Με νέα παρέμβασή του προς την Πολιτεία ο Δικηγόρος και μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Θέμης Σοφός ζητά από την Πολιτεία να αλλάξει στάση στην υπόθεση του πολυισοβίτη Δημήτρη Κουφοντίνα.
Ο Θέμης Σοφός στο νέο του άρθρο – παρέμβαση αναρωτιέται πώς «είναι δυνατόν να μην είναι σε θέση μια αστική δημοκρατία να μην επιλύει ένα τέτοιο (απλό) ζήτημα και να αφήνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, να πεθάνει ένας απεργός πείνας; Πολιτικά άπολις, σας δηλώνω με την απαιτούμενη πολιτική νηφαλιότητα ότι είμαι και θα παραμείνω αντίθετος στην απαθή στάση σας, έναντι του απεργού πείνας, και θα διακηρύξω πανηγυρικά τη βασιμότητα του αιτήματός του, όσο και εάν απαντάτε με τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε. Διότι η Δημοκρατία έχει ανάγκη στηριγμάτων πέραν και έξω οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού φάσματος»,
Στην πρώτη παρέμβασή του (άρθρο) είχε αναφερθεί αναλυτικά στα άρθρα του Σωφρονιστικού Κώδικα, που αφορούν την υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα και όπως είχε επισημάνει , «η μεταγωγή του κρατουμένου», του οποίου η ζωή του βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο ευρισκόμενος σε απεργία πείνας εδώ και 47 ημέρες, «έχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα και συνοδεύεται κατά λογική αναγκαιότητα από τις εκάστοτε αντιλήψεις της εκτελεστικής εξουσίας», καταλήγοντας πως «Η Δημοκρατία δεν συγκρίνει το αξιακό της σύστημα με κανενός άλλου, διότι τότε αυτοκαταργείται» καταλήγει.
Ολόκληρο το νέο άρθρο – παρέμβαση του Θ. Σοφού
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), οι Συμβάσεις της Γενεύης της 12/8/1949 και τα δύο πρόσθετα Πρωτόκολλα, της 8/6/1977, που τις συμπληρώνουν, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000), η Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1978), ο Χάρτης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη των Αφρικανικών χωρών (1981), η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων (Ψήφισμα 3452/9.12.1975 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών), η Διεθνής Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή ποινής της 26.11.1987, που κυρώθηκε με το Ν. 1949/1991 και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 (βλ. Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Οι ποινικές διατάξεις για τα βασανιστήρια, ΠοινΔικ 7/2002, 772), αποκλείουν κατά τρόπο απόλυτο την προσφυγή στη βία.
Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι το κράτος έχει θετική υποχρέωση να μεριμνήσει για την υγεία του κρατούμενου με τα ενδεδειγμένα ιατρικά μέσα. Εάν δεν το πράξει ενδέχεται να έχει ευθύνη για παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων του. Υπ’ αυτή την εκδοχή η αναγκαστική σίτιση μπορεί να είναι επιβεβλημένη ιατρικά και νομικά πράξη. Η εφαρμογή αυτής της ιατρικής πράξης όμως δεν πρέπει να οδηγεί σε τιμωρία ή σε εξευτελισμό του κρατουμένου. Πρέπει δηλαδή να γίνεται σύμφωνα με τα πρότυπα της ιατρικής επιστήμης για την πραγματοποίηση ιατρικής πράξης χωρίς συγκατάθεση του ασθενούς, δηλαδή όταν συντρέχει κατεπείγων κίνδυνος για την υγεία του (Σωτηρόπουλος, Η υποχρεωτική σίτιση).
Σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (άρ. 12 παρ. 3 Ν. 3418/2005), αν οι συγγενείς του απεργού πείνας που δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συναινέσει στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του απεργού πείνας, τότε υποχρεούται ο θεράπων ιατρός να εκτελέσει όλες τις απαιτούμενες ιατρικές πράξεις.
Φαίνεται πλέον ότι έχουμε να κάνουμε με ένα αστικό πείσμα της εξουσίας. Ο απεργός πείνας έχει ένα συγκεκριμένο νομικό status, το οποίο η Πολιτεία οφείλει να σεβασθεί, όποιος και εάν είναι. Και τον αφήνει να πεθάνει. Γράψαμε στο προηγούμενο γράμμα μας προς εσάς, ότι η Δημοκρατία δεν συγκρίνει το αξιακό της σύστημα με κανενός άλλου, διότι αυτοκαταργείται. Φαίνεται ότι σήμερα η Ελληνική Πολιτεία πιάνεται, και πάλι, απροετοίμαστη και ανώριμη, όχι μόνον στη γενικότερη λειτουργία του δημόσιου τομέα, των δικαστηρίων και της οικονομίας, αλλά και στις θεμελιώδεις υποχρεώσεις της περί του σεβασμού των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Φυσικά η στρατευμένη λειτουργία του Τύπου, τα λεγόμενα μεγάλα «μαγαζιά», που βάζουν στην καύσιμη ύλη τους, πρόσωπα που θεωρούν ως αναλώσιμα για τη μηχανική υποστήριξή τους, συμπράττει πρωταγωνιστικά στις εξουσιαστικές λαϊκίστικες προτροπές της εκτελεστικής εξουσίας με κύριο μοχλό τη δημαγωγική προσέγγιση και αποτέλεσμα την προπαγάνδα και τελικά τη δημιουργία της λεγόμενης «κοινής γνώμης». Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι «όλοι με μια φωνή απαντούν «σιγά που θα λυπηθώ αν κάτι πάθει ο Κουφοντίνας. Δολοφόνησε τόσους ανυποψίαστους. Και τους δολοφόνησε πισώπλατα, ψυχρά, ανελέητα, μπαμπέσικα. Κατά συρροή δολοφόνος. Ούτε συζήτηση. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι εναντίον του. Ουδείς ενδιαφέρεται για τους νόμους. Ουδείς, εξ αυτών δίνει δεκάρα τσακιστή για την απεργία πείνας του Κουφοντίνα. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους» (Δανίκας, Πρώτο Θέμα, 26/2/2021).
Πόσο άλλο μίσος μπορεί να εκδηλώνεται διά του Τύπου, αν όχι με την προτροπή της θεώρησης ως αρμόζουσας στάσης αυτής της εκδίκησης; Με τη δημαγωγική αυτή τοποθέτηση καθίσταται προφανές, ότι παρέχεται άλλοθι στην εκτελεστική εξουσία, ευθέως, με την –δήθεν– «συντριπτική» (τίνος άραγε;) πλειοψηφία να συμφωνεί, σε μια εκδικητική στάση, που έρχεται καταφανώς σε αντίθεση με τις αρχές και τους κανόνες της Σωφρονιστικής Επιστήμης. Προδήλως ο συντάκτης εκείνων των γραμμών διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι εν προκειμένω οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τους νόμους.
Η σχέση μεταξύ λαϊκισμού και δημοκρατίας ήταν πάντοτε ένα θέμα που προκαλούσε έντονη αντιπαράθεση. Παρόλο που βρισκόμαστε μακριά από μια συμφωνία, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κοινώς αποδεκτή άποψη είναι ότι ο λαϊκισμός συνιστά έμμεσο κίνδυνο για τη δημοκρατία. Ο πιο διάσημος θεασώτης αυτής της άποψης είναι ο Γάλλος διανοούμενος Pierre Rosanvallon (Το νέο κοινωνικό ζήτημα), ο οποίος ορίζει την κρίση του δυτικού κράτους πρόνοιας όχι ως κρίση οικονομική, όπως ισχυρίζονται πολλοί, ούτε μόνον ως κρίση επέκτασης των λειτουργιών του κράτους, όπως ισχυρίζεται η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, αλλά ως κρίση πρωτίστως φιλοσοφικής και πολιτικής φύσεως. Εισάγοντας τον όρο της αντεπανάστασης, διερωτάται ο συγγραφέας πώς ο ενθουσιασμός του Μάη του ’68 έδωσε τη θέση του στην απογοήτευση του 1980 και του 1990, κι έπειτα στη μοιρολατρία που από τη δεκαετία του 2000 συρρικνώνει τον πολιτικό και διανοητικό μας ορίζοντα. Έχουμε καθηλωθεί μεταξύ ενός ρεαλισμού της απραξίας και ενός ριζοσπαστισμού χωρίς αντίκρισμα, σε τέτοιο σημείο που να δείχνει ότι χάνεται η μάχη των ιδεών από τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό, που υποστηρίζεται ενθέρμως από την εκτελεστική εξουσία και το δεκανίκι της, τον κάθε κραταιό καταχραστή της λειτουργίας του τύπου.
Ο Μπεκαρία, υποστηρικτής της Θεωρίας του Κοινωνικού Συμβολαίου, είχε αποτυπώσει στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών (1764), ότι σκοπός της ποινής δεν είναι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός αυτού που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων. Στην πράξη, οι λαϊκιστές συχνά επικαλούνται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας για να επικρίνουν τους θεσμούς που επιδιώκουν να προστατεύσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι εγγενή στο φιλελεύθερο μοντέλο δημοκρατίας. Κύριος στόχος τους είναι η Δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης.
Η φωνή του θεσμού όμως και το γράμμα του νόμου είναι ισχυρότερα. Δεν μπορεί να αφήσει η σημερινή ελληνική δημοκρατία έναν απεργό πείνας να πεθάνει. Γυρίζοντας την πλάτη στη φωνή αυτή θα κοιτάξει προς την άβυσσο της κατάργησης της δικαιοκρατικής αρχής με δυσμενείς συνέπειες. Δεν υπάρχει κανένας που να διαφωνεί ότι η Δημοκρατία δεν εκβιάζεται. Το σφάλμα του επιχειρήματος έγκειται στο ότι ο απεργός πείνας δεν εκβιάζει. Εκδηλώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ένα παράπονο για τη μη εφαρμογή του νόμου. Δεν μπορεί να απαντήσει κανείς στο παράπονο αυτό του απεργού πείνας, ότι δεν σεβάστηκε το νόμο, διότι με το συλλογισμό αυτόν καταργείται η ίδια η εφαρμογή του νόμου. Παραμερίζει στο συλλογισμό αυτό που συνέβη, και εντάσσει στην προτεραιότητα αυτό που πρόκειται να συμβεί, δηλαδή ο εξανθρωπισμός, η κοινωνική επανένταξη, ο σεβασμός στο – μόνο – αξιακό σύστημα της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία είναι η ζωή των ανθρώπων, τα έννομα αγαθά και η προστασία τους. Η βασική αποστολή της είναι να δείξει ευαισθησία, μέριμνα και επιείκεια. Γράψαμε στο προηγούμενο γράμμα μας ότι αυτό οφείλουμε ακόμα και στον αμετανόητο. Διότι δεν τελειώνει η προσπάθεια της ηθικοκοινωνικής στροφής, παρά μόνον όταν την καταργήσει κανείς. Και εάν την καταργήσει, τότε καμία απεργία πείνας δεν μπορεί να εκδηλώσει νόημα, αφού δεν θα στοχεύει κάπου. Θα έλεγε κανείς, ότι ο απεργός πείνας που επιδιώκει την εφαρμογή του νόμου, είναι ο πρώτος που εκδηλώνει τη νοηματοδότηση της ηθικοκοινωνικής στροφής του, καθώς επιθυμεί την εφαγμογή του νόμου, γι΄αυτό και παραπονείται.
Διερωτώμαι, πώς είναι δυνατόν να μην είναι σε θέση μια αστική δημοκρατία να μην επιλύει ένα τέτοιο (απλό) ζήτημα και να αφήνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, να πεθάνει ένας απεργός πείνας; Πολιτικά άπολις, σας δηλώνω με την απαιτούμενη πολιτική νηφαλιότητα ότι είμαι και θα παραμείνω αντίθετος στην απαθή στάση σας, έναντι του απεργού πείνας, και θα διακηρύξω πανηγυρικά τη βασιμότητα του αιτήματός του, όσο και εάν απαντάτε με τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε. Διότι η Δημοκρατία έχει ανάγκη στηριγμάτων πέραν και έξω οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού φάσματος. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία ιστορία του παρελθόντος, παρά μόνον ιστορικές ερμηνείες, και καμία από αυτές δεν θα είναι τελειωτική (Popper, The open society and its enemies, II, 396).
Ο ιστορικιστής δεν αναγνωρίζει το γεγονός ότι είμαστε εμείς αυτοί που επιλέγουμε να δομούμε τα γεγονότα της ιστορίας, παρά πιστεύει ότι η ίδια η ιστορία ή η ιστορία της ανθρωπότητας καθορίζει μέσω των εγγενών νόμων της, εμάς τους ίδιους, τα προβλήματά μας, το μέλλον μας και την οπτική μας. Ο ιστορικισμός αναζητά να βρει το δρόμο πάνω στον οποίον είναι προορισμένη να βαδίσει η ανθρωπότητα, ψάχνει να ανακαλύψει το κλειδί της ιστορίας, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Υπάρχουν αρχές και ιδέες. Εθνικές βασικές αξίες, όπως τις ονομάζει ο Jared Diamond (Έθνη σε αναταραχή, Διόπτρα, 2019, 414), οι οποίες είναι το υπόβαθρο του ηθικού κώδικα ενός ατόμου, ενώ οι βασικές αξίες είναι στενά συνδεδεμένες με τις εθνικές ταυτότητες. Αυτές οι βασικές εθνικές αξίες ενός κράτους μπορούν να το διευκολύνουν να υιοθετήσει αλλαγές. Και αυτές παραβιάζονται με την απαθή στάση της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στο δίκαιο αίτημα ενός απεργού πείνας.
Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, Δ.Ν.-Δικηγόρος, Γεν. Γραμματέας του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου – Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Α.