«Η πιθανότητα αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν υφίσταται καν», υποστήριξε ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο κ. Ντάισελμπλουμ επιβεβαίωσε πως η Κομισιόν παρέλαβε τη λίστα της ελληνικής κυβέρνησης αργά χθες το βράδυ, υπογραμμίζοντας πως αυτή η λίστα δεν αποτελεί «μνημόνιο».
Σύμφωνα με τον κ. Ντάισελμπλουμ «η ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ σοβαρή για τις μεταρρυθμίσεις, έχουν άλλο όραμα και γι αυτό θα υπάρξει τροποποίηση συμφωνίας. Θέλουν επίσης σταθερότητα… Όμως η ευελιξία εντός του προγράμματος πάντα υπήρχε. Πάντα διαπραγματευόμασταν με τις κυβερνήσεις αλλαγές, χρονοδιαγράμματα, μέτρα κοκ. Πρέπει όμως να υπάρχει συνεργασία».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Eurogroup βέβαια αυτές οι αλλαγές δεν μπορούν να φθάσουν να “ξηλώσουν” το μισό πρόγραμμα. «Πρέπει να υπάρχει συνεργασία εφόσον θέλουν χρηματοδότηση απ’ την Ευρώπη».
«Πρέπει πρώτα να ακούσουμε την άποψη των τριών θεσμών και αν η άποψή τους είναι θετική τότε θα έχουμε μια συνομιλίας με τους υπουργούς Οικονομικών. Αλλά όπως ανέφερα πιο πριν η λίστα είναι ένα πρώτο βήμα και πρέπει να γίνει ακόμα πολύ δουλειά», σημείωσε.
Ο πρόεδρος του Eurogroup δήλωσε πως και η δική του θέση είναι η συνοχή της Ευρωζώνης και συμφωνεί με τον Πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ πως η Νομισματική Ένωση πρέπει να παραμείνει ισχυρή. «Έχουμε πολύ σημαντικούς λόγους να κρατήσουμε ενωμένη την Ευρωζώνη καθώς έχουμε επενδύσει μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο. Οι οικονομίες κάποιων κρατών – μελών είναι ευάλωτες και έχουν πολλές αδυναμίες. Η απάντηση δεν είναι να εγκαταλείψουν την ευρωζώνη αλλά μαζί με τους εταίρους να αντιμετωπίσουν αυτές τις δυσκολίες και αυτές τις αδυναμίες», υπογράμμισε ο κ. Ντάισελμπλουμ.
Ο Πρόεδρος του Eurogroup απαντώντας σε ερωτήσεις ευρωβουλευτών σχετικά με την απόφαση του 2012 για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους σε περίπτωση που η Ελλάδα καταγράψει πρωτογενές πλεόνασμα απάντησε πως είναι ακόμα νωρίς και μια αξιολόγηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μπορεί να γίνει στο τέλος της τετράμηνης παράτασης.
Αναφορικά με τη συζήτηση για μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα στην Ελλάδα, μια από τις βασικές αιτήσεις της νέας κυβέρνησης , ο κ. Ντάισελμπλουμ εμφανίστηκε σκεπτικός υπογραμμίζοντας πως είναι κάτι που θα πρέπει να αποφασιστεί αργότερα, ενώ υπογράμμισε πως κανένας δεν ανάγκασε την Ελλάδα να δεχθεί τις αποφάσεις του Eurogroup. «Η Ελλάδα είχε την επιλογή να μην δεχθεί το πρόγραμμα», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Σε ερώτηση της ευρωβουλευτού κυρίας Εύας Καϊλή για το χρηματοδοτικό κενό απάντησε οτι δεν γνωρίζει πώς αυτό θα καλυφθεί τον Μάρτιο. Η δόση θα δοθεί τον Απρίλιο μετά απο αξιολόγηση των “Θεσμών”(ΕΕ – ΕΚΤ και ΔΝΤ). Για το ζήτημα προληπτικής γραμμής στήριξης
για την χρηματοδότηση της Ελλάδας απάντησε ότι αυτή υπάρχει στο “τραπέζι” των συζητήσεων , αλλά συνεπάγεται την δυναότητα της χώρας να βγεί στις αγορές κατι που αυτή την στιγμή δεν φαίνεται εφικτό.
Υπενθύμισε οτι η ΕΚΤ αρνήθηκε την αύξηση του ορίου έκδοσης εντόκων και απο το πλαίσιο που περιέργαψε προκύπτει σαφώς οτι η Ελλάδα θα βρεθεί στην ανάγκη ενός νέου δανείου στο τέλος της Άνοιξης με ότι αυτό συνεπάγεται. Απαντώντας επίσης στην κυρία Καϊλή είπε οτι οτι το “πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 δεν σημαίνει ότι θα είναι πιο χαλαρό, αλλά το δέον”.
Για τις αλλαγές στο φρολογικό σ΄συτημα είπε ότι αυτές θέλουν χρόνο για να έχουν αποτέλεσμα και στο μεταξύ ο προϋπολογισμός πρέπει να εφαρμοσθεί, οι μεταρρυθμίσεις να συνεχισθούν.
«Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα ήταν ένας σαφές μήνυμα από τους Έλληνες ψηφοφόρους. Αλλά στην Ευρωζώνη πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη 19 κυβερνήσεις, 19 εκλογικά αποτελέσματα και 19 εθνικά κοινοβούλια. Μπορεί να μην το θεωρείτε δημοκρατικό, αλλά εγώ το θεωρώ. Πρέπει να λαμβάνουμε μια κοινή απόφαση που να σέβεται το εκλογικό αποτέλεσμα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη», υπογράμμισε ο κ. Ντάισελμπλουμ ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή ώστε να αναπτυχθεί η οικονομία μέσω της υποτίμησης του νομίσματος απάντησε χαρακτηριστικά «Αν η υποτίμηση του νομίσματος ήταν μια τόσο επιτυχημένη πολιτική, τότε η Ζιμπάμπουε θα ήταν μια πολύ πλούσια χώρα».