Ο ΚΟΣΜΟΣ της πολιτικής είναι γεμάτος με ιστορίες για μυστικά και προδοσίες, για συλλογική σιωπή και πισώπλατα μαχαιρώματα. Ο σκοτεινός κόσμος της κατασκοπείας δεν είναι διαφορετικός – τα μυστικά και οι προδοσίες εκεί είναι θρυλικά, μόνο που για να γίνουν γνωστά στο ευρύ κοινό πρέπει να συμβεί κάποιο «ατύχημα».
Tου ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Παρακολουθήσεις και υποκλοπές. Μια παλιά ιστορία με μυστικά και ψέματα στους σκοτεινούς διαδρόμους της εξουσίας
Η ιστορία ξεκινά στο μακρινό 1972, όταν στις 17 Ιουνίου 1972 πέντε διαρρήκτες εισέβαλαν στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος (Democratic National Committee), που στεγαζόταν στο κτιριακό συγκρότημα του Watergate, και προσπάθησαν να τα παγιδεύσουν με «κοριούς». Οι πέντε άνδρες συνελήφθησαν χάρη στην έγκαιρη δράση του φύλακα ασφαλείας του κτιρίου, όμως τα πραγματικά σπουδαία δεν είχαν αρχίσει ακόμη.
Ανάμεσα στους διαρρήκτες ανακαλύφθηκε πως ήταν ένας πρώην πράκτορας της CIA, καθώς και ένας υπάλληλος ασφαλείας του κόμματος των Ρεπουμπλικανών (G.O.P.). Οι ιδιότητες αυτές των «παράξενων διαρρηκτών» αποκαλύφθηκαν χάρη στο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Washington Post» και δύο άσημους μέχρι τότε δημοσιογράφους, τους Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρσταϊν.
Το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών στην Ιστορία της Αμερικής είχε μόλις ξεσπάσει.
Οι δύο δημοσιογράφοι αρχίζουν μια μεγάλη έρευνα στην προσπάθειά τους να ξεσκεπάσουν την απάτη του κόμματος του νεοεκλεγέντος προέδρου των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον.
Στον δρόμο τους ξεπηδούν πολλά προβλήματα και πολλά αδιέξοδα, σε σημείο που πολλές φορές σκέφτηκαν μήπως θα έπρεπε να τα παρατήσουν.
Είναι χαρακτηριστικό πως τότε, κατά τη διάρκεια της διετούς έρευνας, η εκδότρια της εφημερίδας, Katherine Graham, ζητούσε επιτακτικά κάθε πληροφορία να διασταυρώνεται από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές πηγές.
Την 1η Αυγούστου 1972 οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρσταϊν δημοσιεύουν στην «Washington Post» το πρώτο άρθρο με το οποίο αποκαλύπτεται το σκάνδαλο «WaterGate», που έμελλε να «ρίξει» κατόπιν τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον. Στο άρθρο τους οι δημοσιογράφοι αποκαλύπτουν πως μία επιταγή 25.000$ προοριζόμενη για την εκλογική καμπάνια του προέδρου Νίξον βρίσκεται στον τραπεζικό λογαριασμό ενός εκ των διαρρηκτών των γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος, ενάμιση μήνα νωρίτερα.
Η «Washington Post» για αυτή της την έρευνα τιμήθηκε το 1973 με το βραβείο Πούλιτζερ προσφοράς υπηρεσιών στο κοινό καλό και ο Ρίτσαρντ Νίξον στις 8 Αυγούστου 1974 γίνεται ο πρώτος πρόεδρος στην Ιστορία των ΗΠΑ που παραιτείται από το αξίωμά του και πρόεδρος της χώρας αναλαμβάνει ο τότε αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Φορντ αργότερα απένειμε χάρη στον Νίξον μέσω επίσημης διακήρυξης για το σκάνδαλο, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του δήλωσε: «Επιτέλους, ο εθνικός εφιάλτης έλαβε τέλος».
Αμερική και Ρωσία, οι «μετρ» του είδους
Αναμφισβήτητα, η παρακολούθηση των ξένων πληροφοριακών διαύλων δεν είναι κάτι νέο, για καμία κυβέρνηση οπουδήποτε στον κόσμο, που θέλει να παρακολουθεί τους «πιθανούς κινδύνους» εντός της επικράτειάς της. Για τις δύο υπερδυνάμεις μάλιστα η κοινή λογική υπαγορεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παρακολουθούν Ρώσους διπλωμάτες εντός των αμερικανικών συνόρων, και το Κρεμλίνο από την άλλη έχει ακριβώς την ίδια προσέγγιση προς τους Αμερικανούς αξιωματούχους στη Μόσχα. Ένας λόγος για την παρακολούθηση ξένων αξιωματούχων είναι να εντοπιστούν πιθανοί προδότες, διπλοί πράκτορες που αποτελούν πραγματική απειλή. Άλλωστε, αυτό κάνουν κυρίως οι υπηρεσίες κατασκοπείας.
