Ο κ. Μεϊμαράκης, αφού καταδίκασε τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται και σε όποιους και αν απευθύνεται», παρατήρησε πως τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, «κάποιοι επιδίωξαν να την χρεώσουν σε μία συγκεκριμένη παράταξη, αδιαφορώντας για τις τότε συνθήκες και μη έχοντας όλα τα επαρκή στοιχεία. Και ωφελήθηκαν ίσως και κάποιοι από τις εξελίξεις και την πορεία αυτής».
Η εξέταση της ταραγμένης περιόδου της δεκαετίας του ’60, θα πρέπει, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Βουλής, να γίνει «υπό το πρίσμα των συνολικών εξελίξεων και των συγκυριών της εποχής», και να γίνει αφορμή συνειδητοποίησης, πως η βία «δεν ξεκίνησε από καθαυτό το γεγονός της δολοφονίας, ούτε σταμάτησε σ’ αυτό», αλλά υπήρξε «βία που στη συγκεκριμένη περίπτωση γέννησε άλλη βία, όπως ήταν στη χούντα των συνταγματαρχών. Βία που όλοι οφείλουμε εμπράκτως να καταδικάζουμε απ’ όπου κι αν προέρχεται και προς οποιαδήποτε πλευρά και αν κατευθύνεται, είτε προς τους εκπροσώπους του λαού, είτε προς το λαό τον ίδιο. Βία που δυστυχώς δεν προέρχεται μόνο από συγκεκριμένους χώρους που κινούνται στα άκρα. Βία που ορισμένοι επιχειρούν να εκμεταλλευτούν, αγνοώντας προφανώς πως η βία επιστρέφει πάντα σε αυτούς που την ασκούν».
Στο παραπάνω πλαίσιο, ο κ. Μεϊμαράκης παρατήρησε πως «και σήμερα δυστυχώς γινόμαστε μάρτυρες ανάλογων φαινομένων που πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε με μεγάλη νηφαλιότητα». Και εξήγησε πως αναφέρεται σε «φαινόμενα βίας υπό το μανδύα μιας ιδεολογίας που δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν αξίζει στον ελληνικό λαό. Φαινόμενα βίας με μανδύα πολιτικού κόμματος το οποίο κηρύσσει το μίσος, κηρύσσει τη βία κατά των εκπροσώπων του ελληνικού λαού, κατά του ιδίου του λαού και εν τέλει, κατά της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό, αυτά τα φαινόμενα πρέπει να παταχθούν άμεσα και ριζικά. Γιατί αυτή η βία φέρνει ανεξέλεγκτες καταστάσεις, όπως έχει αποδειχθεί και στο παρελθόν, και έχει ως στόχο την αποσταθεροποίηση, την οποία κανένα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα δεν επιθυμεί».