Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Νίκος Βασιλειάδης: Η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Καρόλου Ντίκενς – 19 Δεκεμβρίου 1843

Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που μαγεύονται από τα Χριστούγεννα.
Είναι η εποχή που έρχεται μέσα στο μυαλό μου να φέρει έναν άλλο κόσμο, να εμφυσήσει συναισθήματα που βρίσκονται καταχωνιασμένα στις κρυφές σπηλιές του μυαλού μου μιαν ολόκληρη χρονιά και περιμένουν αυτή την εποχή να βγουν από την λήθη και να κατακλύσουν και πάλι το είναι μου.
Σαν τα χριστουγεννιάτικα λαμπερά στολίδια και παιχνίδια που βγαίνουν από το πατάρι ανυπομονώντας να πάρουν την θέση τους στο μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, απέναντι από το αναμμένο και πλουμισμένο με ροδοκόκκινες γιρλάντες τζάκι, να πάρουν μέρος στην γιορτή που σημαδεύεται από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της φαντασίας μας, ξέχειλο λαχταριστά φαγητά και μυρωδικά ποτά· την θαλπωρή, τη ζεστασιά των φίλων.
Τα Χριστούγεννα κυριαρχούν στο επίκεντρο της σκέψης μου· όχι σαν μια ευκαιρία για διασκέδαση, ή για καταναλωτική εκτόνωση αλλά σαν μια γιορτή κοινωνικής συνείδησης και ανθρωπιάς, σ’ έναν κόσμο σίγουρα σκληρό και απάνθρωπο.
Και πάντα τα Χριστούγεννα από τα παιδικά μου χρόνια είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτώ τον Ντίκενς, τον άνθρωπο που, σύμφωνα με πολλούς, τους έδωσε την θέση και την μορφή που έχουν στον σύγχρονο δυτικό μας κόσμο.
Κάπου διάβασα πως στα 1870 μια κοπέλα κάπου στους δρόμους του Λονδίνου όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, ξαφνιάστηκε και είπε με λύπη και την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της: «Ο Ντίκενς νεκρός; Αυτό σημαίνει δηλαδή πως θα πεθάνει και ο Άι Βασίλης;»
Γιατί, ο Κάρολος Ντίκενς, είτε το γνωρίζουμε ή όχι, είναι εκείνος που με τη δύναμη της πένας και το εύρος της φαντασίας του έφτασε να ανασύρει από την απύθμενη φωλιά του χρόνου το μοναδικό ανθρωπιστικό πνεύμα των Χριστουγέννων σε μια εποχή που όταν ο χειμώνας έριχνε βαρύ το πέπλο του πάνω στην πόλη του Λονδίνου.
Όταν ο αέρας τις νύχτες λυσσομανούσε και το κρύο θέριζε· όταν οι χιονισμένοι δρόμοι βούλιαζαν στην σιωπηλή ομίχλη, ο άνθρωπος που έγραψε για το φως· την χαρούμενη φωτιά στο τζάκι, τα αναμμένα κεριά, την ζεστασιά και την θαλπωρή ενός σπιτιού γεμάτου φίλους, με λίγα λόγια την αρχέτυπη χριστουγεννιάτικη σκηνή – εκείνη που έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε από τα παιδικά μας κιόλας χρόνια, οι ιστορίες του Ντίκενς, η φαντασία ενός συγγραφέα ήταν αυτές που έδιναν την ελπίδα, την υπόσχεση για την αναγέννηση του φωτός, μιας ομορφότερης καλύτερης ζωής.
Η τεράστια απήχηση της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, η εμβληματική φιγούρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ άλλαξαν τον τρόπο βλέπουμε σαν άνθρωποι τον κόσμο ιδιαίτερα την εποχή των Χριστουγέννων. Δεν πρόκειται απλά για μια επιστροφή σε κάποιες ξεχασμένες παραδοσιακές αξίες αλλά για μια νέα κοινωνική θεώρηση, ριζοσπαστική στο πνεύμα της που έρχεται να χαστουκίσει ένα κοινωνικό πλαίσιο ξέχειλο από την αδικία, την φτώχεια και την εκμετάλλευση. Μια ριζική αναθεώρηση και μεταμόρφωση του κόσμου, με εκκίνηση την εσωτερική μας μάχη για να επικρατήσει η χαμένη μας ανθρωπιά.
Ο Ντίκενς είναι ο συγγραφέας στον οποίο χρωστά τα περισσότερα το πνεύμα των Χριστουγέννων, το πραγματικό πνεύμα των Χριστουγέννων, απαλλαγμένο από την αρρώστια του ξέφρενου καταναλωτισμού και την κοινωνική αδικία.
Τα Χριστούγεννα από τα παγανιστικά ρωμαϊκά Σατουρνάλια μέχρι σήμερα έζησαν πολλές μεταμορφώσεις στη μακρόχρονη, ως σήμερα, πορεία τους. Με ή χωρίς γλέντια, με ή χωρίς χριστουγεννιάτικο δέντρο, με ή χωρίς διακοσμήσεις ή κάλαντα ή στολίδια, με ή χωρίς πίστη κυρίως χάρι στην πολεμική εναντίον τους από την προτεσταντική και καλβινιστική θρησκεία όπου η διακόσμηση και το φαγοπότι θεωρούνταν αντίθετα στο πνεύμα των Γραφών, ενώ οι παγανιστικές τους ρίζες όφειλαν να εξαλειφθούν δεν είχαν πάντα σαν θέμα τους την κοινωνική συνείδηση, τις αγαθοεργίες, την αγάπη.
Η αλήθεια είναι πως η αστικοποίηση και η Βιομηχανική Επανάσταση διεδραμάτισαν και αυτές έναν σημαντικό ρόλο στην υποβάθμιση του νοήματος των Χριστουγέννων. Οι άνθρωποι των πόλεων πνιγμένοι σε μια αδιάκοπη, καθημερινή εργασία, συνωστισμένοι στα βρόμικά τους αστικά διαμερίσματα, οι εργάτες της βικτωριανής εποχής σίγουρα δεν είχαν τις δυνάμεις αλλά ούτε και τα μέσα για γιορτές όπως τα Χριστούγεννα .
Οσο και αν προσπαθούσαν ορισμένοι να ανασύρουν στην συλλογική μνήμη των λαών το πνεύμα της ελπίδας των Χριστουγέννων, όπως ο ποιητής Robert Southey ή ο Ουόλτερ Σκοτ που περιέγραφε στο ποίημά του “Marmion” μια σκηνή από ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα, οι συνθήκες ζωής των εργατών της Βικτωριανής εποχής ήταν τέτοιες που οι φωνές αυτές σβήνονταν κάτω από την ανέχεια και την μιζέρια που έκρυβαν οι τούβλινοι τοίχοι ττων σπιτιών των εργατικών συνοικιών του Λονδίνου και άλλων αγγλικών μεγαλουπόλεων.
Ενώ, λοιπόν, οι ρομαντικοί μιλούσαν για φεγγαρόφωτα και μεγάλες άδολες αγάπες, ζωγράφιζαν σεληνόφωτες βραδιές, και οι τοπιογράφοι αποθανάτιζαν την αγγλική εξοχή με τους Προραφαηλίτες ζωγράφους να δημιουργούν μαγικούς ιδεατούς κόσμους γεμάτους συμβολισμούς, ήταν πολύ λίγοι αυτοί που έστρεψαν το βλέμμα σε αυτό που ονομάζουμε “κοινωνικό ρεαλισμό”, που έστρεψαν το βλέμμα τους στο παρόν και στις συνθήκες ζωής των φτωχών και ταπεινών ανθρώπων και θέλησαν να αποτυπώσουν εικόνες από καθημερινές στιγμές της εργατικής τάξης καταγγέλλοντας τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής τους.
Έτσι έκανε και την εμφάνισή του ο Κάρολος Ντίκενς, με τα “Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα” ή την “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” όπως την γνωρίζουν οι περισσότεροι, μεταμορφώνοντας κυριολεκτικά την γιορτή των Χριστουγέννων.
Τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» (“A Christmas Carol”) γράφτηκαν το 1843 και ο σπαγγοραμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο ταπεινός δειλός αλλά καλοκάγαθος υπάλληλος Μπομπ Κράτσιτ και ο μικρούλης, άρρωστος Τιμ, έχουν υπερβεί τα όρια της λογοτεχνικής φαντασίας και έχουν πλέον γίνει κομμάτια του εαυτού μας, της συνειδισιακής μας ύπαρξης.
Τα Τρία Φαντάσματα των Χριστουγέννων, το αγαθό Φάντασμα του Παρελθόντος, το επιβλητικό Φάντασμα του Παρόντος και το τρομακτικό Φάντασμα του Μέλλοντος έχουν χαραχτεί στα όνειρά μας, μας επισκέπτονται συχνά κάθε φορά που αναρωτιόμαστε για το μέλλον, το δικό μας ή των παιδιών μας και σε πολλούς από εμάς, φαντάζει σχεδόν ηδονική η εικόνα με τους ήχους από τις αλυσίδες του Τζέικομπ Μάρλεϊ – του τσιγκούνη πρώην συναδέλφου του Σκρουτζ, πάνω στον οποίο κρέμονται τα βάρη από κλειδαριές και χρηματοκιβώτια, μετά από κάθε τηλέφωνο της εισπρακτικής εταιρίας της Τράπεζας που επιμένει ασύδοτα να ζητά το μερτικό της από την λίβρα σώματος μας, οι “Σάιλοκ” της εποχής μας.
H πρώτη φορά, η πρώτη μου επαφή με την ιστορία του Ντίκενς ήταν η ταινία Scrooge μια βρετανικής παραγωγής ταινία του 1951 σε σκηνοθεσία και παραγωγή από τον Μπράιαν Ντέσμοντ Χαρστ και σενάριο από τον Νόελ Λάνγκλεϋ.
Επρόκειτο για την κινηματογραφική διασκευή της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας του Ντίκενς και στον βασικό ρόλο του μίζερου τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ, που λέει πως τα Χριστούγεννα είναι απάτη δέσποζε η μορφή του Αλαστέαρ Σιμ υποδυόμενος τον θρυλικό τσιγκούνη και τον πιο γνωστό αντικοινωνικό, στριμμένο και μισάνθρωπο ήρωα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η ταινία που είχε προβάλλει η τότε ΕΡΤ3 πριν τα Χριστούγεννα, είχε χαραχτεί στη μνήμη μου και με είχε εντυπωσιάσει για τους σκοτεινούς της τόνους . Το ταξίδι στο χρόνο απ’ τη μία (καλύτερη ιστορία ταξιδιού στον χρόνο που έχει γραφτεί ποτέ), οι ομιχλώδεις σκοτεινοί δρόμοι του Λονδίνου, που αργότερα είχα την ευκαιρία να απολαύσω αρκετές φορές στις βραδυνές μου βόλτες, είχαν απορροφήσει τη φαντασία μου όσο καμία άλλη χριστουγεννιάτικη ιστορία.
Με το πέρασμα των χρόνων η μικρή αυτή ιστορία κάθε Χριστούγεννα ήταν αυτή που άσκησε πάνω μου την μεγαλύτερη ίσως και καθοριστικότερη επίδραση σε αυτό που ονομάζουμε Χριστούγεννα σαν μια μια ιστορία τρομακτική και συγχρόνως μαγική, αλλά στο τέλος, λυτρωτική και συγκινητική όσο ελάχιστες.
Αργότερα προσπαθώντας να ανακαλύψω όλο και περισσότερες πληροφορίες για τον Ντίκενς, διάβασα πως σε ένα γράμμα προς ένα φίλο του περιέγραφε τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τις εβδομάδες που την έγραφε. Πότε έκλαιγε, άλλοτε γελούσε, άλλοτε επιδιδόταν σε πολύωρους, ατελείωτους περιπάτους στα στενά του Λονδίνου (δεν τον αδικώ) , ίσως έχοντας και ο ίδιος επίγνωση πως γράφει μια από τις καλύτερες ιστορίες μεταμόρφωσης που γράφτηκαν ποτέ γιατί ο κεντρικός ήρωάς της αναγνωρίζει τελικά τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή .
Ο Ντίκενς χάρη στην ιστορία αυτή έσωσε, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, το πνεύμα των Χριστουγέννων, που παρέπαιε σε μια ατελείωτη θάλασσα αδιαφορίας.
Μα στον Ντίκενς τίποτα δεν είναι τυχαίο – όπως και σε κάθε δημιουργό όταν χτίζει μια ιστορία με τη φαντασία του. Η σκληρή και άκαμπτη φιγούρα του Σκρουτζ σίγουρα οφείλεται στις εμπειρίες του Ντίκενς σε μικρή ηλικία αφού ήταν δώδεκα μόνον χρονών όταν είδε τον πατέρα του να φυλακίζεται και ο ίδιος να αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο, να βάλει ενέχυρο όλα τα βιβλία του και να πιάσει δουλειά σε ένα εργοστάσιο, που όλοι ξέρουμε ποιες ήταν οι εργασιακές συνθήκες της εποχής εκείνης.
Αυτό το σκληρό παιδικό βίωμα τον κατατρέχει σε ολόκληρη τη ζωή του και αποτυπώνεται στα έργα του όταν με κάθε ευκαιρία καταγγέλλει τους άδικους θεσμούς της βικτωριανής οικονομίας όπου δεν εξασφαλίζονται ούτε τα στοιχειώδη δικαιώματα για τους εργαζομένους, καθώς και την ηθική υποκρισία της βρετανικής κοινωνίας. Έτσι έγινε ο συγγραφέας των φτωχών και των ανήμπορων έχοντας ο ίδιος γνωρίσει για τα καλά την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση από τα παιδικά του χρόνια. Δεν θα είχε υπάρξει ο Σκρουτζ αν δεν τον είχε ζήσει με την μορφή του σκληρόκαρδου εργοδότη, ο ίδιος ο Ντίκενς, μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.
Σε αυτόν λοιπόν, τον σκληρόκαρδο Εμπενίζερ Σκρουτζ, που περιφρονητικά ως γνήσιος εκπρόσωπος της τάξης του χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες, σε ανώτερους και κατώτερους λόγω της κοινωνικής τους θέσης, φτάνοντας να θεωρεί μια μερίδα ανάμεσά τους «παραπανίσιο πληθυσμό», το Πνεύμα των Χριστουγέννων του Παρόντος τονίζει λέξη προς λέξη τα ακόλουθα:
“Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Παραπανίσιος Πληθυσμός; Που βρίσκεται; Θα αποφασίσεις εσύ ποιοι άνθρωποι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν; Ποιος ξέρει, πιθανό υπό το βλέμμα τ’ Ουρανού εσύ να είσαι περισσότερο άχρηστος και λιγότερο άξιος για να ζεις, σε σύγκριση με εκατομμύρια σαν το παιδί αυτού του φτωχού ανθρώπου. Ω, Θεέ! Να ακούς το Έντομο πάνω στο φύλλο να διακηρύττει πως τα φτωχά αδέρφια του στο χώμα ζουν παραπανίσια!”
“Ας πεθάνουν λοιπόν! Καλύτερα, καθώς έτσι θα μειωθεί ο παραπανίσιος πληθυσμός”… λέει με περιφρόνηση ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, αναφερόμενος στους φτωχούς και άπορους, στο ξεκίνημα του διηγήματος. Και εν συνεχεία πετάει την ξακουστή φράση του, την οποία είναι σωστό να αποδώσουμε στην αυθεντική της γλώσσα: “Bah! Humbug!”
Το «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορος Μαλό, ο πολύπαθος «Όλιβερ Τουίστ» και πόσες άλλες ιστορίες απεικονίζουν με την ίδια σαφήνεια την δυστυχία του 19ου αιώνα, ένας αιώνας μαύρος για την ιστορία της ανθρωπότητας με κοινωνίες τεράστιων αντιθέσεων. Πάμπλουτοι και υπερβολικά φτωχοί. Σνομπισμός, υψηλή κοινωνία και πλούσιοι επιχειρηματίες. Πουριτανισμός και ψευτοηθική!
Η μόνη διέξοδος, στην σκληρή απάνθρωπη δουλειά, στο κρύο, την πείνα, την ανεργία, την απουσία της κοινωνικής πρόνοιας, την έξαρση κάθε είδους ασθενειών, το πρόωρο θάνατο των νέων ανθρώπων ήταν η φαντασία. Παραμύθια. Παραμύθια που οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες, αλλά οι εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας της εποχής αμοραλιστές όλο σκληρότητα, γεμάτοι ματαιοδοξία ή εγωιστική αδιαφορία που θεωρούν τον πλουτισμό ως τη μόνη αρετή.
