Ντούσαν Ίβκοβιτς: Πέθανε ο προπονητής θρύλος του ευρωπαϊκού μπάσκετ
Ντούσαν «Ντούντα» Ίβκοβιτς ήταν Σέρβος πρώην επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής και πρώην προπονητής. Το 2008, οπότε και ανακοινώθηκε από τη FIBA Europe ο τιμητικός κατάλογος με τις 50 προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη προσφορά στην ιστορία του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (Euroleague), ο Ίβκοβιτς συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στους 10 μεγαλύτερους προπονητές στην ιστορία του θεσμού. Το 2017 εισήχθη στο Hall of Fame της Διεθνoύς Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης και τιμήθηκε με το βραβείο «Θρύλος της Ευρωλίγκα», από την Ευρωλίγκα ανδρών.
Αποτελώντας το μοναδικό προπονητή στην ιστορία που έχει κατακτήσει και τους τέσσερις σημαντικότερους ευρωπαϊκούς τίτλους, αποτελεί εξέχουσα προσωπικότητα ανάμεσα στους συναδέλφους του.
Ως παίχτης και πρώτα προπονητικά βήματα
Έχοντας παίξει μπάσκετ για 10 χρόνια στην Ραντνίτσκι Βελιγραδίου, ξεκίνησε την προπονητική ως βοηθός του Ράνκο Ζεράβιτσα τη σεζόν 1977-78. Η Παρτιζάν εκείνη τη χρονιά κατέκτησε το Κύπελλο Κόρατς νικώντας στον τελικό την (επίσης γιουγκοσλαβική) Μπόσνα Σαράγεβο του Μπόγκνταν Τάνιεβιτς και των Ντελίμπασιτς, Βάραγιτς και Πέσιτς με 117-110. Την επόμενη χρονιά, ο Ίβκοβιτς αναλαμβάνει ρόλο πρώτου προπονητή στην Παρτιζάν στα 36 του χρόνια μετά την αποχώρηση του Ζεράβιτσα, και οδηγεί την ομάδα, με σούπερ σταρ τους Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς και Ντράζεν Νταλιπάγκιτς, σε τρεις τίτλους μέσα σε μια χρονιά (πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας, κύπελλο Γιουγκοσλαβίας και Κύπελλο Κόρατς, όπου η Παρτιζάν κάνει το repeat κερδίζοντας στον τελικό την ιταλική Αριγκόνι Ριέτι με 108-98). Με αυτό τον τρόπο ο «Ντούντα» καταφέρνει να κάνει το triple crown μόλις την πρώτη του χρονιά σαν προπονητής, κάτι που επανέλαβε πάλι με την Παρτιζάν ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς 13 χρόνια μετά.
Άρης Θεσσαλονίκης
Το 1980 έρχεται στην Ελλάδα για να προπονήσει τον Άρη παίρνοντας τη θέση του Γιάννη Ιωαννίδη που είχε αναλάβει την εθνική Ελλάδας. Τα δύο χρόνια του στον Άρη δε στέφθηκαν από επιτυχίες, αν και κατάφερε να εδραιώσει την ομάδα στις 3 πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος, έχοντας στο ρόστερ το μεγάλο Νίκο Γκάλη με τον οποίο όμως ήρθε σε σύγκρουση ουκ ολίγες φορές. Τελικά το 1982 εγκατέλειψε τον Άρη και στη θέση του επέστρεψε ο Γιάννης Ιωαννίδης, που οδήγησε την ομάδα σε 8 πρωταθλήματα τα επόμενα χρόνια.
