Του ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΥΣΟΥΛΟΥ
Μείζονες πολιτικές προεκτάσεις έχει η υπόθεση προμήθειας των οχημάτων Mercedes από τη Γερμανική εταιρεία Daimler και τη στιγμή που, μέσα στους επόμενους μήνες, οι δικαστικές Αρχές αναμένεται να έχουν ολοκληρώσει την έρευνα για τουλάχιστον τρεις ακόμη υποθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Στοιχεία τα οποία περιέχονται στην δικογραφία εμφανίζουν υψηλόβαθμα στελέχη της γερμανικής εταιρείας να ομολογούν -σε μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας- τις στενές τους σχέσεις με πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους της χώρας μας οι οποίοι τους «διευκολύνουν να κάνουν τις δουλειές τους» ενώ σε κάποια άλλα κάνουν λόγο για «υπερτιμολογήσεις» αναφέρουν ξεκάθαρα πως «πούλησαν στο ελληνικό Δημόσιο “τρεις με τέσσερις φορές” πιο ακριβά από την πραγματική αξία των οχημάτων.
Για την συγκεκριμένη υπόθεση οι εισαγγελείς κατά των εγκλημάτων Διαφθοράς, κυρία Πόπη Παπανδρέου και κ. Αντώνης Ελευθεριάνος άσκησαν κακουργηματικές διώξεις κατά επτά συνολικά προσώπων.
Για κακούργημα, μεταξύ άλλων, παραπέμπεται ο πολύ γνωστός επιχειρηματίας, κ. Εμμανουήλ Λαϊνόπουλος, γιος του Ιωάννη Λαϊνόπουλου ο οποίος έφυγε από την ζωή τον Ιούλιο του 2001 αφού πρώτα είχε δημιουργήσει έναν πανίσχυρο όμιλο επιχειρήσεων. Εκτός από τον επιχειρηματία, διώκονται ένας δικηγόρος, δυο Γερμανοί στελέχη της εταιρείας καθώς και τρεις στρατιωτικοί.
Τα email- φωτιά που δείχνουν πολιτικούς – «Όλα θα πάνε καλά»
Στη δικογραφία, η οποία βρίσκεται πλέον στη διάθεση του ειδικού ανακριτή Διαφθοράς, κ. Τσιρώνη, περιέχεται ολόκληρος ο φάκελος αλληλογραφίας των ανώτερων στελεχών της Daimler. Από μια απλή ανάγνωσή του και μόνο αποκαλύπτεται το περιβάλλον μέσω του οποίου γίνονταν οι προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Ελλάδα.
Σε ένα από αυτά (email) το στέλεχος της Daimler εξηγεί σε συνεργάτη του ότι «όλα θα πάνε καλά» αφού όπως λέει «οι δουλειές γίνονται χάρη στις καλές διασυνδέσεις με πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους της χώρας οι οποίοι βοηθούν την εταιρεία στο κλείσιμο πολλών παραγγελιών και ιδιαίτερα από τον χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρεις επίμαχες συμβάσεις υπογράφηκαν κατά την περίοδο κυβερνήσεως Σημίτη, επί υπουργίας Άκη Τσοχατζόπουλου και Γιάννου Παπαντωνίου. Πρόκειται για τις υπ αριθμ. 015Α/1997 σύμβαση συνολικού ύψους 96 εκ. ευρώ, την 019Α/2000 σύμβαση συνολικού ύψους 30 εκ. ευρώ και την 013Α/1998 σύμβαση.
Τα συγκεκριμένα στοιχεία θα αξιολογηθούν από την ανακριτική Αρχή, ενώ δικαστικές πηγές αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά για την συνέχιση της έρευνας. Όμως η ομολογία για τις «πολιτικές πλάτες» καταδεικνύει ξεκάθαρα την οργάνωση του, οικονομικού εγκλήματος.
Οι υπερκοστολογήσεις και οι λογαριασμοί του Λαϊνόπουλου
Την ίδια στιγμή από άλλα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας αποκαλύπτεται η ζημία την οποία υπέστη το ελληνικό Δημόσιο. Στελέχη του γερμανικού κολοσσού σε ενδοεταιρική επικοινωνία παραδέχονται -με ανερυθρίαστο τρόπο- ότι ο εξοπλισμός που παραδίδεται στην Ελλάδα είναι «τρεις με τέσσερις φορές πιο ακριβός» σε σχέση με την πραγματική του αξία. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται σε email η πραγματική τιμή της προμήθειας είναι πολύ φθηνότερη και η υπερτιμολόγηση γίνεται για συγκεκριμένο σκοπό, για να καλυφθούν τα έμμεσα κόστη.
