Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Νίκος Ξανθόπουλος: «Το παιδί του λαού» που έσταζε βάλσαμο στην ψυχή όσων βίωσαν τη ξενιτιά!

Τα τελευταία χρόνια οι προβολές των ταινιών, στις οποίες πρωταγωνίστησε, είχαν μειωθεί σημαντικά. Αν δεν υπήρχε και η Μεγάλη Εβδομάδα, τότε θα λέγαμε ότι ήταν εξαφανισμένος από την τηλεοπτική πραγματικότητα.

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Προδομένος από την καρδιά του έφυγε στα 89 του χρόνια ο Νίκος Ξανθόπουλος σκορπίζοντας θλίψη σε αυτούς που μεγάλωσαν με τις ταινίες του και τα τραγούδια του που μίλαγαν για τον πόνο του ξεριζωμού.

Γι’ αυτό και οι νέες γενιές δεν τον γνώριζαν. Για… εμάς τους μεσήλικες, όμως, ο Νίκος Ξανθόπουλος παρέμενε μία από τις μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού κινηματογράφου. Έστω και αν πολλές φορές τον χρησιμοποιούσαμε ως παράδειγμα για όποιον φίλο μας ή γνωστό μας αναφερόταν διαρκώς στη… μοίρα του. Με την ίδια ευκολία, άλλωστε, είχαμε διασκευάσει ως έφηβοι το όνομά του. Τον αποκαλούσαμε «Νίκο Παρηγόρη» και την παρτενέρ του «Μάρθα Κλάψα». Ακόμα και έτσι, όμως, πολλοί από εμάς καθόμαστε ακόμα και σήμερα να δούμε κάποια από τις ταινίες του κατά τη διάρκεια της Εβδομάδας των Παθών. Ταίριαζε γάντι, άλλωστε, ο Νίκος Ξανθόπουλος στο κλίμα των συγκεκριμένων ημερών, διότι σε κάθε παραγωγή που πρωταγωνίστησε τον βλέπαμε να ανεβαίνει τον προσωπικό Γολγοθά του, πριν έρθει η Ανάστασή του.

Οι γονείς του

Η ταύτιση με τον ρόλο του βασανισμένου ίσως να είχε σχέση με το DNA του. Οι γονείς του, άλλωστε, ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Κατατρεγμένοι άνθρωποι. Ο κυρ Παναγιώτης από την Πουλυντζάκη της Κερασούντας. Η κυρα-Μαρία από το Ακ Νταγ Ματέν, «από σόι μαστοράδων, οικοδόμων, οι οποίοι χτίσανε και τη Βουλή της Άγκυρας», όπως είχε γράψει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα».

Έστησαν το τσαρδί τους στη Νέα Ιωνία. Εκεί γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1934 ο Νίκος Ξανθόπουλος. Ανήσυχο πνεύμα από παιδί. Με έφεση στο διάβασμα και στον αθλητισμό. Με τα πόδια πήγαινε στην ΑΕΚ για να κάνει στίβο. Την αγαπούσε την «Ένωση». Μέχρι και στο «Κιτρινόμαυρο Μονοπάτι», την τηλεοπτική εκπομπή της Original 21, είχε εμφανιστεί στα μέσα των 90s.

Ως πιτσιρικά τον σημάδεψε η σύλληψή του από τους Γερμανούς, σε ηλικία 9 ετών. Μαζί με τη μητέρα του φυλακίστηκε. Και όπως ομολόγησε μετά από χρόνια, ο φόβος τού είχε μείνει.

«Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα φτάσω 80 ετών. Για δες, λέω, Νικολάκη, τα κατάφερες. Είδες που φοβόσουν, όταν 9 χρόνων σε είχαν φυλακή οι Γερμανοί κι έτρεμες μήπως σε στείλουν να γίνεις σαπούνι. Ογδόντα χρόνια δεν είναι λίγα, μακάρι να τα φτάνανε κι άλλοι. Τώρα όπως είμαι απάνω απάνω στο τελευταίο σκαλοπάτι και κοιτάζω κάτω, λέω: Μην απογοητεύεσαι για την κατάσταση. Δεν πιστεύω να κάνεις καμιά κουτουράδα διάβολε, έχεις παιδιά, εγγόνια, σύνελθε. Ο πλούτος σου είναι τα παιδιά σου», είχε γράψει στο Facebook το 2014.

Η φρικαλεότητα της Κατοχής είχε χαραχθεί στη μνήμη του. Το καταλαβαίναμε από τον τόνο της φωνής του όταν αναφερόταν στα παιδικά χρόνια του. «Ζήσαμε τον πόλεμο, είδαμε πράματα που καλύτερα να μην τα δούνε οι σημερινές γενιές» είχε πει σε κάποια από τις συνεντεύξεις του.
Ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στα social media. Ανέβαζε συχνά φωτογραφίες με οικογενειακές στιγμές ή με τις δραστηριότητές του στο κτήμα της Παιανίας, όπου έμενε εδώ και αρκετά χρόνια. Είχε πουλήσει τη βίλα του στη Φιλοθέη και μετακόμισε στη φύση. Του άρεσε η ζωή του. Όπως εξακολούθησε να λατρεύει και το διάβασμα. Κάποια στιγμή αποκάλυψε ότι προτιμούσε την «Καθημερινή» για την ενημέρωσή του και αιφνιδίασε πολύ κόσμο».
Φιλόλογος ήθελε να γίνει. Στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, άλλωστε, έγινε σημαιοφόρος, λόγω των εξαιρετικών επιδόσεών του, παρά τα προβλήματα στην καθημερινότητά του.

