Αυτή είναι μια αλήθεια που είμαστε αναγκασμένοι να την αποδεχθούμε. Οι σύγχρονες αναπτυσσόμενες χώρες μετατρέπονται ραγδαία σε ένα βιομηχανικό πεδίο λεηλασίας των φυσικών πόρων τους, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί τους να αναγκάζονται αργά ή γρήγορα ελλείψει φυσικών πόρων και δυνατοτήτων διαβίωσης, αλλά και της κλιματικής αλλαγής που επιταχύνεται και επιδεινώνεται από τη βίαιη αλλαγή της φυσιογνωμίας των βιοτόπων σε βιομηχανικά τοπία, να γίνουν πρόσφυγες πολλές φορές ακόμη και στην ίδια τους την πατρίδα.
Το αποτέλεσμα είναι η συγκέντρωση στο σύντομο μέλλον σημαντικών τμημάτων πληθυσμών στις μεγάλες μητροπόλεις των κρατών, αφήνοντας στις μεγάλες εταιρείες το υπόλοιπο οικοσύστημα σαν εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας και πρώτων υλών, που θα χρειάζονται για τη λειτουργία τους.
Αυτό είναι ένα σενάριο που ο ΟΗΕ και οι περιβαλλοντολόγοι ήδη έχουν προβλέψει και περιγράψει, και δυστυχώς βλέπουμε να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια ραγδαία και στην Ελλάδα με αντικατάσταση των δασών από βιομηχανίες ανεμογεννητριών, αντικατάσταση των λιβαδιών και της γεωργικής γης από βιομηχανίες φωτοβολταϊκών, εξορύξεις ανελέητες σε γη και θάλασσα για άντληση πρώτων υλών, μεταλλευμάτων και υδρογονανθράκων, υφαλμύρωση των υδροφόρων οριζόντων λόγω υπεράντλησης για λόγους υπερτουρισμού. Αυτό που ζούμε χρόνο με τον χρόνο είναι η πλήρης απομύζηση και καταστροφή κάθε τόπου στο όνομα της βιομηχανίας, της δήθεν πράσινης ενέργειας ή του τουρισμού, όλα δίχως έλεος, δίχως ουδεμία πρόνοια για το περιβάλλον, για την ίδια τη ζωή, για τους ανθρώπους που έζησαν και θέλουν να συνεχίσουν να ζουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν. Όσοι ζουν σε αυτά τα χώματα αισθάνονται να γίνονται πραγματικότητα μπροστά στα μάτια τους οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου, στο ποίημά του «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης». «Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο».