Από την Αλεξάνδρα Χριστίνα Ιωάννου
Απλή και ίσως πολύ δύσκολη γιατί αυτό σημαίνει πως έχει κατορθώσει κανείς να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα μέσα του και προσπαθεί να τα παρουσιάσει με όσο το δυνατόν ένα λιγότερο ξύλινο τρόπο.
Και γιατί να το κάνει; Από τη στιγμή κιόλας που δεν είναι κομμάτι της δραστηριοποιημένης πολιτικής πραγματικότητας, με λίγα λόγια δεν είναι κομματικοποιημένος, δεν προσπαθεί να αναλάβει κάποιο αξίωμα, δεν βρίσκεται σε μία εκλόγιμη θέση, ή δεν εργάζεται για κάποιο κόμμα.
Το κάνει μάλλον επειδή το θέλει, επειδή έχει την τύχη να έχει ένα βήμα και να μπορεί να μεταφέρει δημόσια κάποιες απόψεις του και δεν έχει πρόβλημα να εκτεθούν και αυτές οι απόψεις του δημόσια.
Ειδικά αν αποτελέσουν κινητήριο δύναμη για μία παραγωγική συζήτηση.
Γιατί και οι δημοσιογράφοι, οι ρεπόρτερ, τέλος πάντων όσοι ασκούν αυτό το λειτούργημα και συναναστρέφονται με κόσμο, προσπαθούν, διασταυρώνοντας τις πληροφορίες τους, να αναδείξουν κάποια γεγονότα και παραλείψεις ενός συστήματος. Να αφουγκραστούν την κοινωνία. Να ενημερώσουν τον κόσμο. Συνήθως.
Και εκεί κάπου ξεκινά μία πρώτη διαπίστωση, πως πολλές φορές οι δημοσιογράφοι πράττουν ως πολιτικοί και οι πολιτικοί ως δημοσιογράφοι. Ταπεινή δίκη μου άποψη. Την καταθέτω όμως προς σκέψη.
Και εξηγώ αμέσως τι εννοώ. Παρακολουθώντας την κοινωνία σήμερα, διαπιστώνει κανείς πως σε γενικές γραμμές υπάρχει μία ηρεμία. Εν συγκρίσει με το παρελθόν. Όχι απάθεια. Ηρεμία. Όχι ασφάλεια επίσης απαραίτητα, αλλά το κλίμα δεν είναι ηττοπαθές, δεν υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται την ανάγκη να κρυφτούν σε σχέση με τα φρονήματά τους και εν πάσει περιπτώσει, κάπως η αίσθηση του να ομιλεί κανείς ελεύθερα για αυτό που πιστεύει και εύχεται για τον τόπο τούτο έχει απενοχοποιηθεί.
Στις εκλογές που πέρασαν και σε αυτές που θα έρθουν, καλούμαστε όλοι, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, συνηθειών και άλλων ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών να κάνουμε μία επιλογή. Μία επιλογή που μπορεί στο μέλλον να αποδειχθεί λιγότερο σωστή (επίτηδες αποφεύγω τον όρο λάθος, γιατί κατά τη γνώμη μου πάλι, ποτέ κάτι δεν έχει πάντα μία μόνο όψη), αλλά το σημαντικό είναι στην εξίσωση αυτή της προεκλογικής και (προ)επιλογής ψήφου, να υπάρχει ο παράγοντας μέλλον. Και εκεί κάπου ξεκαθαρίζει κάπως η σκέψη.
Οι δημοσιογράφοι οφείλουν να αναδεικνύουν όπως είπαμε τα κακώς (ή και καλώς) κείμενα, ούτως ώστε οι έχοντες την άμεση σχέση με την εξουσία και τη διαχείριση των κοινών να πράξουν αναλόγως. Δεν ασκούν πολιτική, προτιμήσεις μπορεί να έχουν, σκέψεις δημόσια μπορεί να εκφράζουν, εξάλλου στο 2019 είμαστε, όμως από εκεί και έπειτα δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Και μάλιστα στοχευμένα.