Στο Λονδίνο, τότε, υπήρχαν χιλιάδες άστεγοι άνθρωποι, που δεν είχαν που να κοιμηθούν και που ζούσαν από τη ζητιανιά. Τα παιδιά των φτωχών ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν από μικρά για να μην πεθάνουν αυτά και οι οικογένειές τους από την πείνα. Αλλά όσο σκληρά κι αν εργάζονταν κέρδιζαν πολύ λίγα. Οι βιομήχανοι ή οι κτηματίες της εποχής μεταχειριζόντουσαν τους εργάτες τους σχεδόν όπως οι φεουδάρχες συγγενείς στον Μεσαίωνα, θεωρώντας τους ενοχλητικούς σαν τρωκτικά που όμως έπρεπε να δουλεύουν για το καλό της Αγγλίας, ακόμη και τα παιδιά, γιατί χωρίς αυτά η χώρα θα καταστρεφόταν καθώς ο μεγάλος εμπορικός συναγωνισμός με το εξωτερικό, επέβαλλε να κρατηθούν τα ημερομίσθια σε χαμηλό επίπεδο. Όταν η απανθρωπιά βαφτίστηκε για πρώτη φορά «επιχειρηματικότητα και το μόνο αγαθό ήταν ο πλούτος με κάθε κόστος.
Όχι, η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία » δεν είχε ως στόχο να σώσει τα Χριστούγεννα ή να αναβιώσει τις ξεχασμένες παραδόσεις, όπως επιθυμούσαν οι συντηρητικοί της εποχής. Και σίγουρα ο Ντίκενς δεν έγραψε την ιστορία του για να διηγηθεί απλά μια συγκινητική ιστορία της εσωτερικής μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου που ενδεχομένως παραστράτησε. Η “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” ήταν μια γροθιά του συγγραφέα στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Ακόμα και αν διαβαζόταν από την πλούσια αστική τάξη στα στολισμένα ζεστά σπίτια υπό τις αχτίδες της φωτιάς στο τζάκι, η ιστορία του Ντίκενς παρέμενε μια γροθιά. Ένα μέσο να μιλήσει για την κοινωνική αδικία των καιρών. Μια πραγματικότητα παραδομένη στο χρήμα, την αδιαφορία και την εκμετάλλευση.
Αυτό είναι η Χριστουγεννιάτικη ιστορία, οι άτυχοι, ή οι φτωχοί που πεθαίνουν στους δρόμους, εκεί που ο πόνος είναι ο κανόνας, όπου το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα», ξυπόλητη, αφού έχασε τις παντούφλες της, φορεί κόκκινη κουρελιασμένη φούστα και ένα μαύρο πλεκτό σάλι πεθαίνει από το κρύο στους δρόμους, όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παιδί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από έλλειψη παιδείας…. “Ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Χλωμά, πενιχρά, κουρελιασμένα, βλοσυρά, αγριωπά. Εκεί που η κομψή νιότη όφειλε να είχε προσδώσει βάρος στα χαρακτηριστικά τους και να τα συμπληρώσει με τις ελαφρότερες των αποχρώσεων, ένα μπαγιάτικο, ζαρωμένο χέρι, όπως εκείνο της ηλικίας, τα είχε τσιμπήσει και παραμορφώσει και κόψει σε κουρέλια. Εκεί που άγγελοι θα μπορούσαν να κάθονται θρονιασμένοι, διάβολοι παραφύλαγαν και κοιτούσαν απειλητικά.
Καμία αλλαγή, καμία εξαθλίωση, καμία διαστροφή της ανθρωπότητας, σε κανέναν βαθμό, μέσα απ’ όλα τα μυστήρια της υπέροχης ύπαρξης, δεν είχε να επιδείξει τέρατα τόσο φοβερά και τρομακτικά.
Ο Σκρουτζ έκανε πίσω, τρομαγμένος. (…)
“Πνεύμα! Είναι δικά σου;”, είπε, μα δεν μπορούσε να πει άλλα.
“Είναι του Ανθρώπου”, απάντησε το Πνεύμα, κοιτάζοντάς τα. “Το αγόρι είναι η Άγνοια. Το κορίτσι είναι η Ανάγκη. Να προσέχεις και τα δύο και όλα σαν αυτά, μα πάνω απ’ όλα να προσέχεις το αγόρι, καθώς στο μέτωπό του πάνω βλέπω γραμμένο τον Όλεθρο, εκτός αν το γράψιμο σβηστεί. Αρνήσου το, λοιπόν!”, φώναξε το Πνεύμα, απλώνοντας το χέρι του προς την μεριά της πόλης. “Συκοφάντησε εκείνους που στο λένε! Παραδέξου το για τους διχαστικούς σκοπούς σου και κάνε το ακόμα χειρότερο. Και προετοιμάσου για το τέλος”.
