«Είναι φοιτητές ή τρομοκράτες αυτοί που προσπαθούν να εισβάλουν και να καταλάβουν το γραφείο του Πρύτανη;», ρωτούσε πρόσφατα ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, αναφερόμενος στους φοιτητές του γνωστού τουρκικού Πανεπιστημίου Μπογάζιτσι. Από τις αρχές Ιανουαρίου οι νέες και οι νέοι διαδηλώνουν εκεί κατά του διορισμού του νέου Πρύτανη, του φιλοκυβερνητικού Μελίχ Μπουλού, μία απόφαση την οποία επέβαλε ο ίδιος ο Ερντογάν μέσω διατάγματος. Η αστυνομία αντιδρά στις φοιτητικές κινητοποιήσεις με το γνωστό τρόπο: Αυθαίρετες συλλήψεις και μεταμεσονύκτιες έφοδοι βρίσκονται πλέον στην ημερήσια διάταξη.
Ο τούρκος πρόεδρος υποστηρίζει ότι μεταξύ των φοιτητών βρίσκονται αντικυβερνητικοί που στο παρελθόν έχουν εκφραστεί δημοσίως υπέρ «βρόμικων σεναρίων», όπως ενός πραξικοπήματος. Ο Ερντογάν συνέκρινε εντέλει τις φοιτητικές κινητοποιήσεις με τις διαμαρτυρίες στο Πάρκο Γκεζί το 2013. «Τότε είδαμε να λεηλατείται η ιδιοκτησία εμπόρων. Και να καταλαμβάνουν τζαμιά με μπύρες στο χέρι». Οι κατηγορίες αυτές βέβαια δεν τεκμηριώθηκαν ποτέ. Ο ιμάμης και ο μουφτής του εν λόγω τζαμιού όχι μόνο δεν επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες αυτές, αλλά αντιθέτως δήλωσαν ότι δεν είδαν κανέναν να πίνει αλκοόλ μέσα στο τζαμί. Αμφότεροι μετατέθηκαν αμέσως μετά τις δηλώσεις τους.
Η σύγκριση με τις διαμαρτυρίες του Γκεζί, στην οποία προχώρησε ο Ερντογάν, ξάφνιασε πολλούς αναλυτές. Με δεδομένο ότι τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ έχουν υποχωρήσει τελευταία κάτω από το 40%, οι περισσότεροι ανέμεναν ένα άνοιγμα προς όλες τις ηλικιακές ομάδες, και ειδικά προς τους νέους.
«Το 2011 το ΑΚΡ έλαβε το 42-43% των ψήφων στην ηλικιακή ομάδα 18 έως 24 ετών», εξηγεί ο δημοσκόπος Ιμπραΐμ Ουσλού. Μετά το γεγονότα στο Γκεζί όμως, οι σχέσεις του κυβερνώντος κόμματος με τους νέους διαταράχθηκαν, με αποτέλεσμα η στήριξη της εν λόγω ομάδας στο ΑΚΡ να υποχωρήσει στο 30%. «Ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε τότε και η οποία έκανε την νεολαία του Γκεζί να γυρίσει την πλάτη στο ΑΚΡ».
Και μολονότι ο Ερντογάν φάνηκε να πληρώνει αργότερα βαριά το τίμημα της βίαιης αντίδρασης στο Πάρκο Γκεζί, αποφάσισε παρά ταύτα να ακολουθήσει επτά χρόνια αργότερα την ίδια γραμμή. «Το ΑΚΡ θέλει ένα νεανικό, αλλά πιστό ακροατήριο», εξηγεί ο Ουσλού. «Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω της πόλωσης και των εντάσεων, με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται πιο ισχυροί δεσμοί με το κόμμα». Η πολιτική αυτή της πόλωσης ακολουθείται βέβαια έναντι και των υπολοίπων πληθυσμιακών και κοινωνικών ομάδων, επισημαίνει ο δημοσκόπος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η στρατηγική αυτή όμως απέδωσε. «Διαπιστώνει κανείς ότι παρά την βαριά οικονομική κρίση η απώλεια δημοτικότητας συντελείται με βραδείς ρυθμούς». Η πολιτική αυτή των εντάσεων και της πόλωσης έχει ενισχύσει τους συναισθηματικούς δεσμούς των ψηφοφόρων. Η δε σκληρή απάντηση που έδωσε το καθεστώς στους φοιτητές του Πανεπιστημίου Μπογάζιτσι είναι μέρος αυτής, ακριβώς, της στρατηγικής. Το ζητούμενο για τον Ερντογάν ήταν πάντα «να δημιουργεί εχθρούς», συμπεραίνει ο ειδικός. «Μερικές φορές ο εχθρός αυτός είναι στο εξωτερικό, άλλες φορές στο εσωτερικό. Αλλά υπάρχουν ήρωες και καλοί άνθρωποι που πολεμούν αυτό τον εχθρό». Αυτό είναι το προσφιλές του αφήγημα.
Σύμφωνα με το δημοσκοπικό ινστιτούτο İstanbul Ekonomi Araştırma, στις επόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2023 θα ψηφίσουν για πρώτη φορά περίπου 5 εκατομμύρια νέες και νέοι Τούρκοι. Πρόκειται φυσικά για μια τεράστια δεξαμενή στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση. Όλοι θα προσπαθήσουν να προσελκύσουν αυτή την ομάδα, εκτιμά ο πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του ινστιτούτου Τσαν Σελτσούκι. «Εάν βέβαια δει κανείς τον τρόπο αντίδρασης στο Μπογάζιτσι, συμπεραίνει μάλλον ότι η κυβέρνηση δεν το θεωρεί χρήσιμο να ακούσει του νέους». Το ινστιτούτο συνομίλησε πρόσφατα με τους διαμαρτυρόμενους φοιτητές. «Οι νέοι θέλουν απλώς να ακουστούν. Θέλουν να αλλάξει η νομοθεσία ώστε να διασφαλίζεται ο αυτόνομος διορισμός του Πρύτανη. Ωστόσο κανείς δεν τους ακούει και δεν ενδιαφέρεται για τους φοιτητές. Αυτό είναι πρόβλημα».
Πηγή: Χιλάλ Κοϊλού/DW