Άκουσα με προσοχή τη συνέντευξη του κου Μπογδάνου ο οποίος τολμώ να πω πως έχει μία νεωτεριστική προσέγγιση σε ότι αφορά το να είναι κανείς δημοσιογράφος με μία πολιτική ταυτότητα, που να τον ορίζει σαν φυσιογνωμία και σαν προσωπικότητα απέναντι στις ανάγκες του σήμερα και στο τι μέλλει γενέσθαι αναφορικά με το αύριο. Σεβαστό και κατανοητό ετσι όπως ειπώθηκε. Σαφώς όμως ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί ούτε να περιορίσει το κοινό το οποίο φιλοξενεί, ούτε να φιμώσει τις απόψεις που τον ξενίζουν. Και φυσικά δεν μπορεί να χαράξει πολιτική. Δεν μπορεί με λίγα λόγια να παράξει πρόγραμμα και δράσεις που να αφορούν το παρόν και το μέλλον αυτής της χώρας. Με αυτό τον όρο προσεγγίζω την πολιτική. Όχι εξουσιολαγνιστικά, ούτε αντισυστημικά.
Απο την άλλη οι πολιτικοί, δεν μπορούν να γίνονται δημοσιογράφοι. Και πολιτικές ατζέντες δεν μπορούν να βασίζονται (για να μην πω, ολόκληρα πολιτικά σχέδια, τοποθετήσεις και ταυτότητες) στην ανάδειξη των κακών κειμένων, ελλείψεων ή προβληματικών στοιχείων μίας κοινωνίας. Και της Ελλάδας συγκεκριμένα. Καλό και απαραίτητο είναι οι πολιτικοί να έχουν άποψη, να γνωρίζουν, να μην εκτίθενται δημόσια όταν προχωρούν σε μία καταγγελία ή να τεκμηριώνουν απόλυτα μία είδηση, αλλά ο πολιτικός ξεκινά (ουσιαστικά), από την ανάδειξη μιας πραγματικότητας και έπειτα. Εκεί περιμένεις να παραχθεί πολιτική. Να δοθούν λύσεις, να υπάρξει ένα πρόγραμμα στοχευμένο και βάσει αυτού να περιμένει κανείς πως θα κριθεί.
Με λίγα λόγια, οι δημοσιογράφοι αναδεικνύουν τα όσα συμβαίνουν σήμερα και το πώς μπορεί αυτά να επηρεάσουν το αύριο, ή στηλιτεύουν λογικές και πρακτικές που δεν άλλαξαν από το χθες και συνεχίζουν να δημιουργούν πρόβλημα, οι πολιτικοί όμως είναι αυτοί που επιβάλλεται να προτείνουν λύσεις και να δώσουν βήμα σε όσους μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά, προκειμένου εάν το παρόν είναι ελαττωματικό, να μην γίνει μέλλον και όσοι δε λειτουργούν με βάσει το χτες, το οποίο (ε νομίζω στη μεγάλη του πλειοψηφία) μάλλον δεν απέδωσε, να φύγουν.
Η πολιτική δεν είναι ρομαντική ανταλλαγή απόψεων, ούτε φιλοσοφική συζήτηση. Δεν είναι επίσης διαρκώς μία μηχανή του χρόνου. Δεν γίνεται να υπάρχουν κόμματα τα οποία να αξιώνουν την πρωτιά ή εν πάσει περιπτώσει την εκλογική προτίμηση του κόσμου με βάσει το παρελθόν και το τι πήγε στραβά τότε. Που το τότε γίνεται όλο και πιο παλιό, γιατί παράλληλα προστίθενται τετραετίες.
