Η ταραχώδης στις ηδονές ζωή του Αμερικανού χρηματιστή και κυρίως οι νεφελώδεις συνθήκες του θανάτου του σε φυλακή της Νέας Υόρκης στις 10 Αυγούστου προκαλoύν σύρραξη ανάμεσα στους Τραμπ και τους Κλίντον και κλυδωνίζει τις πολιτικές, επιχειρηματικές και οικονομικές ελίτ
«Το χρήμα δεν φέρνει μόνο πολυτέλεια. Φέρνει κυρίως μπελάδες». Η εν λόγω φράση, την οποία μηρύκαζε ακάματα τα τελευταία 30 χρόνια -απ’ όταν δηλαδή ο ίδιος είχε καταφέρει να παρεισφρήσει στο κλαμπ των εξευτελιστικά ζάπλουτων και ανήκουστα προνομιούχων πολιτών του κόσμου- ο Τζέφρι Επστάιν, συμπυκνώνει όσο καμία άλλη την κοσμοθεωρία του. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ζούσε στο πετσί του την υπαρξιακή βάσανο που του είχε κληροδοτήσει η δυσθεώρητη ύψους 500 εκατ. ευρώ περιουσία του, αυτή που τον είχε οδηγήσει να πιστέψει ακλόνητα ότι μπορούσε να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμα και νεαρά κορίτσια για να ξεγελά την -ομολογημένη στους φίλους του ήδη από τα βαθιά 90s- ακόρεστη σαρκική έξη του.
Αλλά κυρίως ότι στο συγκεκριμένο μότο ζωής είχε ανακαλύψει το ιδανικό δόλωμα για να ταρακουνά ψυχικά τους υποψήφιους πελάτες του, να τους εμβαπτίζει σε έναν αδιόρατο φόβο και άρα να τους χειραγωγεί ευκολότερα.
Κανείς δεν αμφιβάλλει. Ο Επστάιν ήταν ένας άνθρωπος σπάνιας, σχεδόν διεστραμμένης -και αυτό ας μην παρανοηθεί ως μνεία στη σεξουαλική εμμονή του- ευφυΐας. Οι φίλοι, οι γνωστοί και οι θαυμαστές του, ανάμεσα στους οποίους ηγέτες (Μπιλ Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ), κραταιοί επιχειρηματίες (Λες Γουέξνερ), καθηγητές πανεπιστημίων (ο νομικός του Χάρβαρντ Αλαν Ντέρσοβιτς), γαλαζοαίματοι (πρίγκιπας Ανδρέας), δημοσιογράφοι (ο Μάικλ Γουλφ του «Vanity Fair») ακόμα και νομπελίστες (ο μοριακός βιολόγος Ρίτσαρντ Αξελ), πολλά χρόνια προτού πλάι στο όνομα του 66χρονου χρηματιστή προστεθεί ο επιθετικός προσδιορισμός «διαβόητος» καμάρωναν ότι απολάμβαναν την εμπιστοσύνη, τη συντροφιά και τη συνεργασία ενός δαιμόνιου συνομιλητή, με κοφτερό μυαλό και σχεδόν εξωπραγματικά γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο σκέψης.
Ο Τζέφρι Επστάιν ήταν ο πρώτος -και ο τελευταίος- άνθρωπος που θα έπαιρναν τηλέφωνο όποτε ανέκυπτε κάποιο αξεπέραστο φαινομενικά πρόβλημα. Αλλωστε στην αμερικανική πιάτσα κανείς δεν τον αντιμετώπιζε ως χρηματιστή, αλλά σαν θεραπευτή, life coach και ψυχαναλυτή δισεκατομμυριούχων, μολονότι ο μόνος γνωστός βαθύπλουτος πελάτης του ήταν ο 81χρονος σήμερα Λες Γουέξνερ, ιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της L Brands, στην οποία ανήκει, μεταξύ άλλων, και ο οίκος Victoria’s Secret. Σαν άλλος Γκάτσμπι, ο Επστάιν είχε πείσει άπαντες ότι είναι παντοδύναμος και επιδραστικός. Γιατί μπορούσε.
Ως προϊόν της απόκοσμης εξυπνάδας του μπορεί να θεωρήσει κάποιος τις πληροφορίες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας μετά τον θάνατό του και θέλουν στο σπίτι του, στην 71η Οδό του Απερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν -στα τέλη των 90s η ακριβότερη οικία στη Νέα Υόρκη-, να δεσπόζει μια τοιχογραφία με τον ίδιο πίσω από της φυλακής τα σίδερα ανάμεσα σε δύο δεσμοφύλακες. Ο Επστάιν αυτοσαρκαζόταν ότι πολύ πιθανόν να κατέληγε ξανά στη φυλακή, μετά την πικρή εμπειρία που δοκίμασε το 2008 με τον εγκλεισμό του για 13 μήνες σε κομητειακό σωφρονιστικό κατάστημα της Φλόριντα. Και ήθελε να είναι προετοιμασμένος.
Ή μέσω της τέχνης, την οποία μάλλον χρησιμοποιούσε για να αποδομεί τους εντιμότατους φίλους του, αν λάβει κανείς υπόψη το εκκεντρικό πορτρέτο του Μπιλ Κλίντον μεταμορφωμένο σε Μόνικα Λεβίνσκι που κοσμούσε επίσης την 2.000 τ.μ. οικία του στο Απερ Ιστ Σάιντ ή τους πίνακες με τον Γούντι Αλεν και τον διάδοχο του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, να ξορκίζει οικεία κακά. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η πρώτη φυλάκισή του ήταν μάλλον light.
Ο Επστάιν, που πριν από έντεκα χρόνια είχε δηλώσει ένοχος για εκπόρνευση ανήλικου κοριτσιού, έπειτα από συμβιβασμό με τον τότε δικαστή και μέχρι πριν από λίγες ημέρες υπουργό Εργασίας της αμερικανικής κυβέρνησης Αλεξάντερ Ακόστα, μπορούσε να περνά 12 ώρες εκτός φυλακής έξι ημέρες την εβδομάδα, να πηγαίνει στη δουλειά του και να περνά χρόνο στην περίφημη πια έπαυλή του στο Παλμ Μπιτς. Μόνος ή με την αγαπημένη του συντροφιά: τα νεαρά, καλλίπυγα, με αυστηρές προδιαγραφές μοντέλου κορίτσια.
Σε κάθε περίπτωση, ο 66χρονος εκατομμυριούχος άφησε την τελευταία πνοή του σε ένα περιβάλλον που το είχε συνηθίσει, τουλάχιστον οπτικά, ώστε να το θεωρεί οικείο. Στις 10 Αυγούστου ο Επστάιν βρέθηκε νεκρός από δύο δεσμοφύλακες των φυλακών της Νέας Υόρκης, όπου κρατούνταν από τις 8 Ιουλίου με τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων και της σύστασης συμμορίας για τη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων. Ο θάνατός του αποδόθηκε με σπουδή σε αυτοκτονία, όμως επίσημο ιατροδικαστικό πόρισμα ακόμα δεν έχει εκδοθεί. Εξάλλου, τα κατάγματα που φέρει στον λαιμό -συγκεκριμένα στο υοειδές οστό- απαντώνται τόσο σε περιπτώσεις απαγχονισμού όσο και σε εκείνες του στραγγαλισμού. Υπάρχουν πολλά ακόμα, μικρά αλλά διόλου επουσιώδη στοιχεία που περιπλέκουν την υπόθεση του θανάτου του και διερευνώνται -ή τουλάχιστον έτσι διακινείται στον Τύπο- από το FBI. Οπως το γεγονός ότι ο κρατούμενος έπρεπε να ελέγχεται ανά μισή ώρα από τους φύλακες.
Και αυτό γιατί λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε βρεθεί χτυπημένος στο κελί του. Κάποιοι είχαν κάνει τότε λόγο για απόπειρα αυτοκτονίας. Πάντως, ο ιατροδικαστής καταλήγει ότι είχαν περάσει ήδη δύο ώρες από τον θάνατό του όταν εντοπίστηκε νεκρός. Δεν μπορεί παρά να γεννά εντύπωση, αν όχι ερωτήματα, ότι κανείς δεν είχε πάρει είδηση το παραμικρό για έναν κρατούμενο υπό δρακόντεια επιτήρηση, ο οποίος εξαρχής φυλακίστηκε με την αιτιολογία ότι συνιστούσε κίνδυνο όχι μόνο για το κοινωνικό σύνολο, αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του.
Σε ένα τέλειο σχήμα κύκλου, η ζωή του Επστάιν ολοκληρώθηκε στην πόλη απ’ όπου ξεκίνησε: τη Νέα Υόρκη. Τον χειμώνα του 1953 -συγκεκριμένα στις 20 Ιανουαρίου- ο Σέιμουρ Επστάιν και η Πολίν Στολόφσκι, εβραϊκής καταγωγής αμφότεροι, υποδέχτηκαν στον κόσμο τον πρώτο τους γιο. Με τα χρήματα που εξασφάλιζε η δουλειά του κηπουρού πατέρα και τη φροντίδα της νοικοκυράς μητέρας η ζωή του Τζέφρι και του μικρότερου αδελφού του Μαρκ κυλούσε μάλλον με ευπρέπεια στο Κόνι Αϊλαντ. Το μόνο που ενδεχομένως απασχολούσε την οικογένεια ήταν η υπερκινητικότητα του πρωτότοκου, η μανία του να καταπιάνεται με πολλά και διαφορετικά πράγματα και να τα αφήνει στη μέση. Αλλά τότε μάλλον η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής δεν ήταν η viral ασθένεια των όπου γης πιτσιρικιών. Γι’ αυτό και μάλλον ήταν απορίας άξιον πώς ο Τζέφρι κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Μουσική και να παίζει πιάνο όχι απλώς με επάρκεια, αλλά και επιδεικνύοντας το προφανώς έμφυτο ταλέντο του ήδη από την ηλικία των 5 ετών.
Η σχέση του με το σχολείο ήταν μάλλον περίεργη. Σταμάτησε και ξεκίνησε κάμποσες φορές. Πήγε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης για να σπουδάσει φυσικομαθηματικός. Πτυχίο όμως δεν πήρε ποτέ. Αυτό βέβαια ουδόλως τον εμπόδισε να ξεκινήσει την καριέρα του ως καθηγητής στο Ντάλτον, ένα από τα πιο γνωστά και αξιοσέβαστα ιδιωτικά σχολεία της Νέας Υόρκης, με λίστα αποφοίτων που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον δημοσιογράφο του CNN Αντερσον Κούπερ, την ηθοποιό Κλερ Ντέινς και τον γιο του Τζον Λένον και της Γιόκο Ονο, Σον.
Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι η βραχύβια καριέρα του στην εκπαίδευση δεν ήταν τίποτε άλλο από το πρώτο σκαλοπάτι για να δικτυωθεί και να αναρριχηθεί κοινωνικά. Ως καθηγητής των τέκνων του Αλαν Γκρίνμπεργκ, παντοδύναμου επικεφαλής του χρηματοπιστωτικού οργανισμού Bear Stearns στα μέσα των 70s, είχε την απόλυτη ευκαιρία. Και την έπιασε από τα μαλλιά. Γοητευμένος από την ευφυΐα του (εντάξει, και από τις παραστάσεις που έστηνε μπρος στους μαθητές του), ο Γκρίνμπεργκ πρότεινε στον Επστάιν μια θέση στην εταιρεία του. Κι έτσι σχεδόν από το πουθενά ο φωτισμένος άνευ πτυχίου καθηγητής μετατράπηκε εν μια νυκτί σε χαρισματικό χρηματιστή με φρενήρη επαγγελματική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, ο Επστάιν διαχρονικά αυτοπροσδιοριζόταν ως συλλέκτης κοινωνικών σχέσεων με πλούσιους, διάσημους και αληθινά επιδραστικούς ανθρώπους. Κάτι σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς, μόνο που στη θέση του Ιερού Δισκοπότηρου είχε τοποθετήσει εκείνους που κρατούν την τύχη του κόσμου στα χέρια τους. Και αποδείχτηκε διορατικός, ακριβής και καίριος στις επιλογές του. Μπορεί να μην είχε γνώση, διέθετε όμως ανεξάντλητα αποθέματα μυαλού και γοητείας.