Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Πρόταση για παραπομπή Παπακωνσταντίνου στο Ειδικό Δικαστήριο

Υπέρ της άποψης ότι δεν έχει παραγραφεί καμία απο τις αξιόποινες πράξεις για τον πρώην υπουργό Γιώργο Παπακωνσταντινου, σχετικά με τη διαχείριση της λίστας Λαγκάρντ, τάσσεται ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Αναστάσιος Κανελλόπουλος.

Συγκεκριμένα, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισηγήθηκε τη νομιμότητα της ποινικής δίωξης σε βάρος του πρώην “τσάρου” της Οικονομίας, Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος δεν δίσταζε μάλιστα να… νομοθετεί και εκτός Συντάγματος. Αυτό άλλωστε προέκυψε από τις αποκαλύψεις του ereportaz.gr.

Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η δίωξη για απιστία, νόθευση δημόσιου εγγράφου και παράβαση καθήκοντος είναι νόμιμη, καθώς η από τις εκλογές 6.5.2012 προελθούσα Βουλή της ΙΔ περιόδου ουδόλως λειτούργησε και επομένως ήταν αντικειμενικώς αδύνατο να ασκήσει την αρμοδιότητα της, δηλαδή να επιληφθεί της περιπτώσεως του υπουργού Οικονομικών και να συγκροτήσει προς τούτο Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή.

Μάλιστα στην εισήγηση αναφέρεται πως η συγκεκριμένη Βουλή διήρκησε τόσο χρονικό διάστημα στο οποίο ήταν φυσικώς και λογικώς αδύνατο να συνέλθει σε δυο τακτικές περιόδους κάθε μια από τις οποίες δεν μπορεί να είναι συντομότερη από πέντε μήνες, άρα η προαναφερόμενη σύντομη αποσβεστική προθεσμία εκτείνεται μέχρι το πέρας της Β’ τακτικής συνόδου της μεθεπόμενης περιόδου.

Πλέον αυτό το οποίο αναμέναται είναι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο θα αποφανθεί για την παραγραφή ή όχι των αδικημάτων.

Και όλα αυτά την ώρα που φαίνεται να επαληθεύονται οι αποκαλύψεις του e-reportaz, για τον πρώην “τσάρο” της Οικονομίας, όσον αφορά την αθώωση του και την παραγραφή των αδικημάτων του.

Διαβάστε ολόκληρη την πρόταση του κ. Κανελλόπουλου

Π ρ ο ς

Το Ειδικό Δικαστικό Συμβούλιο

του Αρείου Πάγου

(άρθρο 86 παρ. 4 του Συντάγματος)

—————————

 

Ο Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης, με την ιδιότητα του Ανακριτή επί της ποινικής υποθέσεως κατά του πρώην Υπουργού Γεωργίου Παπακωνσταντίνου, εναντίον του οποίου η Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συνεδρίασή της στις 15ης Ιουλίου 2013, άσκησε ποινική δίωξη για α) νόθευση δημοσίου εγγράφου, με σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος και να βλάψει παράνομα το δημόσιο β) απιστία σχετική με την υπηρεσία, για την τέλεση της οποίας μετεχειρίσθη ιδιαίτερα τεχνάσματα, και γ) παράβαση καθήκοντος (άρθρα 242 παρ. 1, 2, 3, 256 περίπτ. γα και 259 του Π.Κ.), με την από 15-10-2013 αίτησή του, ζητεί από το αρμόδιο Συμβούλιό σας να αποφανθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 4 Ν. 3126/2003 και 307 περίπτ. β΄ του Κ.Π.Δ., αν κατά τον χρόνο ασκήσεως της διώξεως, είχε παρέλθει η κατά το άρθρο 86§3ε του Συντάγματος οριζόμενη αποσβεστική προθεσμία, κρίνοντας ότι το νομικό αυτό ζήτημα, είναι ιδιαιτέρως δυσχερές, ενόψει του ότι επ΄ αυτού διατυπώνονται δημοσίως από συνταγματολόγους κ.τ.λ. διϊστάμενες γνώμες. Θεωρεί δε αναγκαία την άρση της εκκρεμότητας αυτής, πριν αρχίσει την ουσιαστική ανάκριση, η οποία θα αποβεί άσκοπη, αν ύστερα από αυτήν κριθεί, ότι η κατά τα άνω δίωξη ασκήθηκε μετά την πάροδο της αποσβεστικής προθεσμίας.

