φωτιά και είδαμε τους καπνούς, εμείς πήραμε το αυτοκίνητό μας και φύγαμε για τον Άγιο Ανδρέα Αττικής κι έτσι γλιτώσαμε το κάψιμό μας. Αντίθετα, ο σύζυγος και πατέρας μας έμεινε στο σπίτι, μήπως και το σώσει. Όταν είδε, όμως, ότι τα πράγματα δυσκόλευαν και ήταν πολύ επικίνδυνα και για το σπίτι και για τον ίδιο, πήρε το αυτοκίνητό του για να φύγει και αυτός και να έλθει στον Άγιο Ανδρέα. Σε απόσταση όμως 150, περίπου, μέτρων από το σπίτι μας τον περικύκλωσαν οι φλόγες και οι καπνοί. Υποχρεώθηκε να κατέβει από το αυτοκίνητό του αλλά το θερμικό κύμα τον τραυμάτισε πολύ σοβαρά. Μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης, μετά στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο και τέλος στο ΚΑΤ, όπου, δυστυχώς, απεβίωσε τη 14/8/2018».
Πριν φύγει από τη ζωή, είπε στους δικούς του ότι ήταν αβοήθητος.
«Κατά την ως άνω επί 20ημέρου νοσηλεία του στα νοσοκομεία, μας είπε ότι δεν είχε καμία ενημέρωση ή βοήθεια, ούτε από την περιφέρεια ούτε από το δήμο ούτε από την Πυροσβεστική και την Αστυνομία…», τονίζουν οι συγγενείς ζητώντας ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη το ποσό των 1.940.000 ευρώ.
“Κάντε ο,τι νομίζετε”
Την παντελή απουσία του κρατικού μηχανισμού καταγγέλλουν στην αγωγή τους και οι συγγενείς της 73χρονος Μαρίας Παγωμένου που ζούσε στον Νέο Βουτζά.
«Όπως, εκ των υστέρων, μας ενημέρωσε μια γειτόνισσα μας μαζί με το σύζυγό της και το μωράκι τους, αφού είδαν και αυτοί πολλούς ανησυχητικούς καπνούς τηλεφώνησε ο σύζυγός της στην Πυροσβεστικά Υπηρεσία και δεν απαντούσε κανένας. Ύστερα από ώρα πήραν την απάντηση «κάντε ό,τι νομίζετε». Επομένως, πλήρης άγνοια των αρμοδίων και πρωτοφανής ανευθυνότητα κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες από τους πλέον αρμόδιους της Πυροσβεστικής, όπως και της ΕΛ.ΑΣ., της περιφέρειας και τον δήμου…», γραφούν οι συγγενείς προσθέτοντας:
«Η ίδια έλλειψη ενημέρωσης από τους αρμόδιους, όπως πληροφορηθήκαμε εκ των υστέρων και απ’ όσους είδαμε κατά τις δύσκολες και τραγικές εκείνες στιγμές, υπήρξε για όλους τους κατοίκους του οικισμού μας (Νέου Βουτζά) και όλοι έφυγαν πανικόβλητοι και αλλόφρονες προς άγνωστη κατεύθυνση και, πάντως, οι περισσότεροι μόνοι τους και με πρωτοβουλία τους προς την θάλασσα”.
Οι τέσσερις συγγενείς της 73χρονης ζητούν αποζημίωση 670.000 ευρώ, περιγράφοντας το φρικτό τέλος της.
«Τελικώς ο άνθρωπός μας Μαρία Παγωμένου-Παπανικολάου μαζί με τον ιδιοκτήτη τον σπιτιού, Βασίλειο Κατσαργύρη, αφού πρώτα θεωρήθηκαν αγνοούμενοι, βρέθηκαν στη συνέχεια, δυστυχώς, νεκροί και αποτεφρωμένοι σε απόσταση 300-400 μέτρων από το σπίτι μας…».
Για την οικογένεια τον Βασίλη Κατσαργύρη η χαρά μετατράπηκε σε θρήνο, όπως περιγράφουν στην αγωγή τούς οι δικοί τον συγγενείς ζητώντας αποζημίωση 1.450.000 ευρώ. Η διακοπή ρεύματος αποδείχθηκε μοιραία για το συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο που παγιδεύτηκε στο σπίτι τον στον Νέο Βουτζά, καθώς δεν μπορούσε να ανοίξει ηλεκτρονικά το γκαράζ για να διαφύγει με το αυτοκίνητο του. Δύο ημέρες πριν είχε παντρέψει την κόρη τον που ζει μόνιμα στο Λος Άντζελες και η οικογένεια ζούσε τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της. Το γύρισμα της μοίρας όμως ήρθε βίαια και ο τραγικός πατέρας κάηκε προσπαθώντας να διαφύγει με τα πόδια μαζί με τη γειτόνισσά του.
«Το κενό που αφήνει πίσω τον ο άνθρωπός μας και ο βαρύς πόνος δεν είναι ποτέ δυνατόν όχι μόνο να ιαθούν αλλά έστω να μετριαστούν. Θα μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή και θα ζούμε -μέχρι το θάνατό μας- απαρηγόρητοι, τεθλιμμένοι και βασανισμένοι», γραφούν στην αγωγή τούς οι συγγενείς περιγράφοντας πω η μέρα της φωτιάς θα στοιχειώνει για πάντα τη ζωή τους.
«Η σκέψη ότι εναγωνίως ο σύζυγος, πατέρας, αδερφός μας και πεθεράς μας έτρεχε για να σωθεί με την απειλή του θανάτου ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και οι τρομακτικές και φονικές φλόγες τον κυνηγούσαν στην κυριολεξία, χωρίς η βοήθεια να έρχεται από πουθενά, είναι μια τρομακτικότατη και ασύλληπτη σκηνή, που ακόμα και ως σενάριο κινηματογραφικής ταινίας σοκάρει. Πολύ περισσότερο, όταν το σενάριο αυτό πραγματοποιήθηκε στην πιο τραγική του διάσταση στις 23/7/2028, όταν πριν από 2-3 ημέρες έγινε ο γάμος της μονάκριβης κόρης του…».
«Χαοτική περίπτωση πλήρους εγκατάλειψης από τους αρμόδιους»
Στη διασταύρωση των οδών Περικλέους και Ποσειδώνος στο Μάτι έχασε τη ζωή του ο Επαμεινώνδας Κοκώνης, δύο συγγενικά πρόσωπα τον οποίου αξιώνουν αποζημίωση 420.000 ευρώ.
«Κατά την ημέρα εκείνη (23/7/2018) είδε καπνούς και φλόγες γύρω από το σπίτι του και βγήκε έξω φοβούμενος μήπως καεί μέσα σε αυτό και εξήλθε για να σωθεί. Δυστυχώς, όμως, μόλις βγήκε έξω οι φλόγες τον περικύκλωσαν και κάηκε εκεί κοντά στην πόρτα του στην προσπάθειά του να διασωθεί, Θέλοντας να πάει προς τη Θάλασσα.
Μόλις βγήκε έξω από το σπίτι του η πρώτη από εμάς είχε τηλεφωνική επικοινωνία και μου είπε ότι δεν ήξερε τι να κάνει και δεν είχε καμία απολύτως ενημέρωση η βοήθεια από κανέναν της περιφέρειας, του δήμου, της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας.
Δυστυχώς, μετά από λίγο και απότομα διεκόπη η επικοινωνία μας, διότι τον περικύκλωσαν οι φλόγες και άρχισε να καίγεται. Πρόκειται για πολύ χαοτική περίπτωση πλήρους εγκατάλειψης απ’ όλους τους αρμόδιους…».
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής