Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ο «γόρδιος δεσμός» της Μέσης Ανατολής

Υπάρχουν πολλές και παλιές ιστορίες σχετικά με τη Μέση Ανατολή, κυρίως σε ό,τι αφορά την «παλαιστινιακή υπόθεση». Ανάλογα από ποια πλευρά της ιστορίας τις βλέπει κάποιος, οι υπεύθυνοι μπορεί να είναι οι Άραβες, τα αραβικά κράτη και η φιλοαραβική διεθνής Αριστερά, αλλά και αντίθετα το ίδιο το Ισραήλ με τις ΗΠΑ και την ΕΕ.

Του Νίκου Βασιλειάδη

Η αλήθεια είναι πως το «πρόβλημα» μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να είναι φλέγον και να έχει φτάσει για ακόμη μία φορά σε αδιέξοδο εξαιτίας της ρητορικής και της πρακτικής του Ισλάμ, οι οποίες χαρακτηρίζουν πλέον σχεδόν όλες τις μουσουλμανικές χώρες, αλλά και ενός σταθερά κακομαθημένου Ισραήλ που δεν εννοεί να αφήσει χώρο για κανέναν άλλον στην περιοχή.

Η μεγαλύτερη όμως αλήθεια είναι πως εν πολλοίς όλα τα προβλήματα ξεκινούν ή σχετίζονται με την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τα συμφέροντα της Δύσης και των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.

Συμφέροντα που πολλές φορές δείχνουν να είναι αντικρουόμενα, αφού οι ΗΠΑ αν και έχουν συμφέρον την ασφάλεια του Ισραήλ -την οποία έχουν εν πολλοίς αναλάβει- εξαρτώνται ακόμη από το πετρέλαιο των αραβικών χωρών και επιζητούν ομαλές σχέσεις μαζί τους.

Ο «απόρθητος βράχος του Ισλάμ»

Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τις χώρες της Μέσης Ανατολής ξεκινούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 με την εμπορική συνθήκη που συνήψαν με την Περσική Αυτοκρατορία. Όμως, τα επόμενα χρόνια το εμπόριο στην περιοχή εξελίχθηκε πολύ αργά. Ο τοπικός πληθυσμός δεν υπέκυψε όπως θα περίμενε κανείς στις αμερικανικές εμπορικές πολιτικές, με αποτέλεσμα για τους Δυτικούς να γίνει ο «απόρθητος βράχος του Ισλάμ», όπως χαρακτήρισε τη Μέση Ανατολή ο τότε Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος George Curzon, ως σύστημα που αγκαλιάζει κάθε δραστηριότητα, ως καθήκον και πράξη ζωής που ανθίστανται στις δυτικές επιρροές, με το Ισλάμ, αν και πολυδιασπασμένο από την άποψη του θρησκευτικού δόγματος μπροστά στους απίστους της Δύσης, να παραμερίζει τις εσωτερικές διαφορές του.

Μετά τον πόλεμο

Η «Μέση Ανατολή», όπως ονόμασε το 1902 την περιοχή μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής ο Αμερικανός αξιωματικός του ναυτικού Alfred Thayer Mahan, απέκτησε γεωπολιτική σπουδαιότητα για τις ΗΠΑ στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους αναγνώρισαν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική αξία των πετρελαϊκών πόρων της που ήταν κρίσιμοι για την έκβαση του πολέμου και τη μεταπολεμική ανάκαμψη της Ευρώπης, αλλά και ως εν δυνάμει αποτρεπτικό τείχος για την κομμουνιστική επέκταση.

Μετά τον πόλεμο, η εγκαθίδρυση μιας ελεύθερης και δημοκρατικής εβραϊκής κοινοπολιτείας στην Παλαιστίνη ήρθε ως φυσικό επακόλουθο, αποτέλεσμα της πίεσης από τους επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και έτσι το 1947 τα Ηνωμένα Έθνη, μετά από πιέσεις της διοίκησης Τρούμαν, πρότειναν να χωριστεί το έδαφος που αποτελούσε την Παλαιστίνη σε δύο κράτη, ένα εβραϊκό και ένα αραβικό.

Έτσι, όταν στις 14 Μαΐου 1947 ιδρύθηκε επισήμως το κράτος του Ισραήλ και τα βρετανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την περιοχή, οι «Ισραηλινοί» κατέλαβαν τη δυτική Ιερουσαλήμ -όπου ζούσε πλειοψηφία Εβραίων- εκδιώκοντας τους Παλαιστινίους κατοίκους. Ακολούθησαν μάχες μεταξύ Αράβων και Εβραίων που μετέτρεψαν την πόλη σε εμπόλεμη ζώνη, με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν 780.000 αυτόχθονες οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως Παλαιστίνιοι.