Ο ίδιος σε συνέντευξη του το 2016 υποστήριξε ότι ποτέ του δεν είχε πρόβλημα με τον Νίκο Γκάλη, αλλά υπήρχε διοικητικό πρόβλημα στην ομάδα του Άρη και για κάποιους λόγους είχε αποφασιστεί από άλλους να μην πάει ο Άρης για πρωτάθλημα
Σιμπένκα
Το 1982 επιστρέφει στη Γιουγκοσλαβία για να αναλάβει τη Σιμπένκα. Στην ομάδα έπαιζε τότε, στα 18 του χρόνια, ο Ντράζεν Πέτροβιτς. Με τον Πέτροβιτς να κάνει πράγματα και θαύματα, η μέχρι τότε άγνωστη κροατική Σιμπένκα κατακτά την πρώτη θέση στην κανονική περίοδο του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος. Στον τελικό των πλέι οφ με αντίπαλο τη Μπόσνα, που είχε πια προπονητή τον Σβέτισλαβ Πέσιτς αντί του Τάνιεβιτς, με τη σειρά να βρίσκεται στο 1-1, το τρίτο και καθοριστικό παιχνίδι γίνεται στο γήπεδο της Σιμπένκα. Με την Μπόσνα να προηγείται με ένα πόντο, σε νεκρό χρόνο γίνεται φάουλ στον Ντράζεν Πέτροβιτς, ο οποίος με 2/2 βολές δίνει τη νίκη στη Σιμπένκα. Την άλλη μέρα, η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης αποφασίζει ότι το φάουλ έγινε αφού είχε λήξει ο αγώνας, και διατάζει επανάληψη του τρίτου τελικού. Η Σιμπένκα αρνείται να ξαναπαίξει και το πρωτάθλημα δίνεται άνευ αγώνα στην Μπόσνα.
Την ίδια χρονιά η Σιμπένκα φτάνει στον τελικό του Κυπέλλου Κόρατς για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (την προηγούμενη σεζόν 1981-82 με προπονητή τον Βλάντο Τζούροβιτς είχε χάσει από τη Λιμόζ στον τελικό με 90-84) όπου όμως χάνει πάλι από τη Λιμόζ, αυτή τη φορά με 94-86.
Την άλλη χρονιά ο Πέτροβιτς φεύγει για την Τσιμπόνα, όπου θα αρχίσει τη μεγάλη του ευρωπαϊκή και παγκόσμια σταδιοδρομία, και η Σιμπένκα για 4 χρόνια μένει μακριά από τις διακρίσεις, ευρισκόμενη μεταξύ 4ης και 6ης θέσης στο πρωτάθλημα, πορείες όμως που θεωρούνταν απόλυτα ικανοποιητικές σε σχέση με τη δυναμική της ομάδας τις προηγούμενες δεκαετίες. Το 1987 θα είναι ο τελευταίος χρόνος του «Ντούντα» στη Σιμπένκα και η επόμενη χρονιά τον βρίσκει στον πάγκο της Βοϊβοντίνα, ομάδας Β’ κατηγορίας της Γιουγκοσλαβίας. Την πρώτη σεζόν κερδίζει την άνοδο στην πρώτη κατηγορία, και τη σεζόν 1989-90 η Βοϊβοντίνα παίρνει την 5η θέση και εξασφαλίζει την έξοδό της στο Κύπελλο Κόρατς της επόμενης χρονιάς.
ΠΑΟΚ
Η επιστροφή του στην Ελλάδα έρχεται το 1991, όταν ο ΠΑΟΚ έχοντας κατακτήσει ήδη το Κύπελλο Κυπελλούχων την προηγούμενη σεζόν υπό τις οδηγίες του Ντράγκαν Σάκοτα, ψάχνει να βρει τον προπονητή που θα τον οδηγήσει στο Πρωτάθλημα Ελλάδας, που ο ΠΑΟΚ είχε να κατακτήσει από το 1959. Την πρώτη χρονιά του στον πάγκο, ο ΠΑΟΚ καταφέρνει να πάρει το πρωτάθλημα με εμφατική νίκη (82-97) μέσα στο ΣΕΦ επί του Ολυμπιακού του Ιωαννίδη, και φτάνει πάλι στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου όμως θα χάσει με 65-63 από τη Ρεάλ Μαδρίτης.
Η επόμενη χρονιά (1992-93) βρίσκει τον ΠΑΟΚ αρκετά αλλαγμένο, με τις προσθήκες του δις πρωταθλητή NBAer Κλιφ Λέβινγκστον και του Χρήστου Τσέκου, αλλά και την αποχώρηση των Νίκου Σταυρόπουλου και Πητ Παπαχρόνη. Η ομάδα φορμάρεται νωρίς και παίζοντας εξαιρετικό μπάσκετ καταφέρνει, με ρεκόρ 11-3 στον όμιλο της Ευρωλίγκα και “sweep” 2-0 επί της Ορτέζ στα προημιτελικά (μάλιστα με το υπερηχητικό 86-103 μέσα στη Γαλλία) να φτάσει για πρώτη φορά στο φάιναλ φορ της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης του μπάσκετ, που εκείνη τη χρονιά φιλοξενήθηκε στην Αθήνα. Μπροστά σε 10.000 οπαδούς του στον ημιτελικό με την Μπενετόν Τρεβίζο του Τόνι Κούκοτς, και ενώ ο ΠΑΟΚ προηγείται σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, τέσσερα απανωτά τρίποντα του Ιακοπίνι φέρνουν τους Ιταλούς μπροστά, και τελικά ο ΠΑΟΚ χάνει το παιχνίδι με 77-79, και μαζί την ευκαιρία να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης σε ελληνικό έδαφος. Στο μικρό τελικό και χωρίς κόσμο, μιας και οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν αποχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη μετά την ήττα στον ημιτελικό, ο ΠΑΟΚ κερδίζει με 76-70 τη Ρεάλ και καταλαμβάνει την 3η θέση. Στο πρωτάθλημα, ο ΠΑΟΚ είναι πρώτος στην κανονική διάρκεια με ρεκόρ 22-4 και μπαίνει με πλεονέκτημα έδρας στα πλέι οφ, αλλά τελικά χάνει από τον Ολυμπιακό στα ημιτελικά.
Την επόμενη χρονιά (1993-94), το ρόστερ του ΠΑΟΚ αλλάζει και πάλι σημαντικά με την αποδέσμευση λόγω οικονομικών προβλημάτων των λατρεμένων από τους οπαδούς ξένων Μπάρλοου και Λέβινγκστον και την επεισοδιακή αποχώρηση του αρχηγού του Παναγιώτη Φασούλα ο οποίος συμφώνησε με τον Ολυμπιακό Πειραιά! Στην θέση τους έρχονται οι Γουόλτερ Μπέρι και Ζόραν Σάβιτς, καθως και ο φοργουορντ της ΑΕΚ Νάσος Γαλακτερός μετά από ένα πολύμηνο Καλοκαιρινό σήριαλ. Τον Ιανουάριο του 1994 όμως ο Ίβκοβιτς εγκαταλείπει την ομάδα λόγω προβλημάτων με τη διοίκηση του συλλόγου. Τη θέση του παίρνει ο μέχρι τότε βοηθός του, Σούλης Μαρκόπουλος, που θα οδηγήσει την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς με δύο νίκες (75-66 στη Θεσσαλονίκη, 91-100 στην Ιταλία) επί της Στεφανέλ Τριέστε, και παραλίγο στην κατάκτηση του πρωταθλήματος μέσα στο ΣΕΦ απέναντι στον Ολυμπιακό, όπου οι φιλοξενούμενοι διαμαρτύρονται για τον καταλογισμό παράβασης 5 δευτερολέπτων στον Σάβιτς στην τελευταία φάση του αγώνα.
Πανιώνιος
Τα δύο επόμενα χρόνια (1994-96) είναι προπονητής στον Πανιώνιο, με τον οποίο τη δεύτερη χρονιά παραλίγο να φτάσει στον τελικό του πρωταθλήματος (έχασε το 3ο ματς των ημιτελικών από τον Παναθηναϊκό με 68-62 στο ΟΑΚΑ, σε ένα ματς που ο Πανιώνιος προηγούνταν σε όλο το ματς και μάλιστα ακόμα και με 13 πόντους σε ένα σημείο). Τελικά όμως θα καταφέρει να βγάλει την ομάδα στην Ευρωλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία της, “σκουπίζοντας” με 3-0 στο μικρό τελικό την παλιά του ομάδα, τον ΠΑΟΚ.
Ολυμπιακός Πειραιώς
Το καλοκαίρι του 1996 γίνονται ριζικές αλλαγές στον Ολυμπιακό, με το Σωκράτη Κόκκαλη να απολύει το Γιάννη Ιωαννίδη. Τη θέση του τελικά παίρνει ο Ίβκοβιτς, αλλά η ομάδα έχει πολλά σκαμπανεβάσματα σε Ελλάδα και Ευρώπη, με τους ερυθρόλευκους να γνωρίζουν ήττες-σοκ από τον ΒΑΟ στο πρωτάθλημα και από την Άλμπα Βερολίνου εντός και εκτός έδρας στην Ευρωλίγκα. Στο δεύτερο μισό της περιόδου η ομάδα βρίσκει τα πατήματά της, κατακτά πρώτα το Κύπελλο Ελλάδας (80-78 τον Απόλλωνα Πατρών) και στη συνέχεια κάνει μερικές εντυπωσιακές νίκες, με πιο σημαντικές τις δύο επί του Παναθηναϊκού με μειονέκτημα έδρας στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας (49-69 εκτός, 65-57 εντός), και δίνει το παρών στο φάιναλ φορ της Ρώμης. Εκεί, αφού κερδίζει με 74-65 την Ολίμπια Λουμπλιάνας στον ημιτελικό, διασύρει με 73-58 στον τελικό τη Μπαρτσελόνα (σε ένα ματς που είχε βρεθεί να χάνει με 0-10 στην αρχή) και κατακτά την Ευρωλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία του. Την επιτυχία αυτή συμπληρώνει με την κατάκτηση και του πρωταθλήματος (3-1 την ΑΕΚ στους τελικούς) και κάνει έτσι το triple crown.
Την επόμενη χρονιά ο Ολυμπιακός αποδυναμώνεται από τη φυγή του Ρίβερς, και στην Ευρώπη αποκλείεται από την Παρτιζάν στους 16, ενώ στο πρωτάθλημα δε φτάνει ούτε στον τελικό, χάνοντας το 3ο ματς των ημιτελικών από τον ΠΑΟΚ μέσα στο ΣΕΦ από το τρίποντο του Πέτζα Στογιάκοβιτς στη λήξη (55-58). Η επόμενη χρονιά φαίνεται να πηγαίνει καλύτερα, με τον Ολυμπιακό να φτάνει στο φάιναλ φορ του Μονάχου (όπου όμως παραδίνεται στις ορέξεις της Ζαλγκίρις στον ημιτελικό και βγαίνει μόνο τρίτος), και στο πρωτάθλημα έχει το πλεονέκτημα έδρας στους τελικούς απέναντι στον Παναθηναϊκό. Με τη σειρά στο 2-2, το πέμπτο ματς στο ΣΕΦ εξελίσσεται σε απογοήτευση για τους ερυθρόλευκους και σε θρίαμβο των πράσινων, που με μεγάλο πρωταγωνιστή τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα κερδίζουν με 53-62 και στέφονται πρωταθλητές για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, αυτή τη φορά μέσα στην έδρα των αντιπάλων τους. Μετά από αυτή την αποτυχία, ο Ίβκοβιτς εγκαταλείπει των πάγκο των ερυθρόλευκων.
ΑΕΚ
Η επόμενη χρονιά βρίσκει τον «Ντούντα» στην ΑΕΚ, όπου αντικαθιστά το Γιάννη Ιωαννίδη που έχει επιστρέψει στον Ολυμπιακό (ως αντικαταστάτης του Ίβκοβιτς). Στο “δικέφαλο” φτιάχνει μια νεανική ομάδα με τους Μιχάλη Κακιούζη, Δήμο Ντικούδη, Νίκο Χατζή, Νίκο Ζήση, Ιάκωβο Τσακαλίδη και Γιάννη Μπουρούση μεταξύ άλλων. Με την ΑΕΚ κατακτά δύο κύπελλα Ελλάδας στα δύο χρόνια που είναι προπονητής (2000 και 2001) και το Κύπελλο Σαπόρτα (πρώην Κυπελλούχων) το 2000 με νίκη απέναντι στην Κίντερ Μπολόνια του Ετόρε Μεσίνα και του Νίκου Οικονόμου 32 χρόνια μετά τον πρώτο θρίαμβο της ΑΕΚ στο Κύπελλο Κυπελλούχων το 1968. Το 2001 τελικά φεύγει από την ΑΕΚ, δίνοντας τη σκυτάλη στον Ντράγκαν Σάκοτα, έχοντας προετοιμάσει την ομάδα για το πρωτάθλημα που θα κατακτήσει την επόμενη χρονιά (2002) με τον Σάκοτα στον πάγκο.
ΤΣΣΚΑ Μόσχας
Το καλοκαίρι του 2002 αποδέχεται την πρόταση της ΤΣΣΚΑ Μόσχας και αναλαμβάνει την ομάδα, φέρνοντας από την ΑΕΚ τους Δήμο Ντικούδη και Τζέι Αρ Χόλντεν, και από τον Ολυμπιακό τον Θοδωρή Παπαλουκά. Με την ΤΣΣΚΑ κατακτά 3 πρωταθλήματα Ρωσίας (2003, 2004, 2005) και ένα κύπελλο (2005) και συμμετέχει σε 3 φάιναλ φορ, χωρίς όμως να φτάσει ούτε σε τελικό σε κάποιο από αυτά. Το 2005, με το φάιναλ φορ να γίνεται στη Μόσχα και την ΤΣΣΚΑ να έχει φτιάξει “ομάδα NBA” με τους Μάρκους Μπράουν, Αντόνιο Γκρέιντζερ, Χόλντεν, Άντερσεν, Λάνγκντον κ.ά., και έχοντας παραμείνει αήττητη για πάνω από 60 παιχνίδια σε Ρωσία και Ευρώπη, φάνταζε ως το απόλυτο φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου, αλλά τελικά βγήκε μόνο 4η, χάνοντας από την Τάου Θεράμικα στον ημιτελικό και από τον Παναθηναϊκό στον τελικό. Μετά από αυτή την απογοήτευση, ο Ίβκοβιτς φεύγει από τον πάγκο της ΤΣΣΚΑ και τη θέση του παίρνει ο Ετόρε Μεσίνα.
Ντιναμό Μόσχας
Δε φεύγει όμως και από τη Μόσχα, αφού τον ίδιο χρόνο αναλαμβάνει τη Ντιναμό Μόσχας όπου έχει μεταξύ άλλων παικτών στις υπηρεσίες του και τους Αντώνη Φώτση και Λάζαρο Παπαδόπουλο. Το 2006 κατακτά με τη Ντιναμό το ULEB Cup (75-60 στον τελικό τον Άρη) και την άλλη χρονιά φτάνει ως τους 8 της Ευρωλίγκας, όπου αποκλείεται όμως από τον Παναθηναϊκό, που τελικά θα στεφθεί πρωταθλητής στην Αθήνα απέναντι στην παλιά ομάδα του Ίβκοβιτς, την ΤΣΣΚΑ.
Επιστροφή στον Ολυμπιακό Πειραιώς
Μετά από 3 χρόνια απουσίας από τους πάγκους των συλλόγων και ενασχόλησης με την εθνική Σερβίας, το καλοκαίρι το 2010 δέχεται την προσφορά του Παναγιώτη και του Γιώργου Αγγελόπουλου να αναλάβει τον Ολυμπιακό 11 χρόνια μετά την αποχώρησή του. Η πρώτη του χρονιά αρχίζει φανταστικά, με τον Ολυμπιακό να παίζει υπερηχητικό μπάσκετ, να κερδίζει 2 φορές τον ΠΑΟ στην κανονική διάρκεια και να τερματίζει πρώτος με ρεκόρ 26-0 (μοναδικό ρεκόρ για την Α1 από την εποχή του Άρη που είχε κάνει 18-0 τις σεζόν 1986-87 και 1987-88), ενώ στην Ευρώπη διαλύει τη Σιένα με το απίστευτο 89-41 στο πρώτο ματς των προημιτελικών. Οι απογοητεύσεις όμως έρχονται μαζεμένες στη συνέχεια, καθώς οι ερυθρόλευκοι χάνουν τα επόμενα 3 ματς από τη Σιένα και μένουν εκτός φάιναλ φορ, ενώ χάνουν και το πρωτάθλημα από τον ΠΑΟ παρά το πλεονέκτημα έδρας (1-3), και έτσι ο μόνος τίτλος της χρονιάς είναι το κύπελλο.
