Μια φορά κι έναν καιρό όπως αρχίζουν όλα τα παραμύθια σε μια γιορτινή Χριστουγεννιάτικη βιτρίνα φιγουράριζε περήφανος ένας στρατός από γενναίους λαμπρούς με τις κατακόκκινες στολές τους στρατιώτες.
Του Νίκου Βασιλειάδη
Δίπλα από ένα στολισμένο δέντρο και μια βιαστική ατμομηχανή που έκανε γύρους, υπήρχαν εικοσιπέντε μολυβένιοι ετοιμοπόλεμοι στρατιώτες. Είχαν όλοι τους τις λόγχες τους στον ώμο, σε στάση προσοχής και κοίταζαν εμπρός έτοιμοι να ριχτούν στην μάχη, μια μάχη που θα διάλεγε γι’ αυτούς, δίχως να τους ρωτήσει ένα παιδικό μυαλό που θα τους αποκτούσε σαν δώρο για τα Χριστούγεννα. Εδώ το παραμύθι λίγο αλλάζει, γιατί από το παραμύθι του μικρού μολυβένιου στρατιώτη γράφθηκε αυτή η ιστορία. Ένας απ’ όλους τους λαμπρούς, ωραίους εκείνους στρατιώτες, δεν είχε όπλο. Έλειπε η κάνη, έλλειπε η λόγχη, κάποιος είπε πως ίσως δεν υπήρχε αρκετό μολύβι για να ολοκληρωθεί όταν ο στρατός χυνόταν στο καλούπι· αλλά η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ο στρατιώτης εκείνος δεν ήθελε να πολεμήσει. Δεν ήθελε να ριχτεί σε μία μάχη που δεν ήταν δική του, που κάποιος άλλος με παιδικό μυαλό, είχε επιλέξει.
Στην δική του ξεχωριστή διάσταση ο μικρός εκείνος στρατιώτης δεν ήθελε ούτε να πολεμά ούτε να φορά στολή, αλλά να φυτεύει λουλούδια και να γράφει ποιήματα.
Ήξερε πως ήταν φτιαγμένος για τα Χριστούγεννα και δεν μπορούσε να φανταστεί πως σε μια τέτοια γιορτή, την γιορτή της αγάπης και της ειρήνης, αυτός μαζί με τους άλλους στρατιώτες της σειράς του ήταν προορισμένος να ζήσει τους πιο μεγάλους πολέμους, να εξοικειωθεί με το βασικό συστατικό κάθε πολέμου, τον παραλογισμό του∙ καθώς κατασκευάζει εχθρούς και μετονομάζει τη δολοφονία σε ηρωισμό.
Δυστυχώς, όπως και στην ζωή ο μικρός εκείνος ποιητής στρατιώτης δεν θα πρέπει να βρήκε πολλούς συνεχιστές της στάσης του, αυτά που το μικροσκοπικό μολυβένιο τους μυαλό σκεπτόταν δεν είχαν μεγάλη επίδραση. Ο πόλεμος γύρω του, σε κάθε σπίτι πάντα θα συνεχιζόταν∙ ότι σκεφτόταν ήταν μάταιο. Τα μικρά παιδικά μυαλά θα συνέχιζαν για πάντα να παίρνουν στα αθώα χεράκια τους τους τους μεγάλους στρατούς και τότε, μιμούμενα τους «μεγάλους» που φιγουράριζαν στα «επίκαιρα» των κινηματογράφων, – συνήθως, πεινασμένοι για αίμα αντιπάλων, ανυποχώρητοι ως το τέλος, γυαλίζοντας τις αστραφτερές τους αρβύλες, αν και οι περισσότεροι από τους ιθύνοντες νόες απείχαν συχνά από το πεδίο της μάχης και περιορίζονταν σε απέραντα λογύδρια, άλλοτε για πατριωτισμό και άλλοτε για ισότητα, – θα έριχναν τους δικούς τους μικρούς μολυβένιους στρατούς στις μάχες ή θα ονειρεύονταν κατακτήσεις σφίγγοντας στην τσέπη έναν στρατιώτη ή τα άλλα όπλα τους.
Υποθέτω πως ο μικρός «αντιρρησίας» στρατιώτης θα πήρε αναγκαστικά μέρος σε πολλές τέτοιες αιματηρές και σκληρές μάχες. Σαν βοηθητικός, σαν ένας ασήμαντος κομπάρσος που δεν θα είχε ποτέ την δυνατότητα να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της μάχης ανάμεσα στις φλόγες και τα εχθρικά πυρά, σαν κάποιος που δεν θα μπορούσε ποτέ στα μάτια του μικρού ιδιοκτήτη να γίνει αντικείμενο θαυμασμού για τον ηρωισμό του ή την αυτοθυσία του.
Ίσως να κουβάλησε πυρομαχικά, ίσως να έθαψε συναδέλφους, νεκρούς στην μάχη, ίσως να περίμενε συντρόφους να γυρίσουν κατάκοποι και πληγιασμένοι να τους δέσει τις πληγές πίσω στο παιδικό κάστρο – οχυρό τους, όμως σίγουρα δεν ήταν από αυτούς που ρίχτηκαν στην μάχη, αφού αρνήθηκε το όπλο του.
Καμμιά πριγκίπισσα δεν θα τον περίμενε σαν βραβείο της αντρειοσύνης του και ποτέ δεν θα ταξίδεψε σε τσέπη παιδικού παντελονιού να γνωρίσει τον άλλο κόσμο.
Ποτέ κανείς δεν θα του αναγνώριζε πως έκανε κάτι σημαντικό, ότι πρόσφερε σ’ στον πόλεμο το ελάχιστο εκεί που κάποιοι άλλοι σκοτώθηκαν στις μάχες ή γύρισαν σακάτηδες.
Ποτέ δεν ακολούθησε αυτή την παράλογη ιδέα που ήθελε να μην έχει σημασία η «θυσία των ανθρώπων, αν πρόκειται να συνεισφέρει στη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας!» Μέσα στο μικρό μολυβένιο του μυαλό όλα αυτά για τους μεγάλους πολέμους φάνταζαν μάταια ίδια με τον απαίσιο Θεό της ειδωλολατρίας που δεν ήθελε να πιει το νέκταρ παρά μόνο μέσα από το κρανίο των σκοτωμένων εχθρών του.
Εναντιώθηκε στο αξίωμα πως η τιμή βρισκόταν στην υπακοή, γιατί γνώριζε πως αυτό συγχεόταν συχνά με το έγκλημα. Ναι, ο στρατιωτικός νόμος μπορεί να τιμωρεί με θάνατο την ανυπακοή και γι’ αυτόν τιμή είναι η υποταγή. Όταν όλοι είναι στρατιώτες, θεωρείται έγκλημα να μη σκοτώνεις όταν σε διατάζουν να το κάνεις. Αλλά ..ποιος θα μπορούσε να εξηγήσει στο μικρό παιδί που στάθηκε ο ρυθμιστής της ζωής του πως στην ζωή των πραγματικών ανθρώπων εκεί που κάθε συνείδηση, για να υπάρχει, επιζητεί με μανία τον θάνατο της άλλης. αλλά, κανείς δεν μπορεί να βάλει στο μυαλό του πως στην περίπτωση που μία από τις συνειδήσεις εκμηδενίζεται, η νικητήρια συνείδηση δεν μπορεί πια να κυριαρχήσει, να αναγνωριστεί, αφού η άλλη, αντίπαλη συνείδηση δεν υπάρχει πλέον.
Αυτόν λοιπόν τον μικρό παράξενο μολυβένιο στρατιώτη, τον βρήκα σκονισμένο, βρώμικο και ταλαιπωρημένο, σε ένα παλιό χάρτινο κουτί μαζί με άλλα παλιά παιχνίδια, ένα γιο-γιο, μια σπασμένη ροκάνα, μια τσίγκινη σφυρίχτρα, , πλαστικά ζώα, πουλιά, πλαστικά τραινάκια, χτυπημένα αυτοκινητάκια χωρίς ρόδες, λούτρινα αρκουδάκια και κουρδιστά ποντικάκια σε μια υπαίθρια αγορά. Τον πήρα στα χέρια μου και ένοιωσα τον πόνο του που δεν κατόρθωσε ποτέ να κάνει το όνειρό του αληθινό. Να γράψει ένα ποίημα. Με κοίταξε με αυτό το βλέμμα που κοιτούν όλοι οι μολυβένιοι στρατιώτες. Αυτό το «είμαι έτοιμος για σένα» μόνο που στα δικά μου μάτια αυτό το είμαι έτοιμος για σένα σήμαινε αυτό ακριβώς που ποθούσε η μικρή μολυβένια του καρδιά.
– Πόσα θές; ρώτησα τον βαριεστημένο τύπο πίσω από τον πάγκο που σίγουρα καταριόταν την ώρα και την στιγμή που για δέκα ολόκληρα λεπτά της ώρας ένας τρελός καθόταν κρατώντας στα χέρια του ένα άχρηστο παιδικό παιχνίδι.
– Τι να θέλω βρε φίλε, μου απάντησε, πάρε και κάτι ακόμη και δώσε ένα ευρώ…
Έριξα το βλέμμα μου τριγύρω, δεν ήθελα κάτι για μένα, ήθελα κάτι που να αξίζει στον μικρό μολυβένιο στρατιώτη, σαν ανταμοιβή για όλη αυτή την τεράστια υπομονή που έκανε για τόσα χρόνια, να μείνει σταθερός σε αυτό που πίστευε.
Τα μάτια μου έπεσαν σε ένα παλιό παιδικό μολύβι με αρκουδάκια. Ξέμεινε από κάποιο σετ της παλιάς εποχής, δίχως να επιτελέσει τον σκοπό του. Μου φάνηκε ταιριαστό να του δώσω εγώ το όπλο που ζήταγε τόσα χρόνια, ένα όπλο για να γράψει.
Έδωσα ένα ευρώ στον άνθρωπο του πάγκου, τα έκρυψα και τα δυο μέσα στην τσέπη του παλτού και προχώρησα.
Κάπου εκεί χαζεύοντας την παλιά ρωμαϊκή αγορά μέσα στο μυαλό μου τριγύριζαν οι λέξεις
Στη σκακιέρα του κόσμου
δεν είμαι βασιλιάς, ούτε άλογο, ούτε πύργος.
Ένα απλό στρατιωτάκι είμαι
που μ’ έχουν βάλει στην πρώτη γραμμή
για να κρύβονται πίσω μου
άλογα, πύργοι και βασιλιάδες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σασμός: Οι ηθοποιοί εύχονται στο κοινό για τα Χριστούγεννα με μαντινάδες
Πώς θα κινηθούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνεια