Σφοδρή αντιπαράθεση ξέσπασε μεταξύ των εισαγγελικών λειτουργών και της κυβέρνησης με αφορμή την αύξηση των οργανικών θέσεων στους εισαγγελείς και αντεισαγγελεις Εφετών. Με ανακοίνωση την οποία εξέδωσε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εγκαλεί πρωτίστως τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομίας, κ. Χρίστο Σταϊκούρα και ακολούθως το υπουργείο Δικαιοσύνης στο οποίο προϊσταται ο πρώην δικαστικός λειτουργός, κ. Χαράλαμπος Αθανασίου, για εμπαιγμό σε ότι αφορά την αύξηση των οργανικών θέσεων οι οποίες θα συντελούσαν -όπως αναφέρει η ανακοίνωση- στην εύρυθμη λειτουργία των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
“Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος εκφράζει την έντονη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι με τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Αναδιάρθρωση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κ.λπ διατάξεις του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων», που ψηφίστηκε την 10-9-2013, προβλέφθηκε αύξηση από την 1-7-2015 των οργανικών θέσεων των μεν Εισαγγελέων Εφετών κατά μία (1) και των Αντεισαγγελέων Εφετών κατά επτά (7), συνολικά δε κατά οκτώ (8), προκειμένου –υποτίθεται- να εξασφαλιστεί ικανός αριθμός εισαγγελέων για την εύρυθμη λειτουργία των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων.
Εν τούτοις :
(α) παρά τις παραστάσεις μας στους εκάστοτε αρμόδιους Υπουργούς, ήδη από του έτους 2010 οπότε ιδρύθηκαν τα Μονομελή Εφετεία Κακουργημάτων, τα οποία εκδικάζουν την πλειονότητα σχεδόν των κακουργημάτων, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών και την αποστολή υπομνημάτων, με τα οποία υπογραμμίζαμε την ανάγκη θαρραλέας αύξησης των θέσεων των Αντεισαγγελέων Εφετών, ώστε τα δικαστήρια αυτά να είναι όντως σε θέση να εκκαθαρίσουν τη λιμνάζουσα ποινική ύλη και τις υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος και φοροδιαφυγής,
(β) παρά τη διαβεβαίωση του Υπουργού Δικαιοσύνης τον Ιούλιο τ.έ., ότι σε προωθούμενο προς ψήφιση σχέδιο νόμου του Υπουργείου του προέβλεπε την αύξηση των θέσεων αυτών κατά είκοσι τέσσερις (24) συνολικά (ήτοι 12 το έτος 2014 και 12 για το έτος 2015) και (γ) παρά την παράσταση της Ένωσής μας και την αποστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης της υπ’ αριθμ. πρωτ. 86/9-9-2013 συναφούς επιστολής μας την ημέρα ψήφισης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, με την οποία διαμαρτυρόμαστε για την αιφνιδιαστική –μέσω τροπολογίας σε άσχετο σχέδιο νόμου- μείωση στο ένα τρίτο (1/3) των θέσεων των Αντεισαγγελέων Εφετών που αρχικά σχεδιάζονταν και για τις οποίες είχαμε λάβει διαβεβαίωση, το σχέδιο νόμου ψηφίστηκε τελικά αυξάνοντας μόνο κατά οκτώ (8) τις θέσεις των εισαγγελέων του δεύτερου βαθμού και μάλιστα με ορίζοντα υλοποίησής τους μετά από δύο (2) σχεδόν χρόνια.
