Εν αρχή ην το γαλλικό, αντιμιλιταριστικό μυθιστόρημα του Louis Pergaud «La Guerre des Boutons, roman de ma douzieme annee» (αυτός είναι ο πλήρης τίτλος του βιβλίου) γνωστός στην Ελλάδα σαν “ο πόλεμος των κουμπιών” που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1912, ενώ ο συγγραφέας του, λίγο αργότερα, έχασε – νεότατος – τη ζωή του, στα χαρακώματα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τι μας διηγείται ο Περγκώ; Μας μεταφέρει στην Γαλλική επαρχία στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου κάθε χρόνο, μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, τα παιδιά δύο γειτονικών χωριών , παίζουν «πόλεμο» στα δάση και στα αχρηστευμένα λατομεία της περιοχής χωρίς έλεος, με ξύλα, πέτρες, κλωτσιές και μπουνιές.
Συγκρούονται σχεδόν κάθε μέρα, μετά το σχόλασμα του σχολείου, παρά τις συμβουλές των γονιών και του δασκάλου τους, χτυπιούνται με αυτοσχέδια σπαθιά, στήνουν παγίδες στο γειτονικό δάσος κι όσοι συλλαμβάνονται τιμωρούνται με τη χειρότερη των ποινών.
Ο νικητής κόβει με σουγιά τα κουμπιά από τα ρούχα του νικημένου που αναγκάζεται να επιστρέψει στο σπίτι ημίγυμνος με φθαρμένα ρούχα και να υποστεί την οργή και την τιμωρία των γονέων του.
Κάθε ομάδα προσπαθεί να εφαρμόσει στρατηγικές για να κερδίσει αλλά και να αποφύγει την επίπληξη από τους γονείς. Από την επιθυμία τους να κερδίσουν τη «μάχη», χρησιμοποιούν ανορθόδοξες μεθόδους, όπως να πολεμούν γυμνά για να αποτρέψουν το κουρέλιασμα των ρούχων τους και τα κορίτσια να επιδιορθώνουν τα ρούχα όταν είναι χαλασμένα.
Η αλήθεια είναι όμως πως σε αυτό το διασκεδαστικό μυθιστόρημα τις περισσότερες φορές, δεν καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, τι είναι αυτό που τόσο αγεφύρωτα χωρίζει τα παιδιά των δύο αυτών χωριών. Γιατί κάποια λογική, κάποια σχέση αίτιου και αιτιατού θα πρέπει να υπάρχει ώστε να βγάλουμε νόημα.
Καμία λογική. Τσακώνονται για να τσακώνονται αγνοώντας κάθε έννοια όπως η φιλία, η αλληλεγγύη ο αλληλοσεβασμός, έννοιες που φαντάζουν μάλλον κούφιες, μπροστά στην απατηλή χαρά του πολέμου, της μάχης προς χάριν του πολέμου και μόνον, καθιστώντας τη γραμμή μεταξύ παιχνιδιού και πραγματικότητας θολή.
Καμμιά αιτία για μάχες που μετατρέπονται σταδιακά σε μια αποκαλυπτική για την κοινωνική της διάσταση, βία, όπου το παιχνίδι μετατρέπεται σε σύγκρουση. Και η ηδονή δε οδύνη.
Συμφωνώ πως δεν είναι καθόλου εύκολο, να είσαι σ’ έναν στρατό πιτσιρίκων, να δίνεις μάχες και να μη βρίσκεις τον μπελά σου όταν γυρίζεις σπίτι με σκισμένα ρούχα και χαμένα κουμπιά. Μόνο που στην περίπτωση ενός πολιτικού Συνεδρίου, δεν πρόκειται περί μιας “μάχης” παιδιών, ενός απλού αθώου παιχνιδιού ρόλων.
Σε ένα πολιτικό Συνέδριο κάθε επίθεση απέναντι στην κοινωνική ευθύνη είναι ζωτικής σημασίας και πραγματική. Μαχόμαστε στην πραγματικότητα! Δεν παίζουμε. Δεν είναι για πλάκα. Όλη αυτή η “μάχη” δεν ομορφαίνει την πραγματικότητα με κάποια αιθέρια ποίηση που μας προτρέπει να αποδράσουμε από την πραγματικότητα ονειρευόμενοι ιδεατούς κόσμους.
Πρόκειται για την ίδια την ζωή. Και έτσι δεν έχουμε κανέναν αθώο πόλεμο. Γιατί στη ζωή, απλά δεν υπάρχουν αθώοι πόλεμοι… “Και να σκεφτεί κανείς πως όταν μεγαλώσουμε, μπορεί να γίνουμε χαζοί σαν κι αυτούς”.