Ο πατέρας του, άλλοτε τσαγκάρης, ενίοτε ναυτικός, αλλά συχνά κυνηγημένος λόγω της αντιστασιακής δράσης του, είχε αφήσει την κυρα-Μαρία να ’χει συχνά – πυκνά και τους δύο ρόλους στο μεγάλωμα του μοναχογιού τους. Δούλευε και η μητέρα του, με την οποία ήταν δεμένος ο Νίκος Ξανθόπουλος.
«Στη γειτονιά, που έμενα εγώ, δεν υπήρχε βιβλίο. Όλος ο κόσμος ήταν αγράμματος. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης. Κάποτε με ρώτησε: “Τι δώρο θέλεις να σου κάνω, ρε;”. Του λέω: “Πατέρα, να μου πάρεις ένα βιβλίο». “Δεν θέλεις”, μου λέει, “να σου πάρω ένα σακάκι να πιάσει και τόπο; Τι να το κάνεις το βιβλίο;”. Εγώ επέμενα, “βιβλίο”. “Ποιο βιβλίο;” λέει. “Τη ζωή εν τάφω” του απαντώ. “Όχι”, μου λέει, “μη μ’ ανακατεύεις με παπάδες”… Κατάλαβες;», είχε αποκαλύψει σε μία από τις συνεντεύξεις του.

Η υποκριτική

Κάπως έτσι προέκυψε η υποκριτική. Το 1953 μπήκε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ακολούθησε τη δύσκολη καριέρα του ηθοποιού. Κάτι που απευχόταν για τον εγγονό του και ας έκανε ο ίδιος μεγάλη καριέρα.

«Εντέλει ο μικρός μου ο εγγονός το αποφάσισε, θα γίνει ηθοποιός.
-Βρε διάβολε, ξέρεις τι πας να κάνεις; Ξέρεις τι φουρτούνες έχεις να παλέψεις;
-Ξέρω, παππού, αλλά θέλω να γίνω ηθοποιός.
-Βρε, θα πεινάσεις. Πώς θα ζήσεις την οικογένειά σου; Είναι δύσκολα τα πράματα, ξεπερνάνε τις αντοχές του ανθρώπου.
Τίποτα αυτός, από το ένα αυτί μπαίνουν αυτά που του λέω, απ’ το άλλο βγαίνουν».

Εγώ θα γίνω ηθοποιός…

«Σύνθετη η αποστολή του ηθοποιού. Εκτός από τη διδαχή, από το πνευματικό μέρος, είναι και βιοποριστικό επάγγελμα, πρέπει να ζήσεις, να συντηρήσεις την οικογένειά σου. Ακόμα κι οι μαθητές του Χριστού λέγεται ότι είχαν κι ένα επάγγελμα.

Ο Κατράκης θυμάμαι μας έλεγε πως το θέατρο είναι δουλειά για πλούσιους ανθρώπους, να δημιουργούν απερίσπαστοι. Και ο Κουν ότι ο ηθοποιός πρέπει να ’ναι ασκητής…

Δεν θα ζω να τον δω να θαλασσοδέρνεται, αλλά από τώρα μου ’βαλε μία ακόμη έγνοια. Άντε κι ο Θεός βοηθός…»!» έγραψε λίγες ημέρες πριν από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο.

Ο Νίκος Ξανθόπουλος μπήκε στο θέατρο με στόχο να παραγάγει τέχνη. Αλλά τελικά έγινε πασίγνωστος μέσα από τον κινηματογράφο και το τραγούδι.
Πρωτοεμφανίστηκε σε παράσταση στην κομεντί «Βιργινία» με τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη.

Το 1958 κάνει και το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Συμμετέχει στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το εισπρακτοράκι», στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου. Μέχρι το 1962 παίζει σε έργα που δεν συγκινούν ιδιαίτερα το κοινό. Άλλοτε κωμωδίες και ενίοτε δράματα.

Η καριέρα του απογειώνεται ουσιαστικά από το 1963, με την ταινία «Πληγωμένες καρδιές». Από τις ελάχιστες περιπτώσεις που έκανε τον κακό. Από την επόμενη χρονιά υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο με την «Κλακ Φιλμ» του Απόστολου Τεγόπουλου και έγινε ο δραματικός πρωταγωνιστής που έμαθε όλη η Ελλάδα.

Όταν βγήκε στις αίθουσες η ταινία «Αγάπησα και πόνεσα» άρχισε να παίρνει σάρκα το «παιδί του λαού». Παρωνύμιο που τον ακολούθησε έως τις 22 Ιανουαρίου 2023, δηλαδή έως το τέλος της ζωής του.

