Το υπουργείο Εργασίας υπόσχεται μεγαλύτερες επικουρικές συντάξεις από το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, το οποίο θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τη δημιουργία των ατομικών λογαριασμών και την υποχρεωτική ένταξη όλων όσων εισέρχονται στην αγορά εργασίας από το επόμενο έτος.
Tου Ειδικού Συνεργάτη
Ο χάρτης του νέου συστήματος ασφάλισης που υπόσχεται μεγαλύτερες συντάξεις στους νέους – Το κόστος μετάβασης και παραδείγματα
Εισφορές
Ουσιαστικά, με το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, οι εισφορές όσων εντάσσονται σε αυτό αντί να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις.
Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων. Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από την 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης.
Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.
Στο 6%
Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών είτε έχουν είτε όχι επικουρική ασφάλιση. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει. ∆ηλαδή 6,5% μέχρι τα μέσα του 2022 και 6% από εκεί και πέρα.
Η διαχείριση των ατομικών λογαριασμών θα γίνεται μέσω ενός νέου δημόσιου φορέα, (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης – ΤΕΚΑ) που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες. Ο κάθε ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει και τον τρόπο που επενδύονται τα χρήματά του με τρεις διαβαθμίσεις, και συγκεκριμένα τη χαμηλού ρίσκου, την ενδιάμεσου και την υψηλού. Ανάλογα με το ρίσκο θα προκύπτουν και οι αποδόσεις, ενώ το αυξημένο ρίσκο μπορεί να σημαίνει και πολύ υψηλές αποδόσεις αλλά και μηδενικές. Μηδενική απόδοση θα είναι η ελάχιστη την οποία θα εγγυάται το ∆ημόσιο.
Ο ασφαλισμένος θα μπορεί δε να έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking.
Ο νόμος θα προβλέπει έναν μαθηματικό τύπο («ράντα») που θα υπολογίζει το ύψος της σύνταξης με βάση διάφορους παράγοντες, με κυρίαρχο τις ασφαλιστικές εισφορές που θα έχουν συσσωρευτεί στον ατομικό κουμπαρά τού κάθε ασφαλισμένου αλλά και την απόδοση που θα έχει εξασφαλίσει.
Το κόστος μετάβασης στο νέο σύστημα υπολογίζεται σε 6 δισ. ευρώ σωρευτικά ή 120.000.000 ευρώ τον χρόνο για το υπουργείο Εργασίας. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσο περνούν τα χρόνια η επιβάρυνση θα αυξάνεται, καθώς θα μπαίνουν νέοι ασφαλισμένοι στο νέο σύστημα και θα μειώνονται οι εισφορές στο παλαιό. Τον λογαριασμό της μετάβασης θα κληθούν πληρώσουν οι φορολογούμενοι.
Το όφελος κατά το υπουργείο Εργασίας για όσους ενταχθούν στο νέο σύστημα είναι ότι θα απολαμβάνουν συντάξεις έως και 47% υψηλότερες σε σχέση με το παλαιό. Ωστόσο, η εκτίμηση είναι εν πολλοίς αυθαίρετη, καθώς λαμβάνονται υπόψη παραδοχές που μπορεί να μην επιβεβαιωθούν ακόμα και στο σύνολό τους.
Μελέτες
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έχει στα χέρια της τρεις μελέτες που θα κατατεθούν με το νομοσχέδιο στη Βουλή και οι οποίες δείχνουν ότι:
1. Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ.
2. Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070.
3. Σταδιακή αύξηση του ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης, η οποία θα φτάσει σε ύψος 6%-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070).
4. Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων.
Επιπλέον, η ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό ∆ιαχείρισης ∆ημοσίου Χρέους (Ο∆∆ΗΧ) δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές.
Τι κερδίζουν οι εντασσόµενοι
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, από τις μελέτες που έγιναν προκύπτει ότι αυτήν τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο μισθό 1.400 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης είναι 235 ευρώ. Με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις.
Σε ένα άλλο παράδειγμα που αναφέρθηκε, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζομένου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό 650 ευρώ και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ.
Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Μπορεί δε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα), εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μεικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί