Ο βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ κατέληξε σε νέα συμφωνία σχετικά με τις μετά το Brexit εμπορικές ρυθμίσεις για την Βόρεια Ιρλανδία, ποντάροντας στο στοίχημα ότι η βελτίωση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση υπερτερεί των διαφωνιών που αυτό μπορεί να προκαλέσει στις τάξεις του Συντηρητικού Κόμματος.
Κυβερνητική πηγή στο Λονδίνο ανακοίνωσε την επίτευξη της συμφωνίας κατά την διάρκεια της συνάντησης του βρετανού πρωθυπουργού με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σε ξενοδοχείο του δυτικού Λονδίνου.
Η επίτευξη της συμφωνίας εντάσσεται σε μία στρατηγική υψηλού ρίσκου για τον Ρίσι Σούνακ, ο οποίος επεδίωκε να εξασφαλίσει μία συμβιβαστική λύση και να βελτιώσει τις σχέσεις του Λονδίνου με τις Βρυξέλλες – και τις Ηνωμένες Πολιτείες – χωρίς να εξοργίσει τους ακραιφνείς απολογητές του Brexit εκ των Τόρις.
Η συμφωνία έχει ως στόχο να επιλύσει τις εντάσεις που προκλήθηκαν το 2020 λόγω των ρυθμίσεων του Brexit που αφορούν την Βόρεια Ιρλανδία και την διατήρηση ανοικτών των συνόρων της με την Δημοκρατία της Ιρλανδίας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μένει να φανεί αν η συμφωνία θα είναι αρκετή για να θέσει τέλος στο πολιτικό αδιέξοδο στην Βόρεια Ιρλανδία και να ικανοποιήσει τους επικριτές του ειδικού καθεστώτος που διέπει την βρετανική επαρχία τόσο στην ίδια την Βόρεια Ιρλανδία όσο και σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αναμένεται ότι η νέα συμφωνία θα προβλέπει την άμβλυνση των φυσικών ελέγχων επί των αγαθών που εισάγονται από την Βρετανία στην Βόρεια Ιρλανδία και ότι θα δώσει στους βορειοϊρλανδούς βουλευτές λόγο επί των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα πρέπει να εφαρμοσθούν βάσει των πολύπλοκων όρων που διέπουν την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.
Μία επιτυχία της συμφωνίας θα ενισχύσει την ηγεσία του Ρίσι Σούνακ επί του Συντηρητικού Κόμματος δίνοντάς του την δυνατότητα να ξεπεράσει το πλέον ακανθώδες θέμα της ατζέντας του, την ώρα που βρίσκεται αντιμέτωπος με το ισχυρό προβάδισμα του Εργατικού Κόμματος στις δημοσκοπήσεις εν όψει των εκλογών του 2024.
Αν αποτύχει, πιθανότατα θα αντιμετωπίσει ανταρσία εκ μέρους των ευρωσκεπτικιστών του Συντηρητικού Κόμματος και την αναβίωση των σοβαρών ιδεολογικών διαφορών που παρέλυσαν κατά καιρούς της βρετανική κυβέρνηση μετά το δημοψήφισμα του 2016 για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.