Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Νουλέζας: Αυστηροποίηση νόμου για ασέλγεια και αποπλάνηση ανηλίκων

Ο γνωστός ποινικολόγος Βασίλης Νουλέζας ανήρτησε ένα άρθρο – παρέμβαση μέσα από το οποίο ζητά την αυστηροποίηση του νόμου αναφορικά με την ασέλγεια και αποπλάνηση ανηλίκων.

Ακολουθεί το άρθρο του:

Η Πολιτεία έχει χρέος άμεσης αντίδρασης και νομοθέτησης.
Να μην “χαρίζεται” σε δράστες για γενετήσιες πράξεις σε βάρος ανηλίκων παιδιών.

“Επιβεβλημένη η αυστηροποίηση του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου.
Για εγκλήματα κατάχρησης σε ασέλγεια κατ εξακολούθηση η αποπλάνησης σε βάρος ανηλίκων. ”
Να μην προβλέπεται η απόλυση με όρους δραστών τέτοιων ειδεχθών αδικημάτων
Τι προβλέπει η διάταξη Άρθρου 342
Ποινικού Κώδικα.
Για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας?
Που άλλοτε δημοσιοποιούνται καταγγέλλονται και άλλοτε αποσιωπούνται.
Ποιό είναι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο?
Άρθρο 342
ΠΚ

Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια

1.Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη.2. Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης της πρώτης παραγράφου: α) από οικείο, β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του, γ) από εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στον ανήλικο, δ) από πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, ε) από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση, στ) από ψυχολόγο, ιατρό, νοσοκόμο ή από ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο, ζ) από πρόσωπο που καταχράται τη διανοητική ή σωματική αναπηρία του ανηλίκου.3. Ο ενήλικος ο οποίος με χειρονομίες, με προτάσεις ή με εξιστόρηση, απεικόνιση ή παρουσίαση πράξεων που αφορούν τη γενετήσια ζωή προσβάλλει την αιδώ ανηλίκου, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν η πράξη τελείται κατά συνήθεια με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές.
Θεμελιώδες στοιχείο προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα των γενετήσιων πράξεων ( ασέλγεια ) με ανήλικο ή ενώπιον του, είναι η γενετήσια ή ασελγής πράξη η οποία ενεργείται προς, ή τελείται από τον ανήλικο ή, τέλος, αυτός παρίσταται κατά την τέλεσή της.

Άρθρο 339 Αποπλάνηση ανηλίκων.

1. Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351 Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών· β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.2. Οι ασελγείς πράξεις μεταξύ ανηλίκων κάτω των δεκαπέντε ετών δεν τιμωρούνται, εκτός αν η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, οπότε επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.3. Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο να γίνει μάρτυρας συνουσίας ή άλλης γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, ακόμα κι αν ο ανήλικος δεν συμμετέχει σε αυτές. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου όταν ο ανήλικος γίνεται μάρτυρας γενετήσιας κακοποίησης
Στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της διάταξης

Άρθρου 339 ΠΚ
(Αποπλάνηση ανηλίκου)
Με την υπ’ αριθμ. 3/2018 απόφαση της ΟλΑΠ κρίθηκε πως η τυχόν συναίνεση της ανήλικης παθούσας δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της αποπλάνησης ανηλίκου κατ’ άρθρον 339 ΠΚ.
Συγκεκριμένα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης με την υπ’ αριθμ. 130/2015 απόφασή του, κήρυξε τον κατηγορούμενο αθώο για την αποπλάνηση κοπέλας που είχε συμπληρώσει τα 13 της έτη, καθότι η τελευταία θέλοντας να βρεί καταφύγιο από την πατρική οικογένεια της σύνηψε σχέση με τον κατηγορούμενο και ουδεμία ένδειξη για πλάνη, απάτη ή απειλή ως προς τη βούλησή της για σύναψη ερωτικής σχέσης προέκυψε. Στην δε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθη στην ανήλικη διαπιστώθηκε πως η ωριμότητα της προσομοίαζε κοπέλας 25 ετών ενώ η έντονη προσωπικότητα της και η ευφυία της ήταν εμφανείς.

Η κα Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρόεβη σε αναίρεση της ως άνω αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Κατερίνης ως προς την μη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της κατ’ άρθρον 339 ΠΚ αποπλάνησης ανηλίκου λόγω συναίνεσης της παθούσας. Η Ολ ΑΠ έκρινε με την υπ’ αριθμ. 3/2018 απόφαση της πως εσφαλμένα ερμηνεύτηκε και ευθέως παραβιάστηκε η διάταξη 339 παρ.1, διότι η συναίνεση της ανήλικης παθούσας και εν προκειμένω η σύναψη σχέσης της παθούσας με τον υπαίτιο δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.

Είμαι σαφές ότι καθημερινά αποκαλύπτονται περιστατικά σεξουαλιικης βίας η ασέλγειας σε βάρος ανηλίκων με δράστες εκπαιδευτικούς γυμναστές συγγενείς Α η Β βαθμού η άτομα του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος συνήθως.
Η νομική μου άποψη ανεξαρτήτως αν βρίσκομαι στην θέση του συνηγόρου υπεράσπισης,είναι ότι χρειάζεται αυστηρότερη ποινική μεταχείριση δραστών σεξουαλικής κακοποίησης η κατάχρησης σε ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων μεγαλύτερες ποινές μέχρι και ισόβια κάθειρξη όπως συμβαίνει σε νομικά συστήματα άλλων ευρωπαικων χωρών η στις ΗΠ που θα εκτίονται πραγματικά χωρίς να επιτρέπεται η υφ όρον απόλυση κατ Άρθρο 105 ΠΚ για τέτοιας ηθικής και ποινικής απαξίας εγκλήματα.
Διότι ο καταδικασθείς για τέτοια σοβαρά ειδεχθή αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα κρίνεται επιεικέστρα με αναγνώριση έστω μιας περίστασης περίπτωσης ελαφρυντικών Αρθρου 84ΠΚ ακόμη και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και κατά την έκτιση της συνολικής ποινής αν έχει επιδείξει άψογη συμπεριφορά στις φυλακές δλδ Καλή διαγωγή με ημερομίσθια εργασίας που υπολογίζονται ευεργετικά αποφυλακίζεται με τα 2/5 της ποινής με Διάταξη του κατά τόπον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών η Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που δύναται να προσβάλλει ο κΕισσαγγελέας του Αρείου Πάγου ασκώντας Αναίρεση υπέρ του Νόμου

Επιπλέον επιδίκαση ανάλογης χρηματικής αστικής ικανοποίησης της προκληθείσης ηθικής βλάβης και ζημίας από την αδικοπρακτική εγκληματική συμπεριφορά του δράστη στον ανήλικο που κληρονομεί σοβαρά ψυχικά τραύματα και χρήζει ψυχολογικής κοινωνικής στήριξης και τους ασκούντες την γονική μέριμνα.
Η άποψη μου είναι το σημερινό αναχρονιστικό νομοθετικό καθεστώς δεν επαρκει είναι ελλιπές για ένα μείζον φλέγον κοινωνικο νομικό ζήτημα που προσλαμβάνει διαστάσεις μάστιγας όπως αυτό.
Αν δεν δείξει η Πολιτεία γρήγορα αντανακλαστικά ετοιμότητα και νομοθετήσει σκληρότερη ποινική μεταχείριση αντιμετώπιση, το έντονο αυτό κοινωνικό φαινόμενο θα χειροτερεύει.
Ας δούμε ενδεικτικά μια απόφαση του Αρείου Πάγου.

Απόφαση 291 / 2015 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Βιασμός, Αποπλάνηση ανηλίκου.
Περίληψη:
Βιασμός κατ’εξακολ/ση + Αποπλαν. Παιδιού κάτω 15 ετών.
Άρθρα 336, 339 παρ.1 ΠΚ.
1 .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού εκ του άρθρου 344 ΠΚ.

Αριθμός 291/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο – Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειου Καπελούζου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ν. Φ. του Γ., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χίου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κοραντζόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 23/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου.
Το Πενταμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Αυγούστου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 808/2014.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του Π. Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1414/1984, ορίζεται ότι “όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέληση του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξης, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Ως ασελγής πράξη νοείται η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας, και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος, δεν συναινεί στη συνουσία ή σε ασελγή πράξη. Ως ασελγής πράξη νοείται κάθε ενέργεια που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών (μεταξύ δε άλλων η παρά φύση ασέλγεια, η απλή ψαύση των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η χρησιμοποίηση των γεννητικών οργάνων με σκοπό ηδονιστικό και υποκειμενικώς κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και η οποία διακρίνεται από την συνουσία, που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σε αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 339 παρ.1 του ΠΚ, ορίζεται ότι ” Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351 Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ’ ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου και στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ στην αποπλάνηση παιδιών προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές.

Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, με την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισμοί, είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας και προβάλλονται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί (αυτοτελείς), είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Όταν προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τρόπο ορισμένο, ο αυτοτελής ισχυρισμός, το δικαστήριο οφείλει, εάν απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του, διαλαμβάνοντας αρνητικά περιστατικά ειδικά και συγκεκριμένα, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ’ ΚΠΔ για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Σύμφωνα δε με το άρθρο άρθρο 344 ΠΚ, ορίζεται ότι τις περιπτώσεις των άρθρων 337 παράγραφος 1 και 341 για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. Στις περιπτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας όμως μπορεί κατ’ εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών- αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος”.

Στην προκείμενη περίπτωση από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη με αρ. 23/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι η παθούσα ανήλικος προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, ζήτησε να διεξαχθεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών, πράγμα που έγινε δεκτό από το δικαστήριο και επίσης δήλωσε ότι αποσύρει την παράσταση πολιτικής αγωγής και ότι υπήρχε ερωτική σχέση αυτής με τον κατηγορούμενο, που ξεκίνησε αφού αυτή είχε κλείσει τα 15 έτη της ηλικίας της, ότι υπήρξε σύγχυση ως προς τα γεγονότα και υπέβαλε τη μήνυση, παρακινούμενη από οργή, όταν δεν τήρησε το λόγω του ότι θα την παντρευτεί και ότι ουδέποτε υπήρξε σε βάρος της βιασμός και ασέλγεια. Σχετικά, ο κατηγορούμενος προκύπτει από τα πρακτικά του δικαστηρίου δεν πρόβαλε κάποιο σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό παύσης ποινικής δίωξης εκ του άνω άρθρου 344 ΠΚ.

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή.

Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 23/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου, κήρυξε σε δεύτερο βαθμό, τον αναιρεσείοντα, ένοχο βιασμού κατ’ εξακολούθηση και αποπλάνησης παιδιού ηλικίας κάτω των 15 ετών, με ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α’ και ε’ του ΠΚ και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Στο αιτιολογικό της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: “Επειδή, από τις επ’ ακροατηρίω του Δικαστηρίου τούτου και του πρωτοβαθμίου, καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, οι οποίες περιέχονται, αντιστοίχως, στα ανωτέρω ταυτάριθμα με την παρούσα και εκείνα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου τούτου και του πρωτοδίκως δικάσαντος και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα επ’ ακροατηρίω του Δικαστηρίου τούτου έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, από πρόθεση, στους κατωτέρω τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές.

Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν θείος της, ήτοι ο σύζυγος της αδελφής του πατέρα της παθούσας Π. Τ., από το έτος 2002 έως το έτος 2005, κατά το χρονικό διάστημα, που αυτή ήταν ανήλικη από δώδεκα (12) ετών έως δεκαπέντε (15) ετών, με απειλές και σωματική βία, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του, την εξανάγκασε να υποστεί επανειλημμένα ασελγείς πράξεις απ’ αυτόν, καθώς, επίσης, με σωματική βία και με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξανάγκασε αυτή σε συνουσία και σε άλλες ασελγείς πράξεις. Συγκεκριμένα: Στην … εντός του έτους 2002, με απειλές ότι θα αποκάλυπτε στον αδελφό της συζύγου του και πατέρα της ανήλικης ότι αυτή κάπνιζε και ότι έκανε παρέα με αγόρια και με σωματική βία που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του παραπλάνησε την ανωτέρω ανήλικη, η οποία είχε γεννηθεί στις 17.07.1990 και ήταν τότε δώδεκα (12) ετών, να υποστεί επανειλημμένα ασελγείς πράξεις απ’ αυτόν, ήτοι φιλιά στο στόμα, στο λαιμό και στο μάγουλο της, θωπείες των οπισθίων και των γεννητικών οργάνων της, εισαγωγή δακτύλου του στον κόλπο της, καθώς και να ενεργήσει ασελγείς πράξεις σ’ αυτόν, ήτοι θωπεία των γεννητικών οργάνων του. Στον ανωτέρω τόπο, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2003 έως τις 16-7-2005, με απειλές και με σωματική βία που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του παραπλάνησε την ανωτέρω ανήλικη, η οποία έχει γεννηθεί στις 17.07.1990 και ήταν τότε από δεκατριών (13) έως δεκαπέντε (15) ετών, να υποστεί επανειλημμένα ασελγείς πράξεις απ’ αυτόν, ήτοι στοματικό έρωτα, καθώς έγλυφε τα γεννητικά της όργανα. Με τον ανωτέρω τρόπο, που ενήργησε, προσέβαλε σοβαρά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, την αγνότητα της παιδικής ηλικίας και κατέτεινε δια των ασελγών αυτών πράξεων στη διέγερση και στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Ακόμη, στην περιοχή “…” Λέσβου, στην εξοχική κατοικία της Α. Τ. του Α., εντός του έτους 2005, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα αποκάλυπτε στους γονείς της ότι αυτή είχε ολοκληρώσει σεξουαλικά τη σχέση της με συνομήλικο αγόρι, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε εκτός αυτού.

Στην οικία του, στην …, στη στάνη, που έχει στην … και σε άλλους τόπους εντός του έτους 2005, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα αποκάλυπτε στους γονείς της ότι αυτή είχε ολοκληρώσει σεξουαλικά τη σχέση της με συνομήλικο αγόρι, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε. Στην περιοχή “…” Λέσβου και σε απομονωμένες περιοχές της οδικής διαδρομής Γέρας-Πλωμαρίου Λέσβου, εντός του έτους 2006, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα αποκάλυπτε στον πατέρα της τις υποτιθέμενες σχέσεις της με άλλα αγόρια και άνδρες, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε επανειλημμένα σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε. Σε απομονωμένη περιοχή της οδικής διαδρομής Πλαγιά Κολυμβατερά Λέσβου εντός του έτους 2006, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς την τράβηξε βίαια έξω από το αυτοκίνητο, με το οποίο πήγαιναν οι δυο τους στην εξοχική κατοικία της Α. Τ., της αφαίρεσε βίαια τα ενδύματα, την ανάγκασε να ξαπλώσει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου και στη συνέχεια, τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε. Στην …, στις αρχές του έτους 2007, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα διένειμε σε όλους τους κατοίκους του χωριού της Πλαγιάς γυμνές φωτογραφίες της, κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης με τον άνθρωπο, με τον οποίο είχε εκείνη την περίοδο ερωτικό δεσμό, τις οποίες είχε στην κατοχή του, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε.

