Συγκρουόμενες διατάξεις, αλλά και διατάξεις αντίθετες με την ισχύουσα νομοθεσία «ανακάλυψαν» οι σύμβουλοι Επικρατείας στο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για τους πρόσφυγες και την αναγνώριση των αλλοδαπών ή ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, ενώ κατά τα λοιπά κρίθηκε νόμιμο το επίμαχο σχέδιο διατάγματος.
Ειδικότερα, στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατατέθηκε για νομοπαρασκευαστική επεξεργασία σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία στα ευρωπαϊκά δεδομένα σχετικά με τις απαιτήσεις για την «αναγνώριση των δικαιούχων διεθνούς προστασίας για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας».
Ουσιαστικά προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά για τους πρόσφυγες και την προστασία τους.
Το σχέδιο διατάγματος, μεταξύ των άλλων, προβλέπει τον τρόπο αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, την αναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας κ.λπ.
Το ΣτΕ στην υπ΄ αριθμ. 214/2013 γνωμοδότησή του (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Αγγελική Θεοφιλοπούλου και εισηγητής ο πάρεδρος Χ. Ντουχάνης) επισημαίνει, κατ΄ αρχάς, ότι «οι αιτούντες διεθνή προστασία διατελούν συχνά σε κατάσταση που δεν επιτρέπει την απόδειξη των ισχυρισμών τους και μάλιστα με έγγραφα». Συνεπώς, «νομίμως στο άρθρο 4 παράγραφος 5 του σχεδίου διατάγματος προβλέπεται ότι τα στοιχεία των δηλώσεων του αιτούντος που δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, δεν χρειάζονται παρά ταύτα, επιβεβαίωση εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις».
Όμως, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου η οποία προβλέπει ότι σε «καμιά περίπτωση η στοιχειοθέτηση της βασιμότητας της αίτησης διεθνούς προστασίας δεν προϋποθέτει την προσκόμιση εγγράφων ως αποδεικτικών στοιχείων», όχι απλώς αντιστρέφει τον κανόνα της προηγούμενης παραγράφου 5, η οποία ενσωματώνοντας αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας προβλέπει την καταρχήν αναγκαιότητα επιβεβαίωσης και την απαλλαγή από την υποχρέωση αυτή μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά καθιστά στην ουσία περιττή την εν λόγω παράγραφο 5».
Η παράγραφος 6 του επίμαχου άρθρου 4, τονίζουν οι δικαστές, έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με την προηγούμενη παράγραφο 5, αλλά και με άλλες νομοθετικές διατάξεις, όπως είναι αυτές των Π.Δ. 113/2013 και 114/2010.
Ακόμη, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι οι διατάξεις του άρθρου 24 του σχεδίου διατάγματος πρέπει να διευκρινισθούν έτσι ώστε να προκύπτει η πραγματική διάρκεια των αδειών διαμονής.
Τέλος, οι υπόλοιπες διατάξεις του σχεδίου κρίθηκαν νόμιμες, ενώ έγιναν από τους δικαστές 20 νομοπαρασκευαστικού περιεχομένου παρατηρήσεις.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