Οι επιχειρήσεις παρακολούθησης δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Αν και λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να το συνειδητοποιήσουν, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών έχει πάντα κάποιον στο στόχαστρό της, έναν κατάσκοπο, έναν απατεώνα ή έναν εγκληματία. Οι μυστικές υπηρεσίες που επιχειρούν πάντα παρακολουθούν, ακολουθώντας σιωπηρά τους στόχους, ακούγοντας τις υποκλαπείσες συνομιλίες και μαγνητοσκοπώντας ύποπτες δραστηριότητες για τη διακριτική συγκέντρωση πληροφοριών στη στήριξη της εν εξελίξει μάχης κατά της τρομοκρατίας, της ξένης αντικατασκοπείας και των ποινικών ερευνών.
Αυτά τα εξαιρετικά εκπαιδευμένα στελέχη κάθε σοβαρής μυστικής υπηρεσίας διεξάγουν φυσική και ηλεκτρονική παρακολούθηση. Μεταξύ άλλων, φωτογραφίζουν αυτοκίνητα, ανθρώπους, αντικείμενα και εγκαταστάσεις, με τρόπο διακριτικό προκειμένου να μην εγείρουν τις υποψίες, συναρμολογώντας στοιχεία, συμπεριφορές και γεγονότα στον δρόμο, την ώρα που ψάχνουν για μικρές ενδείξεις -ακόμα κι αν είναι σημάδια από κιμωλία ή κομμάτια ταινίας- που θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν πού θα είναι η επόμενη συνάντηση με μια πηγή ή σε ποιο σημείο θα γίνει η παράδοση στοιχείων, ενώ τα «αφεντικά» των ειδικών πρακτόρων ασχολούνται με την πολιτική για το ποιον και για ποιο λόγο θα τον θέσουν υπό παρακολούθηση.
H NSA και η Μέρκελ
Η πιο πρόσφατη υπόθεση παρακολούθησης της καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, η οποία σημειωτέον κατάγεται από την πάλαι ποτέ υπερδύναμη των παρακολουθήσεων, Ανατολική Γερμανία, μας δίνει να καταλάβουμε ότι στο παιχνίδι της διασφάλισης πληροφοριών και απορρήτου ουδείς μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία ονομάστηκε «σκάνδαλο της NSA», o Οργανισμός Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) συνεργάστηκε με την υπηρεσία πληροφοριών της Δανίας για να κατασκοπεύσει ανώτερους αξιωματούχους γειτονικών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, σύμφωνα με τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό της Δανίας (DR).
H έρευνα η οποία κάλυψε την περίοδο από το 2012 έως το 2014 αποκάλυψε πως η NSA χρησιμοποίησε καλώδια πληροφοριών της Δανίας για να κατασκοπεύσει ανώτερους αξιωματούχους στη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένου του πρώην υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ και του πρώην ηγέτη της γερμανικής αντιπολίτευσης, Πέερ Στάινμπρουκ (υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την Καγκελαρία της Γερμανίας).
Η Δανία, στενός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, φιλοξενεί πολλούς βασικούς σταθμούς υποθαλάσσιων καλωδίων Διαδικτύου από και προς τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Βρετανία.
Μέσα από στοχευμένες ανακτήσεις και τη χρήση λογισμικού ανάλυσης που αναπτύχθηκε από την NSA, γνωστή ως Xkeyscore, η NSA παρεμπόδισε κλήσεις, κείμενα και μηνύματα συνομιλίας προς και από τηλέφωνα υπαλλήλων στις γειτονικές χώρες.
Η εσωτερική έρευνα της Δανέζικης Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας ξεκίνησε το 2014 μετά από ανησυχίες σχετικά με τις διαρροές του πρώην υπαλλήλου της NSA, Edward Snowden, που αποκάλυψε τον τρόπο λειτουργίας της NSA.
Τα στοιχεία που αποκτήθηκαν έδειξαν ότι η Υπηρεσία Πληροφοριών της Δανίας βοήθησε την NSA να κατασκοπεύει κορυφαίους πολιτικούς στη Σουηδία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, καθώς και στη Γερμανία. Επιπλέον, σύμφωνα με αναφορές μέσων μαζικής ενημέρωσης, η Υπηρεσία Πληροφοριών της Δανίας (Forsvarets Efterretningstjeneste, FE) βοήθησε την NSA και στη συλλογή πληροφοριών για τα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών της ευρωπαϊκής χώρας, καθώς και έναν εγχώριο κατασκευαστή όπλων.
Ακόμα, η FE συνεργάστηκε επίσης με την NSA για κατασκοπευτικές επιχειρήσεις εναντίον της αμερικανικής κυβέρνησης. Τελικά, η κυβέρνηση της Δανίας ανάγκασε ολόκληρη την ηγεσία της FE να παραιτηθεί το 2020, αφού αποκαλύφθηκε η έκταση της συνεργασίας των Υπηρεσιών Πληροφοριών των δύο χωρών. Το θέμα απασχόλησε και τη γερμανική «Süddeutsche Zeitung», η οποία σε σχετικό της δημοσίευμα αποκάλυψε ότι η Υπηρεσία Πληροφοριών της Δανίας συνέδραμε την NSA προκειμένου να υποκλαπούν τηλεφωνικές επικοινωνίες Ευρωπαίων πολιτικών, μεταξύ των οποίων και η Άνγκελα Μέρκελ.
Έτσι, σύμφωνα με πληροφορίες, ο στενός συνεργάτης και γείτονας της Γερμανίας βοήθησε στις προσπάθειες των ΗΠΑ στην υποκλοπή των συνομιλιών της καγκελαρίου και του προέδρου της ευρωπαϊκής χώρας.