Θεωρούντες και εμείς, ότι, όντως, το προαναφερθέν νομικό ζήτημα, είναι ιδιαιτέρως δυσχερές και ότι επ΄ αυτού επιβάλλεται να υπάρξει απόφαση του Συμβουλίου σας, πριν ο Ανακριτής προβεί στην ουσιαστική ανάκριση, εκθέτουμε τα εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1α του Συντάγματος, «Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι Υφυπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητός του, σύμφωνα με τις διατάξεις των Νόμων για την ευθύνη των Υπουργών», αρμόδιο δε Δικαστήριο είναι το συγκροτούμενο κατά τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 86 του Συντάγματος.

Η διαδικασία της ασκήσεως της διώξεως από τη Βουλή και της παραπομπής των Υπουργών στο προαναφερθέν δικαστήριο καθορίζεται από τις διατάξεις του άνω άρθρου 86 και του Ν. 3126/2003 «περί νομικής ευθύνης των Υπουργών».

΄Ετσι, το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως αυτό ήδη ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6 Απριλίου 2001 ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως ο νόμος ορίζει…..» και στην παράγραφο 3 εδ. ε΄ ότι «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Το Σύνταγμα ορίζει, επίσης, στο άρθρο 53 παρ. 1 ότι «οι Βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών εκλογών….».

Το χρονικό αυτό διάστημα καλείται Βουλευτική περίοδος, η οποία είναι δυνατόν να λήγει και πριν την εκπνοή της τετραετίας, στις περιπτώσεις που προβλέπεται από άλλες διατάξεις του Συντάγματος, όπως στην περίπτωση του άρθρου 37, περί του οποίου κατωτέρω.

         Περαιτέρω, και στο άρθρο 64 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι «η Βουλή συνέρχεται αυτοδικαίως κάθε έτος την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου σε τακτική σύνοδο για τα ετήσια έργα της, εκτός αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη συγκαλέσει ενωρίτερα σύμφωνα με το άρθρο 40 παρ. 1» και ότι «η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι συντομότερη από πέντε μήνες, χωρίς να συνυπολογίζεται ο χρόνος της αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 40».

Σημειώνεται, επίσης, ότι για να μπορεί η Βουλή να ενασκεί τα καθήκοντά της, απαιτείται η συγκρότησή της σε Σώμα, η οποία πραγματοποιείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 65 του Συντάγματος, στην αρχή κάθε Βουλευτικής περιόδου, με την εκλογή του Προέδρου της Βουλής  και των λοιπών μελών του Προεδρείου. Τοιουτοτρόπως, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του Κανονισμού της Βουλής, την επομένη ημέρα της ορκωμοσίας των Βουλευτών εκλέγεται ο Πρόεδρος της Βουλής και την αμέσως επομένη οι Αντιπρόεδροι, Κοσμήτορες και Γραμματείς.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος, αν στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας ουδενός  κόμματος στη Βουλή, η διαδικασία των διερευνητικών εντολών αποβεί άκαρπος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εφόσον και το συγκληθέν από αυτόν Συμβούλιο των Αρχηγών των Κομμάτων, επιβεβαιώσει την αδυναμία σχηματισμού βιωσίμου Κυβερνήσεως, διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει εκλογές, οι οποίες διενεργούνται ή από Κυβέρνηση ευρυτέρας Κοινοβουλευτικής βάσεως, (υπό την προϋπόθεση ότι σ΄αυτήν θα συμφωνήσουν οι παριστάμενοι Αρχηγοί), ή από Κυβέρνηση την οποία σχηματίζει ένας από τους προέδρους των ανωτάτων Δικαστηρίων, στον οποίον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει τη σχετική εντολή

Ακόμη, πρέπει να υπομνηθεί, ότι με το άρθρο 1 του Συντάγματος, διακηρύσσεται ότι θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία και ότι ανώτατο όργανο του Κράτους είναι ο Λαός, από τον οποίο πηγάζουν και υπέρ αυτού ασκούνται όλες οι άλλες εξουσίες.

Η θεμελιώδης αυτή διάταξη, αποτελούσα την υπάτη διάταξη του Συντάγματος, χρησιμεύει και αποτελεί τον γνώμονα, για την ερμηνεία των λοιπών συνταγματικών διατάξεων.

Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και εκείνων του Ν. 3126/2003, συνάγονται τα ακόλουθα:

Πρώτον. Τα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων των Υπουργών τελεσθέντα κακουργήματα και πλημμελήματα, διώκονται από τη Βουλή και δικάζονται από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος, κατά την οριζόμενη στο άρθρο αυτό και τον προαναφερθέντα Νόμο διαδικασία και εντός της οριζόμενης αποσβεστικής προθεσμίας.

Δεύτερον. Με την τιθέμενη αποσβεστική προθεσμία, ο Συνταγματικός Νομοθέτης θέλει να καταστήσει δυνατή κατά χρόνο, την πραγμάτωση της Υπουργικής ευθύνης, αφού η προθεσμία αυτή εκτεινομένη μέχρι και το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος, είναι αρκούντως ικανή, για να ασκήσει η Βουλή αυτήν την αρμοδιότητα.

Το γεγονός ότι ο Νομοθέτης θέλει να έχει γνώμη για την δίωξη η προερχόμενη από εκλογές νέα Βουλή, έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι ο Λαός με την ετυμηγορία του κρίνει τα πεπραγμένα της προηγούμενης Κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και, φυσικά, και τις πράξεις που αποδίδονται στον ή στους Υπουργούς. Συμβαίνει δε, συνήθως, στα Δημοκρατικά Πολιτεύματα, μετά τις εκλογές,  να έχει προκύψει διαφορετική σύνθεση της Βουλής και διαφορετική- σε σχέση με την προηγούμενη Βουλευτική περίοδο- Κοινοβουλευτική  πλειοψηφία, ώστε η χθεσινή Αντιπολίτευση να είναι Κυβέρνηση και αντιστρόφως, με ό,τι αυτό, προδήλως, για τη δίωξη του Υπουργού συνεπάγεται.

Τρίτον. Παράλληλα, όμως, θέλει, να μη διαταράσσεται επί μακρόν η πολιτική ομαλότητα της Χώρας, από την αναπότρεπτη σκανδαλοκαπηλία, αλλά και να μη τελούν σε διαρκή ομηρία Υπουργοί ή διατελέσαντες Υπουργοί, καθώς και τα Κόμματα στα οποία αυτοί ανήκουν.

Τέταρτον. Η από το άρθρο 86 θεσπιζόμενη για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, σύντομη αποσβεστική προθεσμία, έχει ως απώτατο πέρας, το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι η περίοδος και η λειτουργία της Βουλής διήρκεσε για τόσο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο να υπήρχε δυνατότητα να συνέλθει σε δύο τουλάχιστον τακτικές συνόδους. Και αυτό, ώστε μέσα στα ετήσια έργα της να έχει τη δυνατότητα να κρίνει αν πρέπει να ασκηθεί η κατά τα άνω ποινική δίωξη. Επομένως, αν η επόμενη από την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως περίοδος της Βουλής διήρκεσε τόσο χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο ήταν, φυσικώς και λογικώς, αδύνατο να συνέλθει σε δύο τακτικές συνόδους, καθεμιά από τις οποίες, δεν  μπορεί να ήταν συντομότερη από πέντε μήνες, η προαναφερόμενη σύντομη αποσβεστική προθεσμία εξικνείται μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της μεθεπόμενης περιόδου. Δεν προκύπτει δε το αντίθετο, από το ότι ο Αναθεωρητικός Συνταγματικός Νομοθέτης ήθελε πολύ σύντομη την κατά τα άνω θεσπιζόμενη αποσβεστική προθεσμία, αφού πάντως ο Νομοθέτης αυτός θεσπίζει και ένα απώτατο, οπωσδήποτε λογικό χρονικό σημείο, έτσι ώστε η Βουλή να έχει όλη την χρονική άνεση για περίσκεψη, διαβούλευση και απόφανση. Και ναι μεν, πολιτικώς, η Βουλή έχει την υποχρέωση και το καθήκον να συμβάλλει κάθε φορά στη συγκρότηση Κυβερνήσεως, για να αποφεύγονται αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, όμως για το Συνταγματικό Νομοθέτη, ενόψει της ρητής βούλησής του να ασκείται οπωσδήποτε η κατά τα άνω ποινική δίωξη και μέσα στο προαναφερόμενο, πάντως λογικό, χρονικό διάστημα, είναι αδιάφορος ο λόγος για τον οποίο η επόμενη της αξιοποίνου πράξεως Βουλή δεν μπόρεσε να συνέλθει σε δεύτερη τακτική σύνοδο. Διαφορετική ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα να φαλκιδεύεται το κατά τα άνω απώτατο χρονικό σημείο.

Ευλόγως, όμως, δύναται να τεθεί το ερώτημα: «Εάν και η μεθεπόμενη Βουλή διαλυθεί πριν υπάρξουν δύο πλήρεις σύνοδοι, δύναται η επόμενη αυτής να ασκήσει το δικαίωμα της διώξεως;». Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίδει η αιωνόβιος εις τα ευνομούμενα Κράτη αρχή του δικαίου, κατά την οποίαν «ουδείς ασκών εξουσίαν, ιδιώτης ή άρχων, δύναται να καταχράται αυτής». «΄Αρχοντες ούκ οφείλουσι κακώς αποκεχράσθαι τη εξουσία αυτών» (Κων/νος Τριανταφυλλόπουλος Ακαδημαϊκός και Καθηγητής της Νομικής Σχολής εις ΑΠΑΝΤΑ Κων/νου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Ακαδημία Αθηνών Τόμος Β2 σελίδα 1315).

Η αρχή αυτή, την οποίαν οφείλουν να έχουν κατά νουν όλοι οι ασκούντες εξουσία, επαναλαμβάνεται και στο ήδη ισχύον Σύνταγμα του Ελληνικού Κράτους (άρθρο 25 παρ. 3). ΄Αρα, η απάντηση στο τεθέν ερώτημα είναι αρνητική.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα, προκύπτει, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με το 127/7-9-2009 διάταγμά του, διέλυσε μετά από πρόταση της Κυβερνήσεως την Βουλή της ΙΒ΄ περιόδου, προβαίνοντας παραλλήλως στην προκήρυξη εκλογών για τις 4 Οκτωβρίου 2009. Η Βουλή της ΙΓ΄ περιόδου, η οποία προήλθε από τις εκλογές αυτές, διαλύθηκε με το 40/11-4-2012 Διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος προκήρυξε εκλογές για τις 6 Μαΐου 2012. Η Βουλή της ΙΔ΄ περιόδου, η οποία προήλθε από τις εκλογές αυτές, συνεκροτήθη σε σώμα στις 18 Μαΐου 2012, εκλέγοντας Πρόεδρο, Αντιπροέδρους αυτής κ.τ.λ., αφού, την προηγούμενη (17-5-2012) είχε διενεργηθεί η ορκωμοσία των Βουλευτών. Την επομένη ημέρα, δηλαδή στις 19 Μαΐου 2012, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά την αποτυχία των διερευνητικών εντολών και την αδυναμία ή ακριβέστερα την απροθυμία της Εθνικής Αντιπροσωπείας να σχηματίσει Κυβέρνηση, που να τυγχάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής, διέλυσε και πάλι, κατ΄επιταγή του άρθρου 37 του Συντάγματος, τη Βουλή της ΙΔ΄ περιόδου, προκηρύσσοντας ταυτοχρόνως εκλογές για τις 17-6-2012.

Η Βουλή της ΙΕ΄ περιόδου, η οποία προήλθε από τις εκλογές αυτές, κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2013 της Α΄ Συνόδου αυτής, άσκησε εναντίον του διατελέσαντος, κατά την ΙΓ΄ Βουλευτική περίοδο, Υπουργού Οικονομικών την, ήδη, αναφερθείσα ποινική δίωξη. Η δίωξη αυτή, παρά το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε την επόμενη των πράξεων ΙΔ΄ Βουλευτική περίοδο, αλλά κατά την Α΄ Σύνοδο της μεθεπόμενης ΙΕ΄ περιόδου, είναι σύμφωνα με τα ανωτέρω νόμιμη, διότι ασκήθηκε εντός της υπό του άρθρου 86 παρ. 3ε του Συντάγματος τασσομένης αποσβεστικής προθεσμίας, ενόψει του ότι, η από τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 προελθούσα Βουλή της ΙΔ΄ περιόδου, ουδόλως λειτούργησε και, επομένως, αντικειμενικώς ήταν αδύνατο να ασκήσει την κατά τα άνω αρμοδιότητά της. Δηλαδή, να επιληφθεί της περιπτώσεως του Υπουργού των Οικονομικών, να συγκροτήσει την προς τούτο Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή και εν συνεχεία η Ολομέλεια να ασκήσει κατ΄αυτού την άνω ποινική δίωξη.

Κατ΄ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω, θεωρούμεν ότι, η κατά τα άνω ποινική δίωξη, που άσκησε η Βουλή της ΙΕ΄ περιόδου, κατά την συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2013 της Α΄ Συνόδου αυτής, εναντίον του διατελέσοντος κατά την ΙΓ΄ Βουλευτική περίοδο Υπουργού Οικονομικών Γεωργίου Παπακωνσταντίνου, είναι νόμιμη, ασκηθείσα εντός της υπό του άρθρου 86 παρ. 3ε του Συντάγματος οριζόμενης αποσβεστικής προθεσμίας.

ΤΑΥΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝ.

 

Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου

 

 

Αναστάσιος Κανελλόπουλος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