Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ολοκληρώθηκε μετά την ψηφοφορία, η οποία έλαβε χώρα προ ημερών στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ο συντακτικός νομοθέτης ενέταξε στον πολιτειακό χάρτη της χώρας πολλές νέες διατάξεις και προσθήκες, οι οποίες παρουσιάζουν έντονο και ξεχωριστό ενδιαφέρον, ωστόσο στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου θα επικεντρωθούμε στην υπό εν θέματι περίπτωση, εκείνη δηλαδή της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Βάσει του ισχύοντος Συντάγματος, το δικαίωμα του νομοθετείν ή άλλως πως, το δικαίωμα πρότασης και ψήφισης νόμων, το έφερε αποκλειστικά το νομοθετικό σώμα (Βουλή) και η Κυβέρνηση. Τούτο εδράζεται στο άρθρο 73 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Με τη συζήτηση για επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος που άνοιξε το 2018 από την τότε Κυβέρνηση και η οποία ολοκληρώθηκε με τη σύσταση της νέας βουλευτικής περιόδου, ψηφίστηκε η προσθήκη μιας έκτης παραγράφου στο προαναφερθέν άρθρο 73 του Συντάγματος, βάσει της οποίας το εκλογικό σώμα έχει τη δυνατότητα εκ του Συντάγματος να «νομοθετεί». Η νυν αυτή προστιθέμενη διάταξη υπερψηφίστηκε με 254 ψήφους από τη Βουλή των Ελλήνων και αναντίρρητα συνιστά μια μορφή άμεσης δημοκρατίας, αφ’ ης στιγμής που πλέον ο λαός θα μπορεί να προτείνει νόμους προς ψήφιση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Όπως κατέστη σαφές μιλάμε για πρόταση νόμου-ων και όχι για άμεση και δεσμευτική ψήφιση, ισχύ και εφαρμογή αυτών. Η πρόταση αυτή θα υποβάλλεται και θα παραπέμπεται στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ύστερα από τη συλλογή 500.000 υπογραφών πολιτών που έχουν το εκλογικό δικαίωμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την εφαρμογή της περί ης αυτής διάταξης, προβλέπεται ένα όριο των προτάσεων νόμων που θα υποβληθούν από πολίτες και αυτό είναι 2 ανά κοινοβουλευτική περίοδο. Επίσης από την πρόταση αυτή εξαιρούνται τα δημοσιονομικά θέματα, καθώς και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας.
Το όριο αυτό που επιβάλλεται με την νέα αυτή διάταξη αποτελεί τροχοπέδη στη δυνατότητα του λαού να προτείνει νόμους. Επίσης, εάν και εφόσον συγκεντρωθούν οι 500.000 υπογραφές (αριθμός αρκετά δύσκολος να επιτευχθεί, ειρήσθω εν παρόδω), αυτή η λαϊκή πρωτοβουλία ως πρόταση, θα παραπεμφθεί στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής και όχι αμέσως στην Ολομέλεια αυτής προς άμεση ψήφιση ή μη. Προσέτι, καθίσταται φανερό πως με τις εξαιρέσεις – περιορισμούς που παρατέθηκαν ανωτέρω επιχειρείται μια χειραγώγηση του δικαιώματος (πια) και της δυνατότητας των πολιτών να προτείνουν κάποιον νόμο για θέματα που αφορούν όχι μόνο το σύνολο, αλλά ολόκληρο το λαό μας. Προσιδιάζει στο σημείο αυτό με τον θεσμό του δημοψηφίσματος, θεσμός άμεσης δημοκρατίας καταρχήν, ο οποίος έχει καταστρατηγηθεί στο παρελθόν και έχει γίνει έρμαιο πολιτικών σκοπιμοτήτων ανά καιρούς. Ως γενικότερη διαδικασία προσιδιάζει προσέτι με την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών σε ενωσιακό επίπεδο. Πρόκειται για ένα μέσο συμμετοχικής δημοκρατίας που δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα να προτείνουν συγκεκριμένες νομοθετικές αλλαγές σε οποιονδήποτε τομέα όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει την εξουσία να προτείνει νομοθεσία, όπως π.χ. το περιβάλλον, η γεωργία, η ενέργεια, οι μεταφορές ή το εμπόριο.[1]
Το Σύνταγμα των Ελλήνων προβλέπει αρχές και θεσμούς, δικαιώματα και ελευθερίες, τα οποία όλα αυτά μαζί, αν εφαρμοστούν ορθά, μπορούν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο ενάσκησης και λειτουργίας μιας άμεσης ή ορθότερα μιας αμεσότερης και συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως λ.χ., το δημοψήφισμα, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το δικαίωμα ακρόασης και αναφοράς κλπ. Αν και στη χώρα μας όπως στις πλείστες δημοκρατικές χώρες εφαρμόζεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εντούτοις δεν νοείται δημοκρατία χωρίς τα εχέγγυα μιας έκφανσης της άμεσης – συμμετοχικής δημοκρατίας. Ένα τέτοιο εχέγγυο το οποίο έρχεται να προστεθεί στα ανωτέρω αποτελεί η νέα αυτή διάταξη της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, η οποία όμως επιδέχεται κατά την προσωπική εκτίμηση του γράφοντος περιορισμούς, οι οποίοι εξασθενίζουν και αποδυναμώνουν εν πολλοίς το νόημα και την αξία αυτής της δυνατότητας.
Εν κατακλείδι, η εν λόγω αυτή λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία συνιστά ένα θετικό βήμα και μια καλή εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον εξέλιξη, η οποία όμως χρήζει και επιδέχεται βελτίωσης που θα έχει ως στόχο της, την ενδυνάμωση της αμεσότητας της δράσης των πολιτών. Με άλλα λόγια, να μην πρόκειται για μια απλά και αμιγώς συμβουλευτική πρόταση και μόνο, αλλά για μια πρόταση, η οποία θα έχει έναν χαρακτήρα περισσότερο «δεσμευτικό». Επίσης, ο αριθμός στο όριο των προτάσεων νόμων θα πρέπει να αυξηθεί, καθώς επίσης να επιτρέπεται στους πολίτες να προτείνουν νόμους και για θέματα που αφορούν δημοσιονομικά θέματα, καθώς και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, αφ’ ης στιγμής που αυτά συνιστούν μείζονα ζητήματα και οι πολίτες όχι μόνο δικαιούνται αλλά και υποχρεούνται να έχουν κύριο και πρωτεύοντα λόγο και να διαδραματίζουν κομβικό ρόλο σε τέτοιας φύσεως ζητήματα.
Νίκος Γ. Σταύρου
Δικηγόρος (LL.M)
Υποψήφιος Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου