Εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για τα επίκαιρα περιφερειακά και διεθνή προβλήματα, αλλά και τα αναγκαία βήματα προόδου για την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, είχαν οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Ρωσίας Νίκος Δένδιας και Σεργκέι Λαβρόφ κατά τη σημερινή πέμπτη διά ζώσης συνάντησής τους στη Μόσχα και μάλιστα σε μια «δύσκολη συγκυρία», όπως επεσήμανε ο Έλληνας υπουργός κατά τη συνέντευξη Τύπου με το πέρας των συνομιλιών.
«Είναι πολύ ευχάριστο ότι παρά τους περιορισμούς της πανδημίας και τις λοιπές εξελίξεις στην κοινή μας περιφέρεια, διατηρούμε τακτικό, εμπιστευτικό διάλογο» είπε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, σημειώνοντας ότι η Μόσχα αντιμετωπίζει την Αθήνα ως «σημαντικό εταίρο μας στην Ευρώπη».
«Ακούμε με προσοχή τις ρωσικές ανησυχίες για την ασφάλειά της, λαμβάνουμε επίσης υπόψη τις ανησυχίες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Θεωρούμε ότι τα ζητήματα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας πρέπει να αντιμετωπιστούν στη βάση ενός διαλόγου, ο οποίος διεξάγεται με τους όρους και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου», συνόψισε ο υπουργός Εξωτερικών τις ελληνικές θέσεις ως προς το κεντρικό θέμα της διεθνούς επικαιρότητας. Σημείωσε ότι στο πλαίσιο της συζήτησης του Ουκρανικού, τόνισε τρία σημαντικά ζητήματα στον συνομιλητή του: «Πρώτον, την ανάγκη άμεσης αποκλιμάκωσης, δεύτερον, ότι εμείς η Ελλάδα στηρίζουμε πλήρως την εφαρμογή των συμφωνιών Μινσκ, Μινσκ-1 και Μινσκ-2, από όλες τις πλευρές και τρίτον, ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα, αναφέρθηκα στην ελληνική ομογένεια, ιδιαίτερα στην Ουκρανία, στην ευρύτερη περιοχή της Μαριούπολης, πλησίον της γραμμής επαφής. Μια ομογένεια, την οποία είχα την ευκαιρία να συναντήσω πριν από δύο εβδομάδες, όταν την επισκέφθηκα και θέλω να πω ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεσμεύεται να πράξει ό,τι χρειάζεται για να προστατεύσει αυτή την Ομογένεια, που βρίσκεται σε αυτά τα μέρη εδώ και πάρα πολλούς αιώνες. Όπως έχουμε υποστηρίξει και στο παρελθόν, μια σύγκρουση στην Ουκρανία δεν θα έχει κανέναν νικητή. Το έχει πει ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, θα είμαστε όλοι χαμένοι».
«Σκοπός όλων μας είναι η διατήρηση της ειρήνης, της ασφάλειας και της σταθερότητας στην Ευρώπη», υπογράμμισε ο Ν. Δένδιας, προσθέτοντας ότι «η ελληνική εξωτερική πολιτική, το έχουμε τονίσει επανειλημμένα, βασίζεται σε θεμελιώδεις αρχές και αξίες, που έχουν κατοχυρωθεί στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών: Σεβασμός στο Διεθνές Δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του Δικαίου της Θάλασσας, απαγόρευση της χρήσης ή της απειλής της χρήσης βίας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας οιουδήποτε κράτους, σεβασμός εθνικής κυριαρχίας, προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βεβαίως η τήρηση των δεσμεύσεων, που κάθε χώρα έχει αναλάβει, αρχής γενομένης από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, την Χάρτα των Παρισίων του 1990, την Χάρτα για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια του 1999 και άλλα σχετικά κείμενα. Αυτά τα κείμενα αποτελούν τις θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής ασφάλειας και οι αρχές αυτές για εμάς τους Έλληνες είναι και οικουμενικές αρχές, η Ελλάδα τις σέβεται και τις υπηρετεί. Η Ελλάδα επίσης ως κράτος – μέλος της ΕΕ, ως κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, ως κράτος-μέλος του ΟΑΣΕ σέβεται και εφαρμόζει το σύνολο των συμβατικών δεσμεύσεών της».
«Υπογραμμίζω την ενότητα της ΕΕ και τη συνεισφορά της Ελλάδας σ’ αυτήν και είναι γνωστό σε ποια συμμαχία η Ελλάδα ανήκει εδώ και 70 χρόνια. Αυτό όμως δεν στάθηκε εμπόδιο στην ενίσχυση των διμερών μας δεσμών με τη Ρωσία. Σε λίγους μήνες συμπληρώνονται 20 χρόνια από τη δημιουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, ενός οργάνου όπου όλοι διαβουλεύονται ισότιμα και η Ελλάδα τασσόταν και τάσσεται πάντα υπέρ του ανοιχτού και ειλικρινούς διαλόγου με τη Ρωσία σε όλα τα διμερή σχήματα, σε όλα τα πολυμερή σχήματα προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλες οι διαφορετικές προσεγγίσεις και να δοθούν οι κατάλληλες εγγυήσεις για την ειρήνη και την ασφάλεια», παρατήρησε ο Έλληνας υπουργός για το ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού και διεθνούς διαλόγου αυτήν την περίοδο.
Αναφερόμενος στη ρωσική πρωτοβουλία για τις εγγυήσεις ασφαλείας, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ τόνισε την ανάγκη «ίσης και αδιαίρετης ασφάλειας σύμφωνα με εκείνες τις αρχές, που εγκρίθηκαν σε επίπεδο κορυφής στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ και δυστυχώς οι εταίροι μας από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ δεν είναι έτοιμοι να εκπληρώσουν πλήρως». Υπογράμμισε ότι πρώτιστη σημασία έχει για τη Ρωσία εκείνο το μέρος των συμφωνηθέντων, «που απαιτεί από κάθε χώρα να μην ενισχύει την ασφάλειά της μέσω της πρόκλησης βλάβης στην ασφάλεια άλλης χώρας», ενώ σχολιάζοντας την κατάσταση στη ΝΑ Ουκρανία σημείωσε «τη μη ύπαρξη εναλλακτικής στις συμφωνίες του Μινσκ στο σύνολό τους και σε όλη τη διαδοχικότητά τους», εκφράζοντας «σοβαρή ανησυχία για τις συνεχιζόμενες δηλώσεις του Κιέβου, ότι δεν θα κάνουν απευθείας διάλογο με το Ντονιέτσκ και το Λουγκάνσκ. Αυτό είναι ευθεία πρόκληση και ευθεία άρνηση της υλοποίησης των συμφωνιών του Μινσκ».
Ο κ. Λαβρόφ είπε ότι η χώρα του θα επιμείνει ώστε η ειδική αποστολή επιτήρησης του καθεστώτος κατάπαυσης πυρός στη διαχωριστική γραμμή του Ντονμπάς να καταγράφει τις παραβιάσεις αποδίδοντας τις ευθύνες ως προς το ποιος και πώς παραβιάζει την εκεχειρία, εκτιμώντας ότι σήμερα «προσπαθεί με κάθε τρόπο να στρογγυλέψει εκείνα τα ζητήματα, που δείχνουν την ενοχή των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας». «Είμαστε πολύ ανήσυχοι από τις ειδήσεις των τελευταίων ημερών, των χθεσινών και προχθεσινών, για την απότομη αύξηση της συχνότητας των πυρών με τη χρήση όπλων, που είναι απαγορευμένα από τις συμφωνίες του Μινσκ. Και ως προς αυτό θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο ότι δεν είναι η πρώτη χρονιά, που το καθεστώς του Κιέβου με τον βαναυσότερο τρόπο παραβιάζει τις υποχρεώσεις του και κάθε φορά, που γίνεται κατορθωτό να συμφωνηθούν πρόσθετα μέτρα για τη διασφάλιση του καθεστώτος κατάπαυσης πυρός, (το Κίεβο) τα σαμποτάρει», δήλωσε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών. Περαιτέρω, ο Σεργκέι Λαβρόφ αναφέρθηκε και στην ελληνική ομογένεια στην ευρύτερη περιοχή: «Μάλιστα, είπαμε ότι Έλληνες ζουν όχι μόνο στη Μαριούπολη σ’ εκείνη την περιοχή, αλλά και στη ρωσική Κριμαία. Και πάντοτε ευχαρίστως θα διοργανώσουμε αποστολές εκπροσώπων της Ελλάδας, ώστε να συναναστραφούν με τους ομοεθνείς τους».
Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών συζήτησαν και τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, στο Αιγαίο, στην κατάσταση στο Κυπριακό, στην κατάσταση στη Συρία, στη Λιβύη, στον Καύκασο, όπως είπε ο Νίκος Δένδιας. Σημείωσε ότι «όσον αφορά το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενημέρωσα τον κ. Λαβρόφ για τη συνεχιζόμενη τουρκική αποσταθεροποιητική συμπεριφορά και την επιθετικότητα, του ανέφερα ότι η Τουρκία προφανώς εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η διεθνής προσοχή είναι στραμμένη σε άλλο σημείο, θέτει ανυπόστατες και παράνομες αξιώσεις έναντι της ελληνικής κυριαρχίας και επίσης ότι όμως και σ’ αυτή την περίπτωση η Ελλάδα ακολουθεί την πάγια πολιτική της. Τάσσεται υπέρ ενός εποικοδομητικού διαλόγου, αλλά μόνο υπό όρους του διεθνούς δικαίου και του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, δηλώνοντας όμως ότι θα υπερασπιστεί με κάθε τρόπο την κυριαρχία, τα κυριαρχικά της δικαιώματα και την εθνική της αξιοπρέπεια έναντι οιασδήποτε απειλής».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο υπουργός Εξωτερικών εξήγησε ότι «η Τουρκία διατηρεί μια πλήρη στρατιά, τη Στρατιά του Αιγαίου και τον μεγαλύτερο αποβατικό Στόλο στην Ευρώπη απέναντι από τα ελληνικά νησιά, η Τουρκία επίσης έχει εκδώσει ένα casus belli, μια απειλή πολέμου. Είναι η μόνη χώρα στον πλανήτη, που έχει εκδώσει απειλή πολέμου εναντίον άλλης χώρας, της Ελλάδας, αν η Ελλάδα ασκήσει τα δικαιώματα, τα οποία προβλέπονται από το δίκαιο της θάλασσας και συγκεκριμένα την UNCLOS, τη Διεθνή Συμφωνία για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία έχουν υπογράψει 168 μέρη, μεταξύ των οποίων παρεμπιπτόντως, μια και φιλοξενούμαστε σήμερα εδώ, και η Ρωσία. Κατόπιν αυτού νομίζω ότι οι τουρκικές αιτιάσεις είναι απολύτως προσχηματικές». Μάλιστα, υπενθύμισε επιπροσθέτως ότι «η συμφωνία για την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων αφορούσε όχι την Τουρκία, αλλά την ανησυχία της τότε Σ.Ένωσης, υπέρ αυτής συνομολογήθηκε τότε η αποστρατιωτικοποίηση σε μια Συνθήκη, στην οποία η Τουρκία δεν είχε θέση, δεν την υπέγραψε και άρα δεν αντλεί από αυτήν το παραμικρό δικαίωμα».
Από την πλευρά του, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών επιβεβαίωσε τη ρωσική θέση «υπέρ της διευθέτησης κάθε είδους διαφωνίας, συμπεριλαμβανομένων παρόμοιων διαφωνιών, όπως αυτές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στη σταθερή βάση του διεθνούς δικαίου, πρωτίστως της Συνθήκης του ΟΗΕ για το διεθνές δίκαιο (της θάλασσας), στη βάση εκείνων των αρχών, που είναι ενσωματωμένες σε αυτήν, μεταξύ άλλων φυσικά την αρχή της επίτευξης αμοιβαίας συναίνεσης μεταξύ των πλευρών της διαφωνίας». Μάλιστα, πρόσθεσε ότι «θα είμαστε έτοιμοι, σε ό,τι από εμάς εξαρτάται ή μπορεί να εξαρτηθεί, να βοηθήσουμε να δημιουργηθούν οι συνθήκες ακριβώς για μια τέτοια διαδικασία διευθέτησης». Ο Ρώσος υπουργός δεν παρέλειψε, επίσης, να σχολιάσει ότι «ο Ν. Δένδιας είπε ότι κάποιος μπορεί να προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες τώρα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα σε άλλη πλευρά, εννοώντας προφανώς την Ουκρανία, τότε θα πρέπει να εκφράσετε παράπονα στους δυτικούς συμμάχους σας, διότι όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα ειδικά σε αυτό το θόρυβο, που εκείνοι επί κενού εδάφους διογκώνουν, μάλλον επιδιώκοντας να προωθήσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα».
Ερωτηθείς από ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων σχετικά με το Κυπριακό, ο Ν. Δένδιας είπε ότι «θα ήθελα πάρα πολύ να ξεκινήσουν πάλι οι συνομιλίες για το Κυπριακό, όμως σε ποιο πλαίσιο: Στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΣΑ των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε, αυτό είναι το πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού, η διζωνική, δικοινοτική Ομοσπονδία, και δεν μπορούμε και δεν πρέπει να ξεφύγουμε από αυτό. Δυστυχώς, η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία απαιτούν την αναγνώριση της τουρκοκυπριακής οντότητας της Βόρειας Κύπρου σαν ανεξάρτητης οντότητας πριν από την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Αυτό είναι απολύτως απαράδεκτο, είναι απολύτως παράνομο, όσον αφορά το διεθνές δίκαιο και κατά συνέπεια θα προσέβλεπα σε μια αλλαγή της τουρκικής και της τουρκοκυπριακής στάσης πριν εκφράσω αισιοδοξία για την επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό. ‘Αλλωστε αυτό το οποίο με ρωτάτε αφορά και τη ρωσική πλευρά, γιατί ως γνωστόν η Ρωσία είναι ένα από τα μόνιμα μέλη του ΣΑ του ΟΗΕ, στις αποφάσεις του οποίου αναφέρθηκα».
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών επιβεβαίωσε με τη σειρά του για το Κυπριακό τη ρωσική θέση «για την αναγκαιότητα της διευθέτησης του Κυπριακού προβλήματος επί τη βάσει των ψηφισμάτων του ΣΑ του ΟΗΕ», και υπενθύμισε ότι η ρωσική πλευρά για πολλοστή χρονιά προτείνει ως προς το τμήμα των διεθνών εγγυήσεων της διευθέτησης «τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία έχουν την πρωτοβουλία των σχετικών ψηφισμάτων, να αναλάβουν τα ίδια και το ρόλο του εγγυητή της υλοποίησής τους».
Ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν λησμονεί «την καθοριστική συμβολή της Ρωσίας στην ελληνική ανεξαρτησία, το γεγονός ότι πολεμήσαμε στο ίδιο πλευρό εναντίον του ναζισμού και ότι καταθέσαμε βαρύτατο φόρο αίματος σ’ αυτή τη μάχη για την ελευθερία. Η Ελλάδα έχασε περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπινες ζωές στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού της» και υπενθύμισε ότι η διαβούλευση με τον Ρώσο ομόλογό του έγινε στο πλαίσιο και του Κοινού Προγράμματος Δράσεων για την περίοδο 2022-24, που συμφωνήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο κατά τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του προέδρου Πούτιν. Ο κ. Δένδιας έθεσε στη ρωσική πλευρά την πραγματοποίηση πτήσεων τσάρτερ προς την Ελλάδα το καλοκαίρι, με τον Σ.Λαβρόφ να σημειώνει ότι παρά την πανδημία την περασμένη χρονιά επισκέφθηκαν την Ελλάδα περισσότεροι από 170 χιλιάδες Ρώσοι πολίτες (σ.σ. σύμφωνα με τα ελληνικά στοιχεία των αφίξεων από Ρωσία ο αριθμός ξεπερνά τις 225 χιλιάδες).
Ο Σεργκέι Λαβρόφ αναφέρθηκε στην εντυπωσιακή αύξηση του όγκου των διμερών εμπορικών ανταλλαγών, ο οποίος «παρ’ όλα τα προβλήματα από την πανδημία, βάσει των αποτελεσμάτων του 2021 αυξήθηκε περισσότερο από 67% και έφθασε τα 4,5 δισ. δολάρια ΗΠΑ», μέγεθος ρεκόρ από το 2013. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών υπενθύμισε ότι στα μέσα του 2022 θα διοργανωθεί στη Ρωσία η τελετή λήξης του Έτους Ιστορίας Ελλάδας – Ρωσίας, το οποίο είχε εγκαινιαστεί με αντίστοιχη τελετή στην Αθήνα και συνέπεσε με τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.