Η περιγραφή των δύο παιδιών – της Ανάγκης και της Άγνοιας, η απεικόνιση των ανθρώπων που προσπαθούν να ζεσταθούν με φωτιές στους δρόμους… των μοναχικών ναυτικών που σαλπάρουν σε απόμακρες, φουρτουνιασμένες θάλασσες… των εργατών στα ορυχεία που δουλεύουν ασταμάτητα… μα και του πλήθους εκείνων που προσπαθούν να αρπάξουν και να πουλήσουν τα αντικείμενα του πεθαμένου, πλέον, Σκρουτζ (όπως ο ίδιος παρακολουθεί έντρομος στο μέλλον του), ενώ οι αρουραίοι μασουλούν το άψυχο κορμί του είναι κομμάτι της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας»… που δεν πρέπει να το λησμονούμε.
Σκοπός του Ντίκενς ήταν η μεταμόρφωση της κοινωνίας μέσα από τη μεταμόρφωση των ανθρώπων της. Μιας κοινωνίας που έμελλε να ζωγραφίσει με ακόμα μελανότερους τόνους σε μελλοντικά του έργα, όπως ο «Ζοφερός Οίκος», τα «Δύσκολα Χρόνια» και τον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ».
“Το Πνεύμα έστεκε ανάμεσα στους τάφους και έδειχνε τον Έναν. Ο Σκρουτζ πλησίασε τρέμοντας. Το Φάντασμα παρέμενε ίδιο και απαράλλαχτο, μα εκείνος έτρεμε διακρίνοντας κάποιο καινούργιο νόημα στην αγέλαστη μορφή του.
“Προτού πλησιάσω στην ταφόπλακα που μου υποδεικνύεις”, είπε ο Σκρουτζ, “απάντησε μου σε μια ερώτηση. Αυτές όλες είναι οι Σκιές των Πραγμάτων που Θα γίνουν, ή οι Σκιές των Πραγμάτων που Πιθανό να γίνουν μόνο;”
Ωστόσο το Φάντασμα συνέχιζε να δείχνει προς τον τάφο, δίπλα στον οποίο έστεκε. (…)
Ο Σκρουτζ πλησίασε τρεμάμενος – και ακολουθώντας την κατεύθυνση που έδειχνε το δάχτυλο, διάβασε πάνω στην πέτρα του παραμελημένου τάφου τ’ όνομα του: ΕΜΠΕΝΙΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ.
“Όχι Πνεύμα! Όχι, όχι!”
Το δάχτυλο παρέμενε εκεί.
“Πνεύμα!”, φώναξε σπαρακτικά ο Σκρουτζ, αγκιστρωμένος πάνω στον μανδύα του. “Άκουσε με! Δεν είμαι ο άνθρωπος που ήμουν! Δεν θα γίνω ο άνθρωπος που θα γινόμουν, αν δεν είχε υπάρξει αυτή η συναναστροφή! Γιατί να μου τα δείχνεις αυτά, αν δεν έχω πια ελπίδα;”
Για πρώτη φορά το χέρι φάνηκε να τρέμει.
“Καλό μου Πνεύμα”, συνέχισε, πεσμένος στο χώμα. “Η φύση σου παρεμβαίνει για μένα και με λυπάται. Βεβαίωσε με πως έχω ακόμα τη δυνατότητα να αλλάξω τις σκιές αυτές που μου έδειξες, με μια διαφορετική ζωή!”
Το ευγενικό χέρι έτρεμε.
“Θα τιμώ τα Χριστούγεννα με όλη μου την καρδιά και θα προσπαθώ να τα τηρώ όλο τον χρόνο. Θα ζω στο Παρελθόν, στο Παρόν και στο Μέλλον. Τα πνεύματα και των τριών θα αγωνίζονται μέσα μου. Δε θα διώξω πέρα τα μαθήματα που μου παρέχουν.
Ω, πες μου πως μπορώ να σβήσω τα γράμματα πάνω σ’ αυτήν εδώ την πέτρα!”