Ο κατηγορούμενος είχε τη βούληση με άσκηση σωματικής βίας και απειλών, να εξαναγκάσει την παθούσα σε εξώγαμη συνουσία και επιχείρηση ασελγών πράξεων, αν και γνώριζε ότι αυτή δεν συναινεί στη συνουσία και στις ασελγείς πράξεις.
Η παθούσα Π. Τ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατέθεσε ότι ανάμεσα σ’ αυτή και τον κατηγορούμενο υπήρξε ερωτική σχέση, που ξεκίνησε όταν έγινε δεκαπέντε (15) ετών, ότι η σχέση αυτή την οδήγησε σε μεγάλη εξάρτηση δική της από τον κατηγορούμενο, ο οποίος την είχε διαβεβαιώσει ότι θα παντρευτούν και όταν δεν τήρησε το λόγο του, αυτή, παρακινούμενη από οργή και στενοχώρια, υπέβαλε τη σε βάρος του κατηγορουμένου καταγγελία και ότι ουδέποτε υπήρξε βιασμός και ασέλγεια σε βάρος της από μέρους του. Όμως, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέφερε με λεπτομέρειες τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις, που τέλεσε σε βάρος της ο κατηγορούμενος και τους χρόνους τέλεσης αυτών, ήτοι από δώδεκα (12) έως δεκαπέντε (15) ετών, αυτές, δε, κατήγγειλε στον αρμόδιο Εισαγγελέα και κατέθεσε κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης, τα ίδια, δε, κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η μητέρα της, ο πατέρας της, η μάρτυρας κατηγορίας Ε. Τ., που έκανε παρέα μαζί της και η μάρτυρας κατηγορίας νονά της παθούσας ψυχολόγος και δεν αναιρούνται απ’ όσα αναφέρουν οι λοιποί μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και όλοι οι μάρτυρες στο παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα θα εκτεθούν κατωτέρω και το Δικαστήριο δεν πείθεται ότι όσα κατήγγειλε αρχικά ήταν προϊόν της φαντασίας της και όχι η πραγματικότητα. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανωτέρω δήλωση της παθούσας Π. Τ. εγένετο κατόπιν ψυχικής πιέσεως αυτής από το δράστη και από άτομα της δικής του οικογένειας και της οικογένειας της ίδιας, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κατηγορούμενος είναι θείος της, ήταν συνεταίρος επαγγελματικά με τον πατέρα της, ζουν στον ίδιο χώρο και αυτό, που συνέβη, έχει επιφέρει διάφορα δυσμενή σχόλια από τους υπόλοιπους κατοίκους του τόπου, όπου διαμένουν οι δύο οικογένειες, τα οποία περιλαμβάνουν και την ίδια, με τη νοοτροπία ότι γι’ αυτά, που διέπραξε ο κατηγορούμενος ένα μέρος της ευθύνης θα πρέπει να έχει η παθούσα σαν ένα κορίτσι, που προκαλεί τους άνδρες. Οι δύο οικογένειες του κατηγορουμένου και της παθούσας καταβάλουν προσπάθειες, αφού διαμένουν στον ίδιο τρόπο, να μη χαλάσουν τις σχέσεις τους, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι συγγενείς μεταξύ τους, η σύζυγος του κατηγορουμένου, αδελφή του πατέρα της παθούσας, συγχώρεσε στον κατηγορούμενο και παραμένει μ’ αυτόν και καταβάλει προσπάθειες να μη διαλύσει την οικογένειά της και η θυγατέρα του κατηγορουμένου είναι εξαδέλφη και στενή φίλη της παθούσας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι δύο οικογένειες επιθυμούν να αποσοβηθούν τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα και στιγμάτισαν τις δύο οικογένειες. Ακόμη, σήμερα η παθούσα έχει παντρευτεί και είναι έγκυος, διαμένει, δε, εκτός του τόπου, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα και έχει ανεξαρτοποιηθεί από το στενό κύκλο, όπου παραμένουν οι δύο οικογένειες και γι’ αυτό ανέλαβε και το βάρος για την ανάληψη όλων των ευθυνών αυτών, που της συνέβησαν. Να σημειωθεί εδώ ότι η γιαγιά της παθούσας από την αρχή, που έλαβε γνώση των ως άνω γεγονότων, είχε εκφράσει τη γνώμη και επέμενε ότι “ότι έγινε, έγινε, αφήστε τα πράγματα να σβήσουν, να μη πάρει χαμπάρι ο κόσμος”, όπως κατέθεσε η ίδια στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Να σημειωθεί εδώ ότι οι προαναφερόμενες απειλές του κατηγορουμένου, απευθυνόμενες στην τότε ανήλικη παθούσα από δώδεκα (12) ετών, ο οποίος ήταν θείος της, από τον οποίο εξαρτάτο οικονομικά η άμεση οικογένειά της, λόγω των επαγγελματικών σχέσεων του πατέρα της με τον κατηγορούμενο και από την οικονομική βοήθεια από τη γιαγιά της, που δεν ήθελε να λάβουν διαστάσεις όσα συνέβησαν, μετέθεσαν στους ώμους της το ανυπέρβλητο βάρος και τις ευθύνες, ώστε το απειλούμενο κακό να είναι υπέρτερο των δυνάμεών της και να κάμψει την όποια αντίδραση της παθούσας να υποστεί τις πράξεις του κατηγορουμένου. Τέλος, ο κατηγορούμενος, μετά τη σύλληψή του και την παραμονή του στη φυλακή για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται μετά από δική της καταγγελία και εξαιτίας της ψυχολογικής έντασης, που υπέστη, εμφάνισε καρκίνο στην ουροδόχο κύστη.

Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα προαναφερόμενα περιστατικά, τα οποία συνέβαλαν στην ψυχολογική πίεση της παθούσας να προβεί στην πιο πάνω δήλωση, κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός αυτής, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν”.

Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 23/2014 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του βιασμού κατ’ εξακολούθηση και της αποπλάνησης ανηλίκου κόρης με ηλικία ανώτερη των 12 ετών και κατώτερη των 15 ετών, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 336 παρ. 1 και 339 παρ.1, 344 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου, στερώντας την απόφαση του από νόμιμη βάση.

Ειδικότερα, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά περιγράφεται και αιτιολογείται η άσκηση εκ μέρους του αναιρεσείοντος σωματικής βίας και αναφερόμενων απειλών σε βάρος της ανήλικης παθούσας ανεψιάς του, που γεννήθηκε στις 17.07.1990, εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του δύναμη και γνωρίζοντας ότι αυτή δεν συναινεί, την εξανάγκασε και την παραπλάνησε να υποστεί επανειλημμένα ολοκληρωμένη συνουσία και ασελγείς πράξεις που περιγράφονται και κατέτειναν στη διέγερση και στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, ενώ ταυτόχρονα προσέβαλε σοβαρά το κοινό αίσθημα της αιδούς, των ηθών και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της ανήλικης μαθήτριας και ανεψιάς του. Όσον αφορά την προαναφερθείσα δήλωση και ισχυρισμό της παθούσας ανήλικης και ήδη ενήλικης προς το δικαστήριο, ότι αποσύρει την παράσταση πολιτικής αγωγής και ότι υπήρχε ερωτική σχέση αυτής με τον κατηγορούμενο, που ξεκίνησε αφού αυτή είχε κλείσει τα 15 έτη της ηλικίας της, ότι υπήρξε σε αυτή σύγχυση ως προς τα γεγονότα και υπέβαλε τη μήνυση, παρακινούμενη από οργή κατά του κατηγορουμένου, όταν δεν τήρησε Την υπόσχεσή του ότι θα την παντρευτεί και ότι ουδέποτε υπήρξε σε βάρος της βιασμός και ασέλγεια, το δικαστήριο, με τις παραπάνω παραδοχές του, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με βάση την αρχή της ηθικής αποδείξεως, δέχθηκε ότι αποδείχθηκε ότι τελέστηκαν οι άνω αποδιδόμενες σε βάρος της ανήλικης αξιόποινες πράξεις βιασμού και αποπλάνησης, σε συγκεκριμένους χρόνους και τόπους, πριν αυτή συμπληρώσει το 15° έτος της ηλικίας της και ότι η ανωτέρω δήλωση της είναι προϊόν ψυχικής πιέσεως, για τους λόγους που αιτιολογεί και εμπεριστατωμένα απέρριψε τον εκ του άρθρου 344 Π Κ προβληθέντα ισχυρισμό ως αβάσιμο.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε (κατ’ εκτίμηση) ΚΠΔ, προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 01-08-2014 αίτηση – δήλωση του Ν. Φ. του Γ., για αναίρεση της με αρ. 23/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