Στο τραπέζι του πολιτικού διαλόγου, θέση έχουν όλοι. Ακόμα και τα πιο ακραία κινήματα ή μορφώματα, από τη στιγμή που η λογική επιτάσσει πως εκπροσωπούν απόψεις πολιτών και φρονήματα, οφείλουν να γίνουν αποδεκτά. Σαφώς. Αλλά το τονίζω εδώ, στο τραπέζι ενός πολιτικού διαλόγου. Όχι στο πολιτικό τοπίο αποφάσεων και διεκδίκησης άσκησης εξουσίας (ουσιαστικά εδώ ο όρος).
Επειδή όμως η χάραξη της πολιτικής απέχει από έναν πολιτικό διάλογο και την ανταλλαγή απόψεων, γιατί όλοι έχουμε εν πάσει περιπτώσει διαμορφωθεί κάτω από ένα συγκεκριμένο συνδυασμό φρονημάτων, εμπειριών, επιλογών, συγκυριών και προσεγγίσεων, κατά την ταπεινή και πάλι γνώμη μου, οι πολιτικοί πρέπει να είναι όσοι έχουν σχέδιο και προτάσεις που να ανήκουν στο μέλλον. Όχι με την έννοια του ρηξικέλευθου, που και αυτό είναι χρήσιμο αν με ρωτά κανείς, αλλά εννοώ ουσιαστικά, να έχει μέλλον.
Γιατί κάπως τα μπερδέψαμε τα πράγματα. Ή μάλλον άλλοι τα μπέρδεψαν για εμάς και μαζί με τις φουρτούνες των τελευταίων ετών το πηδάλιο χάθηκε από όσους μας μπέρδεψαν, αλλά την πυξίδα πρέπει να την έχουμε ακόμα. Ελπίζω δηλαδή.
Γιατί να υποστηρίξω ένα κόμμα που βασίζεται μονίμως στο χτες; Γιατί να υποστηρίξω ένα οποιοδήποτε κόμμα που μπορεί θεωρητικά και ρομαντικά μία ανταλλαγή απόψεων να έκανα για επιμορφωτικούς και ιστορικούς λόγους (εξάλλου ας μην κρυβόμαστε, εμείς οι νεότεροι έχουμε περάσει πολλά αλλά και οι προηγούμενοι έδωσαν κάποτε ΚΑΙ για εμάς κάποιους αγώνες με αίμα, για να μπορεί κανείς να εργάζεται, να έχει μέλλον, να ζει, ανεξαρτήτως φρονημάτων) και αυτό είναι κάτι που το οφείλουμε και θα το αναγνωρίζουμε πάντα στην υγιή και πεφωτισμένη αριστερά. Την πολύπαθη αριστερά, που πλέον αυτός ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί τόσο, που κινδυνεύει να χάσει την ουσία του! Αλλά αν το κοιτάξουμε και από την άλλη όψη και η χώρα έχει περάσει πολλά από την αριστερά και από τον κομμμουνισμό (δεν τα μπερδεύω)!
Με λίγα λόγια, ένα σύγχρονο αριστερό κράτος, κεντρώο αριστερό, προοδευτικό αριστερό, πώς αλλιώς να το πω, για πόσο καιρό θα του επιτρέπεται να αναμασά το παρελθόν και να δημιουργεί διχαστικά, ενοχικά, υπαρξιακά και πλήρως ανεδαφικά και απαξιωτικά διλήμματα σε όποιον θέλει να ψηφίσει κάτι διαφορετικό; Γιατί δηλαδή πρέπει με το ζόρι αυτό που ισχύει, που συμβαίνει ή που συνέβαινε να είναι αρκετό; Το λάθος της αριστεράς κατά τη δίκη μου γνώμη είναι πως δεν έχει μάθει να κλείνει κύκλους. Κάνει κύκλους, όπως η ιστορία, την ανατροφοδοτεί και ψάχνει μέσα σε αυτήν τη δημιουργία προτύπων και πολιτικών σωτήρων αλλά εκλείπουν οι ουσιαστικές θέσεις για το μέλλον. Το φρόνημα πλέον δεν υφίσταται πολιτικά, δεν παράγει λύσεις δηλαδή, αν δεν αλλάζει. Αν δεν ενημερώνεται. Και η εποχή έχει ανάγκη από λύσεις. Και όποιος πολιτικός ή πολιτικός οργανισμός ταυτίσει τη ραχοκοκαλιά του με αυτό, θα κερδίσει. Εξάλλου για αυτό γίνεται λόγος για παροχολογία. Η παροχολογία αφορά το τώρα. Ψήφισε με τώρα για ΝΑ. Η δυνατότητα εύρεσης παροχών τη μεθαύριο, λέγεται ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Και η ανάπτυξη προϋποθέτει σχέδιο. Ας τα ξεκαθαρίσουμε λίγο. Σε μία Ελλάδα που αγαπούμε την επιτυχία μεν, αλλά κάπως αποστρεφόμαστε τους επιτυχημένους. Μα αν τους έχουμε μονίμως ταυτίσει με το δόλιο, το κομματικό, τη διαφθορά, το παράνομο; Και αν αυτό (όντως) κάποτε συνέβαινε, γιατί δεν άλλαξε; Επειδή παλαιότερα γίνονταν χειρότερα; Είναι αυτή λογική; Και ποιός κρίνει τελικά το χειρότερο; Πάλι σύγκριση με το πίσω;
Όποιο κόμμα, όποια συλλογική δύναμη, αποφύγει την ασφυξία που δημιουργεί μία συνεχής πάλη ιδεών και ιδεοληψιών που πολλές από αυτές δεν ανήκουν στη νέα γενιά, δεν αφορά τους νέους και παραγωγικούς ανθρώπους και αν σταματήσει να αποδίδει στους νεότερους μία ενοχοποίηση της σκέψης, της επιλογής, της ανάδειξης και σταματήσει να την ταυτίζει με μία ευθυνολαγνεία για το τι πήγε τότε στραβά, θα κερδίσει.
Και κυρίως η χώρα θα κερδίσει. Γιατί δηλαδή πρέπει με το ζόρι να αποδεχτώ όχι εγώ, ο/η οποιοσδήποτε/ οποιαδήποτε εγώ, πως είμαι κομμάτι μίας πάλης στην οποία δεν συμμετείχα ποτέ; Αγώνες ναι, είναι καθημερινοί και πρέπει να γίνονται γιατί στην κοινωνία μας λύσεις πρέπει να δοθούν, αλλά το πολιτικό και υπαρξιακό λεξιλόγιο έχει αλλάξει. Πρέπει να αλλάξει. Για να μην ενδυναμώνονται τα άκρα, από όποιο μέρος και αν προέρχονται, συναντώνται στο τέλος, το ίδιο βλάπτουν. Για να μην επιτρέπουμε στα άκρα να αποκτούν πολιτική οντότητα, όταν στην ουσία, κανένα πρόγραμμα δεν υφίσταται, παρά μόνο παραληρηματικές ιδέες και η τυχοδιωκτική χρησιμοποίηση των προβλημάτων μας σήμερα.
Δεν έχει ευθύνη για αυτό η αριστερά; Όταν αποδυναμώνεις την ανθρώπινη πρωτοβουλία στον 21ο αιώνα (μήπως άραγε αυτό σημαίνει πως έχασες τη μεσαία τάξη, λέω εγώ;), όταν ενοχοποιείς την αριστεία, την πρόοδο, την πρωτοβουλία, όταν (νομίζεις) πως χαράσσεις πολιτική με διχαστικές, φοβικές και ρενβασιστικές τακτικές, ποιούς ενδυναμώνεις;
Το αντισυστημικό ή αντιεξουσιαστικό ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το κύμα, έχει μία …εφηβική και ρομαντική πνοή. Αλλά όταν χρησιμοποιείται επιδέξια και επαγγελματικά από …ενήλικες πολιτικάντηδες και ακραία ή υπόδικα μυαλά, οδηγούμαστε σε δύο αποτελέσματα. Τα οποία εγω προσωπικά δεν θα ήθελα να τα ζήσω.