Για αυτή την απρόσμενη και δυσάρεστη εξέλιξη, μας δόθηκε η δικαιολογία ότι το «οικονομικό επιτελείο» της κυβέρνησης δεν επέτρεψε τη σχετική δαπάνη, παρά την όποια αντίθετη, ειλικρινή βούληση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Κατόπιν αυτών, διερωτώμεθα :
(i) γιατί δεν κρίθηκε αναγκαία από το «οικονομικό επιτελείο» της κυβέρνησης η δαπάνη αύξησης στο απολύτως αναγκαίο μέτρο των θέσεων των Αντεισαγγελέων Εφετών, από τους οποίους –μέσω των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων- η κυβέρνηση προσδοκά υποτίθεται την ταχεία εκκαθάριση των εκκρεμών ποινικών υποθέσεων και την καίρια πάταξη των φορολογικών αδικημάτων ;
(ii) προεκτίμησε άραγε το «οικονομικό επιτελείο» της κυβέρνησης ποιο είναι το προσδοκώμενο όφελος από την εύρυθμη λειτουργία των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων όφελος για το Δημόσιο Ταμείο, με την εκδίκαση των κακουργημάτων φοροδιαφυγής και έκρινε αυτό ως αμελητέο, σε σχέση με το εξαγόμενο από τους πολυάριθμους συμβούλους που διορίζονται τήδε κακείσαι προς στελέχωση κυβερνητικών θέσεων, με κριτήρια και προσόντα άδηλα; Αξιολόγησε άραγε το «οικονομικό επιτελείο» της κυβέρνησης ως ασύμφορο το κόστος της ίδρυσης των αναγκαίων για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης των νέων θέσεων Αντεισαγγελέων Εφετών, σε σχέση με τη δαπάνη στελέχωσης των κάθε είδους κυβερνητικών θέσεων με τους πιο πάνω ειδικούς συνεργάτες και συμβούλους;
(iii) Η υποστελέχωση με εισαγγελείς των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων και η «καθήλωση» με αυτό τον τρόπο των δικαστηρίων αυτών, που αδυνατούν ασφαλώς (λόγω μη ικανού αριθμού δικασίμων) να εκδικάσουν σε εύλογο χρόνο τις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, μεταξύ των οποίων εκείνων της φοροδιαφυγής, συνάδει, άραγε, με τον παντίοις τρόποις διαδηλούμενο στόχο της κυβέρνησης να πατάξει τη φοροδιαφυγή καίρια και αποτελεσματικά και να εκκαθαρίσει τη διαφθορά, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των κρατικών λειτουργών κ.λπ. αξιωματούχων;
Ή μήπως επιθυμεί εν τέλει η κυβέρνηση, με την ανεπέρειστη επίκληση δημοσιονομικών λόγων, μια Δικαιοσύνη που καλείται να αποκαθάρει μεν την κόπρο του Αυγεία με στελέχωση, δυναμικό και ρυθμούς, όμως, εποχών του απώτερου παρελθόντος; Μια Δικαιοσύνη, επομένως, εξαρθρωμένη και ανίκανη να ελέγξει ;
Πάντως, ακόμη και εάν δεν το επιθυμεί, αυτό το μήνυμα δίδει η κυβέρνηση δια του «οικονομικού επιτελείου» της στους πολίτες με την επιλογή της να μειώσει αιφνιδιαστικά στον ελάχιστο αριθμό (8 αντί 24) τις νέες οργανικές θέσεις Αντεισαγγελέων Εφετών που προωθούσε, ώστε εύλογα κανείς διερωτάται εάν οι εξαγγελίες της αποδίδουν τελικά τις πραγματικές προτεραιότητές της ή και άλλα, ως μη έδει, εξυπηρετούν. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πρόσφατα, εντός των τριών προηγουμένων ετών, η κυβέρνηση αποφάσισε και υλοποίησε τη μείωση κατά είκοσι (20) συνολικά των οργανικών θέσεων των Αντεισαγγελέων Πρωτοδικών, δηλαδή των δικαστικών λειτουργών εκείνων που έχουν αυθεντικά επωμισθεί το έργο της άσκησης ποινικής δίωξης, αποδυναμώνοντας αδικαιολόγητα και το έργο αυτό.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, κατόπιν των ανωτέρω, υπογραμμίζει ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι κενό κέλυφος, αλλά εγγενής άξονας της ίδιας της Πολιτείας, αντιστρατεύεται δε την καλή λειτουργία της τελευταίας η διαρκής επιβάρυνση της Δικαιοσύνης με το έργο της κάθαρσης κάθε πλημμέλειας που η κυβέρνηση δεν θέλησε έως τώρα και, δυστυχώς, συνεχίζει να δίδει την εντύπωση ότι δεν επιθυμεί όντως να επιτύχει, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τη Δικαιοσύνη από το απολύτως αναγκαίο για να ανταποκριθεί στο έργο τούτο δυναμικό, συνθήκες, εξοπλισμό, μέσα και θεσμικό πλαίσιο, θίγοντας ουσιαστικά την ανεξαρτησία της”.