Η “χριστουγεννιάτικη ιστορία” του Ντίκενς είναι καταδικασμένη να παραμένει στο χρόνο, όχι ως – επετειακού τύπου – εορταστική αναβίωση, αλλά ως μια ριζοσπαστική διήγηση, ικανή να αποδώσει την ανθρώπινη μεταστροφή, ενός συνηθισμένου για την εποχή του χαρακτήρα που έχει μετατρέψει τη μισανθρωπία σε προσωπικό βίωμα, δηλαδή σε τρόπο ζωής. Ο Σκρουτζ που όλη μέρα κάνει υπολογισμούς και συμπεριφέρεται με το χειρότερο τρόπο στον φτωχό υπάλληλό του, τον Μπομπ Κρέτσιτ, που τουρτουρίζει από το κρύο δίπλα στην ισχνότερη φωτιά λόγω οικονομίας. Που ειρωνεύεται τον ανεψιό του που έρχεται να τον προσκαλέσει στο γιορτινό τραπέζι, αποκαλώντας τα Χριστούγεννα «σαχλαμάρες» που ανεβαίνει τις σκάλες, που οδηγούν στο διαμέρισμά του, στα σκοτεινά, ευχαριστημένος που δεν ξοδεύει για φως, χωρίς να συναντήσει κανένα. Ο Σκρουτζ ο ολομόναχος στο μικρό μίζερο παγωμένο διαμέρισμα του.
«Έκατσε μπροστά στο τζάκι για να πιεί το χυλό του. Πολύ μικρή, μα την αλήθεια, η φωτιά του, τιποτένια για μια τέτοια νύχτα. Καθόταν πολύ κοντά της, έγερνε απάνω της και μόλις κατάφερε να νιώθει κάποια ζεστασιά από τη φούχτα τα κάρβουνα, που καιγόταν». Ο εκπρόσωπος της πιο βαθιάς θλίψης και το χρήμα, αναξιοποίητο, να μετατρέπεται σε προσωπική δυστυχία, αφού λειτουργεί ως μόνιμη πηγή στέρησης, ένας απαρέγκλιτος αυτοσκοπός που απαιτεί θυσίες για την εκπλήρωσή του.
Το χρήμα και η μανία της συγκέντρωσής του είναι ένα βαθιά συναισθηματικό μέγεθος. μια ψυχική ασθένεια που μόνο ένα θαύμα μπορεί να γιατρέψει. Κι αυτό το θαύμα διαπραγματεύεται ο Ντίκενς.
«Φοράω την αλυσίδα που σφυρηλατούσα στη ζωή μου. Εγώ την έσφιξα, κρίκο με κρίκο…….. Το πνεύμα μου δεν προχώρησε ποτέ μακρύτερα από το λογιστήριό μας…….. Τώρα θα σέρνομαι σ’ ατέλειωτα ταξίδια…….».
Και αν σήμερα ο κόσμος έχει πια αλλάξει – έχει πράγματι αλλάξει με τους άστεγους στα πεζοδρόμια, τα παιδιά των φαναριών, την ανεργία των γονιών, το σπίτι χωρίς ρεύμα, χωρίς ζέστη, το διπλανό τους στο σχολείο να πεινάει ; – οι σπίθες των πραγματικών Χριστουγέννων που πρώτος άναψε ο Ντίκενς διατηρούν στις καρδιές όλων μας έστω καταχωνιασμένο στα βάθη των, λίγη απ’ τη φλόγα που μας χάρισε . Πέρα απ’ τις ταινίες, τα τραγούδια, τις διακοσμήσεις, τις γιορτές και τα πακέτα. Πέρα απ’ το παραμύθι και πίσω απ’ το εμπόριο… Μια διάθεση αλλαγής, μια θέληση να αλλάξει ο κόσμος μας, να μεταμορφωθεί σε κάτι καλύτερο, γνησιότερο, δικαιότερο. Ίσως όπως και ο Σκρουτζ κάποιοι να φοβόμαστε μην χάσουμε το ένα και μοναδικό που χάρισε η γέννηση του Χριστού στον κόσμο, την Αγάπη. Γιατί η αγάπη των ανθρώπων ήταν εκείνο που ο Σκρουτζ διαπίστωνε πως έχανε και άλλαξε. Γιατί στο τέλος η αγάπη και μόνο έχει σημασία – οι πράξεις μας και η σημασία τους για τους ανθρώπους γύρω μας.
…Και ο Σκρουτζ έγινε άλλος άνθρωπος. Και ξημέρωσε 25η του Δεκέμβρη.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