Ή μία κοινωνία χωρίς κανένα σύστημα, κοινοβουλευτισμό, προστατευτισμό και μια υγιή, όσο το δυνατόν πιο υγιή επιτέλους δημοκρατία (γιατί η πολιτική αγαπημένοι είναι η απόκτηση του βέλτιστου εφικτού τελικά) ή σε μία κοινωνία αυστηρά συστημική, ελεγχόμενη, με χαμένες σχεδόν όλες τις ελευθερίες και τα βασικά αγαθά ενός πολύπαθου αλλά πολλά υποσχόμενου πολιτεύματος όπως είναι η δημοκρατία.
Και ειδικά εμείς οι νεότεροι δεν πρέπει να το ξεχνούμε. Εκεί χρειάζεται η ιστορία. Το τελευταίο δε σκηνικό (του απόλυτα ελεγχόμενου κράτους) το έχουμε συναντήσει στην πρώην ΕΣΣΔ, στην Αλβανία του Χότζα, στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου, στη Βενεζουέλα του Μαδούρο, έως και στη Ρωσία ως ένα βαθμό σήμερα. Για τα ακροδεξιά φαντάσματα, να μιλήσω για τη Χούντα εδώ για το Φράνκο στην Ισπανία, πόσα παραδείγματα χωρών που έχουν ματώσει κυριολεκτικά και μεταφορικά από όλα αυτά τα δεινά πρέπει να αναφέρω; Δεν πιάνω καν την Τουρκία και άλλες χώρες λόγω του παράγοντα θρησκεία, που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα και χρήζει περισσότερης ανάλυσης.
Με λίγα λόγια, σε τόσο δύσκολους καιρούς, με ανταγωνισμό, ευαίσθητες ισορροπίες διεθνώς, με οικονομικούς εκβιασμούς και πλέον πολέμους, με την τεχνολογία να καλπάζει, πόσος χρόνος ακόμα υπάρχει για μπροστά αλλά με μόνιμη σύγκριση το πίσω;
Και θα μου πει κανείς. Μα μόνο η αριστερά φταίει; Όχι φυσικά. Γιατί πρώτον, λάθη και κυρίως ακραία στοιχεία υπάρχουν παντού. Μέσα σε κάθε πολιτικό χώρο. Δεν χρειάζεται το άκρο να είναι από μόνο του ένας πολιτικός χώρος. Η ειδοποιός διαφορά όμως είναι, πως αν η κάποια εμπειρία μετουσιωθεί σε πρόταση ικανή να ξεριζώσει τις οποίες παλαιολιθικές ρίζες του συστήματος και της καθημερινότητάς μας και να τις προάγει σε ένα προσοδοφόρο διαβατήριο για το μέλλον, η χώρα θα μπορέσει να κερδίσει.
´Οποιος πολιτικός το έχει καταλάβει αυτό, πως πλέον η εποχή και ειδικά για την Ελλάδα, επιτάσσει στόχευση, πρόγραμμα, προτάσεις, αντιδιχαστικές λογικές και την εξεύρεση λύσεων και στηριγμάτων σε διεθνή κέντρα με ισχυρούς κοινωνικούς, μορφωτικούς και οικονομικούς πυλώνες (όπως το κράτος πρόνοιας πχ.) που μπορούν να συμπαρασύρουν την Ελλάδα προς μία κατεύθυνση ίδρυσης μίας νέας γερής ταυτότητας, που δεν θα αλλάζει κάθε τετραετία και πλέον κάποια πράγματα θα θεωρούνται δεδομένα, θα το επιτύχει. Θα γίνει πρωθυπουργός. Και θα παράξει έργο. Βασικά θα παράξει ελπίδα, παραγωγική και αναπτυξιακή ελπίδα.
Πόσο, σε τι ποσοστό θα είναι αυτό το έργο επιτυχημένο και αν οι εσωτερικοί μηχανισμοί (του ίδιου του κόμματος από το οποίο θα προέρχεται) και της κοινωνίας μας θα το δεχτούν, γιατί έχουμε δρόμο μπροστά μας στο να αποδεχτούμε την έννοια της αυτοκριτικής και να συμπορευτούμε χωρίς ενοχές στη γιορτή της δημοκρατίας, την εκλογική διαδικασία, χωρίς κατάλοιπα και με στόχο το μέλλον, αυτό θα φανεί.
Απολιτικ, ψεκασμένοι, εκνευρισμένοι, θυμωμένοι και αδικημένοι, όλοι έχουν από ένα λόγο για να εισακουστούν. Εξάλλου είναι (και) αποτέλεσμα λαθών της ίδιας της ιστορίας και πολιτικών πεπραγμένων. Το θέμα όμως είναι αν μέσα σε αυτό το λόγο γίνεται λόγος για το τι θα γίνει αύριο. Αύριο, όχι χθες. Αύριο.
Όσο για το κέντρο και όπως και από όποιους και αν αυτό χαρακτηρίζεται, με την έννοια πως παίρνω τα καλύτερα από όλους και τα κάνω ένα, σαν λογική να το δεχτώ, αλλά και πάλι εκεί μου λείπει κάτι, ειδικά στα επίπεδα ενός σύγχρονου κεντρώου κόμματος στα πλαίσια του σοσιαλδημοκρατικού χώρου για παράδειγμα. Η αποστροφή σε ότι πήγε λάθος και η επιστροφή στην πραγματικότητα. Το άνοιγμα του ορίζοντα. Με μετρήσεις πλέον για να μην πάθουμε τα ίδια, αλλά να μην περιορίζεται τόσο πολύ η δράση και η δυναμική ενός χώρου. Γιατί υπάρχουν ακόμα τόσα πολλά ενοχικά κατάλοιπα; Όσοι δεν αντέχουν να κάνουν το άλμα ας φύγουν. Δεν είναι η εποχή τέτοια που να σηκώνει άλλες καθυστερήσεις. Και ούτε χρειάζεται να προβαίνει κανείς σε κινήσεις που το όνομα και το εκτόπισμα όσων περιλαμβάνονται σε αυτές είναι μεγαλύτερες από τις κινήσεις τις ίδιες. Και ο νοών νοείτο. Βέβαια όλα μένει να κριθούν.
Και επιτέλους ας κατανοήσουν (κατανοήσουμε) όλοι, πως πέρα από το μέλλον, το μεγάλο στοίχημα δεν είναι το λεγόμενο κέντρο και ποιος θα το κερδίσει. Αλλά το να υπάρχει ένα σύγχρονο κράτος, που θα παρέχει λύσεις, θα έχει γερούς πυλώνες, όπως παιδεία, υγεία, δικαιοσύνη και θα δίνει την απαραίτητη ελευθερία στον πολίτη να δημιουργήσει και να σηκώσει (ένα υγιές) ανάστημα στο κέντρο της πολιτικής τους ατζέντας.
Οι πολίτες πρέπει να νικήσουν, η Ελλάδα οφείλει στον εαυτό της να κοιτάξει το μέλλον με αισιοδοξία γιατί της αξίζει και μας αξίζει. Κουραστήκαμε πολύ. Μας κούρασαν πολύ και πολλοί. Κουράσαμε και εμείς οι ίδιοι σαν σύνολο, σαν κοινωνία. Το μέλλον ανήκει σε όλους τους Έλληνες, αρκεί να το επιτρέψουμε πρώτα από όλα εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Και πραγματικά, όποιος δεν μπορεί ή φανεί αναποτελεσματικός, να πάει σπίτι του μέχρι να μάθει. ´Αν θέλει να μάθει και αν του επιτρέπεται να γυρίσει. Γιατί και η άσκηση της πολιτικής θέλει μια κάποια εμπειρία και επίσης η δικαιοσύνη πρέπει επειγόντως να εκσυγχρονιστεί για να το πω κομψά.
Προς το παρόν αναζητείται πείρα στην ελπίδα…