Ο κόσμος ταυτίστηκε μαζί του, διότι εκείνα τα χρόνια οι περισσότεροι Έλληνες προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Παράλληλα, ο Ξανθόπουλος εμφανιζόταν δεμένος με τις τηλεοπτικές μανάδες του, όπως οι περισσότεροι άνδρες της εποχής στη δική τους πραγματικότητα.

Μέσα από τον κινηματογράφο έμαθε και να τραγουδάει. Τεράστια η διαφορά ανάμεσα στην ερμηνεία των ρόλων του και στην απόδοση των τραγουδιών που του έδιναν κυρίως ο Απόστολος Καλδάρας και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.

Παρά τη φήμη του, ο Νίκος Ξανθόπουλος ήταν… φαμιλιάρης, όπως έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του. Άνθρωπος της οικογένειας. Κι ας παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτα με την ηθοποιό Ελένη Καρπέτα και έπειτα με την Εριφύλη Ξανθοπούλου. Το πρόβλημα υγείας της τελευταίας ήταν που τον κλόνισε και τελικά λύγισε.

Σαν παραμύθι

Εκτός από τη γυναίκα του, τα τέσσερα παιδιά του και τα πέντε εγγόνια του αποτελούσαν τη ζωή του. Το έδειχνε με κάθε τρόπο. «Ο πατέρας μου έκανε μια ζωή σαν παραμύθι. Μια γεμάτη ζωή, βίωσε την αναγνώριση, την αγάπη του κόσμου και των δικών του ανθρώπων», είπε η κόρη του Νίκου Ξανθόπουλου, Μαρία.

Είχε δίκιο. Κάποτε στο Λονδίνο είδε σε σπίτι Έλληνα εφοπλιστή τη φωτογραφία του δίπλα σε εκείνη του Κάρι Γκραντ. Στις ΗΠΑ τον είχαν αποκαλέσει Τζον Γουέιν της Ελλάδας. Αλλά είχε απωθημένα ο Νίκος Ξανθόπουλος. Τον έτρωγε το μαράζι του θεάτρου. Γι’ αυτό και το 1970 αποχώρησε από τον κινηματογράφο και το τραγούδι. Έφτιαξε θίασο: τη «Ρωμιοσύνη» και άρχισε να γυρίζει όλη την Ελλάδα. Ο θίασος έχει φύγει από τη Θεσσαλονίκη, όπου παρουσίασε τον Οκτώβριο του 1970 το έργο «Το Κορίτσι με το Κορδελάκι» του Νότη Περγιάλη, και κατευθύνθηκε προς Αλεξανδρούπολη, Διδυμότειχο, Σουφλί… παρουσιάζοντας τα «Αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη και την «Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

«Ναι, ήταν ένα όνειρο που έσβησε, μέσα στην ασυγκίνητη ισοπεδωτική λογική της καθημερινότητας, με τις συναλλαγές της, με τον ονειροκτόνο ρυθμιστικό της παράγοντα, που λέγεται “οικονομία”. Τελειώσαμε τη Σχολή και είχαμε μεράκια κι ελπίζαμε πως θα βγούμε έξω και θα κονιορτοποιούσαμε τα σύμπαντα… Και βγαίνεις και μένεις έναν χρόνο άνεργος, δύο χρόνια άνεργος, τρία χρόνια άνεργος… Κι αρχίζεις και τρακάρεις εικοσάρικο για να ζήσεις, και λες “έως πού θα πάει το πράγμα;”» είχε εξηγήσει την απόφασή του σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό της εποχής «Γυναίκα».

Εκείνο που δεν είχε πει ήταν εάν επηρεάστηκε από τον γείτονά του, στη Νέα Ιωνία και περίπου συνομήλικό του, Στέλιο Καζαντζίδη. Τον άλλον Πόντιο που αποχώρησε ενώ βρισκόταν στην κορυφή. Αλλά έτσι είναι τα παιδιά του λαού. Δεν μπορούν τις λοβιτούρες, τα σαλόνια και τα σμόκιν. Από την αγκαλιά του λαού βγήκαν και σε αυτόν επέστρεψαν… Σάρκα εκ της σαρκός της ελληνικής κοινωνίας σε χρόνια δύσκολα. Σαν κι αυτά που βίωσε ο Νίκος Ξανθόπουλος ως παιδί αλλά και ως παππούς. Σαν κι αυτά που έζησε ο Καζαντζίδης από μικρός και προανήγγειλε τον ερχομό τους, λίγο πριν φύγει. Κάπου θα έχουν σμίξει οι δυο τους και θα τραγουδούν για τον Πόντο, την εργατιά, τις χαμένες αγάπες. Γι’ αυτό και δεν θα χαθούν ποτέ από τη μνήμη του Έλληνα και ας σβήνει η γενιά τους…

[postgallery]

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Άλεκ Μπάλντουιν: Απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία από αμέλεια για τον θάνατο της Χάτσινς

Ζώδια: Σε εξέλιξη δραστικές αλλαγές και ανακατατάξεις παντού… ( 30 Ιανουαρίου έως 5 Φεβρουαρίου)

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