Η κρίση στο Σουέζ

Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1956 με την κρίση του Σουέζ που ξέσπασε όταν ο Νάσερ της Αιγύπτου εθνικοποίησε τη διώρυγα υποστηριζόμενος από τη Σοβιετική Ένωση.

Οι Αμερικανοί, που επιθυμούσαν να δημιουργήσουν ένα αρραγές μέτωπο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, αφού απέτυχαν να πείσουν τον Νάσερ να στραφεί εναντίον της ΕΣΣΔ, υποστήριξαν με κάθε τρόπο το Ισραήλ στον Πόλεμο των ΈΞΙ Ημερών το 1967, το οποίο κέρδισε τον έλεγχο της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, της Δυτικής Όχθης, των Υψιπέδων του Γκολάν και της χερσονήσου του Σινά.

Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών

Στους μήνες μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ ολοκλήρωσε τη διοικητική απορρόφηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ, παρά τις έντονες αντιδράσεις των μουσουλμάνων κατοίκων της, με την Ουάσιγκτον να αρνείται «τυπικά» να αναγνωρίσει την απόφαση της ισραηλινής κυβέρνησης, και εγκατέστησε κατοχικό καθεστώς στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, με εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστινίους να καταφεύγουν από τη Δυτική Όχθη στην Ιορδανία, όπου η παρουσία τους επιδείνωσε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του βασιλείου.

Οι σχεδόν 1.000.000 Παλαιστίνιοι που έμειναν στα «κατεχόμενα» ζούσαν -και ζουν- υπό καθεστώς ημι-αιχμαλωσίας, όπου από τους πρώτους μεταπολεμικούς μήνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη διαδικασία της εβραϊκής εποίκισης. Από τότε η ειρήνη στη Μέση Ανατολή έγινε άπιαστο όνειρο, με τη Σοβιετική Ένωση να βοηθάει τα αραβικά κράτη να επανεξοπλιστούν έως το 1973, την ημέρα του Γιομ Κιπούρ, όταν η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο Ισραήλ. Όμως με τη βοήθεια των ΗΠΑ, που έγιναν ο βασικός υποστηρικτής του Ισραήλ, οι Ισραηλινοί κατάφεραν να ανατρέψουν την κατάσταση και να περικυκλώσουν τον αιγυπτιακό στρατό.

Το πετρέλαιο ως μέσο πίεσης

Από την πλευρά τους, το 1973 οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες άρχισαν να χρησιμοποιούν το πετρέλαιο ως στρατηγικό όπλο ανεβάζοντας τις τιμές και απαιτώντας την επιστροφή του Ισραήλ στα σύνορα του 1967. Αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν την προμήθεια όπλων στο Ισραήλ, οι Άραβες απειλούσαν πως θα επέβαλλαν εμπάργκο σε όλες τις αποστολές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι ΗΠΑ θέλοντας να αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη άρχισαν να συμμετέχουν πιο ενεργά στην ειρηνευτική διαδικασία, επιμένοντας στην ανάγκη δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους. Αλλά η υπόθεση δεν προχώρησε – κυρίως λόγω του παλαιστινιακού μαξιμαλισμού, με την Ιερουσαλήμ να γίνεται το κατεξοχήν πεδίο των θρησκευτικών διαφορών ανάμεσα στο Ισλάμ και τον ιουδαϊσμό.

Οι ΗΠΑ, που κληρονόμησαν την πολιτική των Βρετανών Divide et impera από τότε που εκμεταλλεύονταν τις θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές μεταξύ Εβραίων και μουσουλμάνων, και όταν το κράτος του Ισραήλ έγινε πρότυπο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε μια περιοχή όπου η δυτική δημοκρατία ήταν άγνωστη, συνέχισαν να υποστηρίζουν τον καλύτερο πελάτη των αμερικανικών βιομηχανιών όπλων, οι οποίες έχουν συμφέρον να διατηρείται η ένταση και οι πολεμικές απειλές στην περιοχή.

Η «Καταιγίδα της Ερήμου»

Μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ με την «Καταιγίδα της Ερήμου» από το 1991, οι Αμερικανοί χάραξαν την καινούργια στρατηγική τους στη Μέση Ανατολή. Όχι και τόσο καινούργια τελικά, αν και η προεδρία του Μπιλ Κλίντον φάνηκε να ενδιαφέρεται πραγματικά για την ισραηλινο-παλαιστινιακή συνεννόηση, τον θεσμικό ρόλο του ΟΗΕ και τον κατευνασμό του Ισλάμ που εμφάνιζε μεγάλη κινητικότητα, κυρίως γιατί η οικονομική και η δημογραφική ανάπτυξη στις ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της εξάρτησης από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα από εκείνο του Περσικού Κόλπου. Οι ΗΠΑ είχαν συμφέρον την περιφερειακή σταθερότητα και τις ομαλές σχέσεις με τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες προκειμένου να αγοράζουν φτηνά το πετρέλαιο.