Σε ότι αφορά την εμπλοκή του επιχειρηματία, Εμμανουήλ Λαϊνόπουλου από την έρευνα των Αρχών προέκυψε όλο το ιστορικό των «διαπραγματεύσεων»-συναντήσεων με τους Γερμανούς της Daimler, ενώ μέρος της «μίζας» (συνολικά δόθηκαν 2 εκατ. Ευρώ σε παράνομες πληρωμές) φέρεται να κατέληξε στους προσωπικούς του λογαριασμούς.
Η συνεργασία με τους Αμερικανούς
Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, προέκυψε ότι φέρονται ότι έγιναν παράνομες πληρωμές συνολικού ύψους τουλάχιστον δυο εκατομμυρίων ευρώ από το 2001 και έπειτα, σε κρατικούς αξιωματούχους. Οι δωροδοκίες έγιναν από διευθυντικά στελέχη της γερμανικής εταιρίας με τη μεσολάβηση Ελλήνων μεσαζόντων προκειμένου οι αξιωματούχοι να προωθήσουν στην ιεραρχία τις επίμαχες συμβάσεις.
Για την πραγματοποίηση των παράνομων πληρωμών φέρεται ότι ακολουθήθηκαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, μεταξύ των οποίων η χρήση εταιρικών λογαριασμών, οι οποίοι ωστόσο ανήκαν σε τρίτα πρόσωπα προκειμένου να μη συνδέονται απευθείας με την DAIMLER. Επίσης οι εισαγγελείς διαπίστωσαν ότι η γερμανική εταιρία διατηρούσε μαύρα ταμεία με μετρητά για τις παράνομες πληρωμές, ενω χρησιμοποιήθηκαν ακόμα εξωχώριοι τραπεζικοί λογαριασμοί, παραπλανητικές τιμολογήσεις καθώς και τρίτοι διαμεσολαβητές.
Σε βάρος των επτά κατηγορουμένων ασκήθηκαν διώξεις για:
– Δωροδοκία υπαλλήλου σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με την επιβαρυντική περίσταση του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου που επισύρει ποινή μέχρι ισόβιας κάθειρξης.
– Δωροληψία υπαλλήλου κατ’ επάγγελμα σε βάρος του ελληνικού δημοσίου με την επιβαρυντική περίσταση του νόμου περι καταχραστών του δημοσίου.
– Νομιμοποίηση εσόδων απο εγκληματική δραστηριότητα.
Οι μέθοδοι των δωροδοκιών αποκαλύφθηκαν και μέσα απο στοιχεία που έλαβαν oι Εισαγγελείς μέσω δικαστική σε συνδρομής από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.
Υπενθυμίζεται πως οι επίμαχες συμβάσεις αφορούν:
– Την προμήθεια 2000 στρατιωτικών οχημάτων Mercedes 290 GD1 1/4T, ανταλλακτικών, συγκροτημάτων και συλλογών ειδικών εργαλείων συντήρησης με δικαίωμα προαίρεσης για την επιπλέον προμήθεια 2.480 οχημάτων για τις ανάγκες του ΓΕΣ (σύμβαση 015Α/97). Με συνολικό κόστος 96 εκ. Ευρώ.
– Την προμήθεια 224 οχημάτων Mercedes 290 GD1 1/4T, 111 οχημάτων τύπου Unimog, 21 ρυμουλκούμενων βαρέως τύπου, με δικαίωμα προαίρεσης για επιπλέον προμήθεια μέχρι 111 ρυμουλκούμενων ελαφρού τύπου προς κάλυψη αναγκών σε οχήματα του προγράμματος Β ράση ΕΡΜΗΣ (Σύμβαση 19Α/2000) με κόστος 30 εκ. Ευρώ.
– Την προμήθεια 88 λεωφορείων τύπου OHL 1829/63, 49+1 θέσεων με δικαίωμα προαίρεσης για 32 επιπλέον λεωφορεία (Σύμβαση 013Α/98).
Νέα προγράμματα
Στο μεταξύ προς ολοκλήρωση οδεύουν τουλάχιστον τρεις ακόμη έρευνες εξοπλιστικών προγραμμάτων. Οι εισαγγελικές Αρχές περιμένουν τα αποτελέσματα αιτημάτων δικαστικής συνδρομής προκειμένου να συνδυάσουν τα τελευταία κομμάτια του «παζλ» ενώ κάποια επιπλέον στοιχεία μετατρέπουν τις ενδείξεις σε αποδείξεις.