Με το τέλος της χρονιάς ο Ολυμπιακός μένει “μισός” καθώς αποχωρούν οι Θοδωρής Παπαλουκάς, Γιάννης Μπουρούσης, Σοφοκλής Σχορτσιανίτης, Ράσο Νεστέροβιτς, Μίλος Τεόντοσιτς, Τζαμόν Γκόρντον κ.ά., και έτσι ο Ίβκοβιτς για την επόμενη χρονιά βασίζεται σε παίκτες που τις προηγούμενες χρονιές είτε έπαιζαν λίγο ως ελάχιστα στον Ολυμπιακό είτε ήταν δανεικοί σε άλλες ομάδες, όπως οι Σλούκας, Μάντζαρης, Παπανικολάου, Κατσίβελης, με τις μόνες προσθήκες να είναι οι Αμερικανοί Κάιλ Χάινς, Έισι Λο και Τζόι Ντόρσεϊ. Έτσι, η σεζόν 2011-12 μπαίνει με τον Ολυμπιακό να είναι αουτσάιντερ και στο πρωτάθλημα και στην Ευρώπη, και να κάνει πολλές ήττες, όπως από την Καντού, στους ομίλους της Ευρωλίγκας, και να μπαίνει στους προημιτελικούς με μειονέκτημα έδρας, πάλι απέναντι στη Σιένα. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Με τους νεαρούς παίκτες του Ολυμπιακού να κάνουν υπερπροσπάθεια σε όλη τη σεζόν και να βρίσκουν την καλύτερη φόρμα στο κατάλληλο σημείο, οι ερυθρόλευκοι κερδίζουν μέσα στην Ιταλία τη Σιένα και συμπληρώνουν το θρίαμβό τους με δύο νίκες στο ΣΕΦ, που τους φέρνουν στο φάιναλ φορ της Κωνσταντινούπολης, μαζί με ΠΑΟ, Μπαρτσελόνα και ΤΣΣΚΑ. Στον ημιτελικό καταρρίπτουν το εμπόδιο των Ισπανών με 68-64 χάρη σε ένα κρίσιμο τρίποντο του Σπανούλη, και στον τελικό έρχονται αντιμέτωποι με την ΤΣΣΚΑ. Οι Ρώσοι έχουν για άλλη μια φορά “ομάδα NBA” με Κιριλένκο, Σισκάουσκας, Σβεντ, Τεόντοσιτς, Κριάπα, Κρστιτς κ.ά. και φαντάζουν ανίκητοι. Στο τρίτο δεκάλεπτο του τελικού είναι μπροστά με 53-34 απέναντι στον Ολυμπιακό, και όλα δείχνουν ότι οι ερυθρόλευκοι δε θα έχουν καμιά ελπίδα. Ένα συγκλονιστικό όμως παιχνίδι από όλους τους παίκτες της ομάδας, και κυρίως από τους νέους Έλληνες παίκτες, με αποκορύφωμα το κλέψιμο του Μάντζαρη στον Κιριλένκο, φέρνουν τον Ολυμπιακό σε απόσταση βολής (61-60). Ο Σισκάουσκας 7 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη αστοχεί σε 2 βολές, και στην τελευταία επίθεση ο Σπανούλης πασάρει στον Πρίντεζη, που από τη γωνία κάνει το 61-62 και δίνει στον Ολυμπιακό το δεύτερο ευρωπαίκό του τίτλο. Ακολουθεί αξέχαστο πανηγύρι μέσα στην Κωνσταντινούπολη από τους 5.000 οπαδούς των ερυθρόλευκων, και ο Ολυμπιακός έρχεται στην Ελλάδα σαν πρωταθλητής Ευρώπης μετά από 15 χρόνια για να κατακτήσει τελικά και το πρωτάθλημα νικώντας με 3-2 τον Παναθηναϊκό στη σειρά των τελικών. Μετά από το μεγάλο θρίαμβο ο «Ντούντα» δηλώνει ότι αποχωρεί από την ομάδα, οι καρποί όμως της δουλειάς του γίνονται εμφανείς την επόμενη χρονιά, οπότε η ομάδα του Πειραιά με μικρές αλλαγές στο ρόστερ και προπονητή το Γιώργο Μπαρτζώκα θα κατακτήσει πάλι την Ευρωλίγκα, κάνοντας έτσι το repeat με δύο διαφορετικούς προπονητές (κάτι που είχε καταφέρει ο Ίβκοβιτς στην Παρτιζάν στην πρώτη χρονιά της καριέρας του σαν προπονητής, οπότε πήρε το 2ο συνεχόμενο κύπελλο Κόρατς με την ομάδα το 1979, και το πρώτο το είχε πάρει ο Ράνκο Ζεράβιτσα το 1978).
Ανατόλου Εφες
Μετά από δύο χρόνια μη ενασχόλησης με τη συλλογική του καριέρα, το 2014, συμφώνησε με την τουρκική Ανατολού Εφές, από την οποία αποχώρησε το 2016, έχοντας κατακτήσει το Κύπελλο Τουρκίας το 2015.
Εθνική Σερβίας
Στις εθνικές ομάδες, ο Ίβκοβιτς ξεκίνησε σαν βοηθός του Κρέζιμιρ Τσόσιτς το 1986, και το 1988 προάχθηκε σε πρώτο προπονητή. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που έβγαλε τη μεγάλη γενιά των Γιουγκοσλάβων, με τους Ντράζεν Πέτροβιτς, Βλάντε Ντίβατς, Τόνι Κούκοτς, Ντίνο Ράτζα, Ζάρκο Πάσπαλι, Στόγιαν Βράνκοβιτς κλπ., που για τρία χρόνια κατακτούσαν τα πάντα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Μετά τη διάλυση της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, ο Ίβκοβιτς εξακολούθησε να βρίσκεται στον πάγκο της νέας Γιουγκοσλαβίας (δηλαδή της συνομοσπονδίας Σερβίας-Μαυροβουνίου) και με βοηθό τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς βγάζει τη δεύτερη μεγάλη γενιά Σέρβων, με τους Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς, Ντέγιαν Μποντιρόγκα, Ζόραν Σάβιτς, Ζέλικο Ρέμπρατσα, Σάσα Τζόρτζεβιτς και Πέτζα Στογιάκοβιτς. Το 1995 κατακτά το Ευρωμπάσκετ στην Αθήνα, και το 1996 αφήνει την ομάδα στον βοηθό, μαθητή και φίλο του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, αναλαμβάνοντας συμβουλευτικό ρόλο δίπλα του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, όπου η Γιουγκοσλαβία κέρδισε το αργυρό μετάλλιο.
Το 2009 επιστρέφει στην εθνική Σερβίας, που τότε είχε πέσει σε μαρασμό καθώς ήταν μακριά από τα μετάλλια για 7 χρόνια. Στο Ευρωμπάσκετ του 2009, με νέους παίκτες όπως ο Τεόντοσιτς, ο Κέσελι κλπ., η Σερβία κάνει την έκπληξη νικώντας τους Ισπανούς στον εναρκτήριο αγώνα, και φτάνοντας ως τον τελικό, όπου τελικά χάνει από τους Ισπανούς και παίρνει το αργυρό μετάλλιο. Στο Μουντομπάσκετ του 2010 φτάνει ως τα ημιτελικά, αποκλείοντας στους 8 την παγκόσμια πρωταθλήτρια Ισπανία (93-89) και χάνοντας την είσοδο στον τελικό στο τελευταίο σουτ από τη διοργανώτρια Τουρκία (83-82) καταλαμβάνει την 4η θέση.