Τα αμερικανικά συμφέροντα περιλαμβάνουν την προώθηση της σταθερότητας και της ασφάλειας των φιλικών χωρών (πελατών) στην περιοχή, την ελεύθερη ροή πετρελαίου, τον περιορισμό της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής και βαλλιστικών πυραύλων, την αποτροπή πωλήσεων συμβατικών όπλων, την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και την ενθάρρυνση μιας ειρηνευτικής διαδικασίας μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών, καθώς και μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων κατά τρόπο πάντα που να βολεύει τις ΗΠΑ.

Μεροληπτική πολιτική

Από το 1973 οι αμερικανικές διοικήσεις ευνόησαν μεροληπτικά το Ισραήλ από τη μια παροτρύνοντάς το να εγκαταλείψει το «μη ρεαλιστικό όνειρο ενός μεγαλύτερου Ισραήλ», αλλά την ίδια στιγμή δανειοδοτώντας Εβραίους μετανάστες από την ΕΣΣΔ ώστε να χτίσουν οικισμούς στη Δυτική Όχθη και στην ανατολική Ιερουσαλήμ.

Ο βίαιος ισλαμισμός

Τον Οκτώβριο του 1998 το μνημόνιο που υπεγράφη στη Wye Plantation του Μέριλαντ προέβλεπε την αποχώρηση του Ισραήλ από το 13% της Δυτικής Όχθης, την απελευθέρωση 750 Παλαιστινίων κρατουμένων και το άνοιγμα του αεροδρομίου της Γάζας, ενώ, ως αντάλλαγμα, οι Παλαιστίνιοι συμφώνησαν να ανακαλέσουν 26 αντι-ισραηλινές ρήτρες από τον Χάρτη της PLO και να συλλάβουν κάποιους τρομοκράτες που καταζητούσε το Ισραήλ. Αλλά, αν και οι Παλαιστίνιοι απέκτησαν κάποιον έλεγχο στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και στη Λωρίδα της Γάζας, οι Ισραηλινοί συνέχισαν ακάθεκτοι την επέκταση του εποικισμού και γενικά αθέτησαν τις υποσχέσεις τους έναντι της άλλης πλευράς, με αποτέλεσμα να παραμεριστεί η πολιτική του διαλλακτικού Παλαιστινίου ηγέτη Γιασέρ Αραφάτ και οι Παλαιστίνιοι να κινηθούν προς τον πιο βίαιο ισλαμισμό.

Οι ισλαμιστές, οι οποίοι βλέπουν τους Άραβες και τους μουσουλμάνους ως θύματα του δυτικού Χριστιανισμού, διατυπώνουν την ιδέα ότι ο σιωνισμός είναι ένα κίνημα που υποστηρίζουν οι χριστιανοί με σκοπό την εξάλειψη του Ισλάμ από τους ιερούς τόπους και τρέφουν μίσος για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Από το 2001 οι μουσουλμάνοι τρομοκράτες ενεργούν με έμπνευση τα παράπονα για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και για την «ισλαμοφοβία» στη Δύση, αλλά και την κατοχή της Παλαιστίνης.

Η αμερικανική παρουσία στο Αφγανιστάν και η εισβολή στο Ιράκ έδωσαν στην Αλ Κάιντα το καλύτερο προπαγανδιστικό εργαλείο και τις μεγαλύτερες δυνατότητες στρατολόγησης που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ενώ αποξένωσαν τη Δύση από τις φίλιες χώρες, όπως η Τουρκία, η Ιορδανία, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία.

Η πρόσφατη επίθεση της Χαμάς θυμίζει, αναπόφευκτα, την υπόθεση της 9/11. Παρότι οι Ισραηλινοί κραδαίνουν την ταυτότητα του ιστορικού θύματος, όσο εκδηλώνουν ηγεμονικές τάσεις στην περιοχή, αλαζονεία, έλλειψη σεβασμού στους Άραβες, όλα αυτά τα επιβλαβή χαρακτηριστικά που προκύπτουν από την κατάχρηση του εβραϊκού εξαιρετισμού, η ειρήνη θα συνεχίσει να είναι άπιαστο όνειρο στην περιοχή.

 

 

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