Στις 30 Νοεμβρίου ξεκινά στο Παρίσι η 21η Διεθνής Σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή. Στη σύνοδο αυτή, όλες οι χώρες θα παρουσιάσουν τις δεσμεύσεις που προτίθενται να αναλάβουν για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, και κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα, που προέρχεται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων ως βασικής ενεργειακής πηγής.
Κάθε χώρα θα παρουσιάσει εθελοντικές δεσμεύσεις (INDC, από τις λέξεις Intended NationallyDetermined Contribution, δηλαδή Εθνικά Καθορισμένη Προτιθέμενη Συμβολή) με στόχο τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030. Αντίθετα με το Κιότο, δεν θα υπάρξει διαπραγμάτευση ούτε θα επιβληθούν συγκεκριμένα ποσοστά ή κυρώσεις. Ο βασικός στόχος είναι να μην αυξηθεί η μέση θερμοκρασία του πλανήτη πάνω από 2 βαθμούς μέχρι το τέλος του αιώνα, καθώς οι ειδικοί θεωρούν ότι μια τέτοια αύξηση θα έχει απρόβλεπτες και πάντως, σοβαρές επιπτώσεις.
Η προσέγγιση αυτή είχε το πλεονέκτημα ότι όλες οι χώρες, τόσο οι ανεπτυγμένες όσο και οι αναπτυσσόμενες, πείστηκαν να παρουσιάσουν προτάσεις. Αυτό αποτελεί επιτυχία, καθώς οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες αρνιόντουσαν μέχρι τώρα να συνεισφέρουν στην επίλυση ενός προβλήματος που δημιούργησε ο ανεπτυγμένος κόσμος με την υπέρμετρη χρήση ορυκτών καυσίμων. Έτσι, στις 30 Οκτωβρίου, ένα μήνα πριν ξεκινήσει η σύνοδος, 147 χώρες κατέθεσαν τις προτάσεις τους. Ανάμεσά τους και οι μεγαλύτεροι ρυπαντές, δηλαδή η Κίνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι αλήθεια ότι οι δύο πρώτες χώρες, που απέρριπταν ως τώρα οποιονδήποτε περιορισμό, βοηθήθηκαν να αλλάξουν στάση από εξελίξεις στο εσωτερικό τους. Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η αντικατάσταση εργοστασίων άνθρακα από εργοστάσια φυσικού αερίου. Στην περίπτωση της Κίνας, αυτό που οδήγησε τις αρχές να αλλάξουν στάση ήταν η μόλυνση συγκεκριμένων πόλεων και περιοχών από τη μαζική χρήση του άνθρακα. Ανεξάρτητα από τους λόγους πάντως, τα σχέδια των δύο χωρών να μειώσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων είναι ευπρόσδεκτα.
Με πρωτοβουλία της Γραμματείας της Συνόδου, δημοσιεύθηκε μια έκθεση όπου αναλύεται η συμβολή κάθε χώρας και γίνεται μια εκτίμηση για τις επιπτώσεις του συνόλου των συμβολών το 2030. Μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι εύκολη, καθώς κάθε πρόταση ακολουθεί τη δική της λογική. Για παράδειγμα, ενώ ορισμένες χώρες δεσμεύονται ευθέως να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, άλλες προτιμούν να υπολογίσουν αυτές τις μειώσεις ως συνάρτηση του ΑΕΠ. Ακόμη κι έτσι, πάντως, υπολογίζεται ότι, έως το 2030, θα συνεχίσουν να αυξάνονται οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου και το ποσοστό της αύξησής τους θα είναι μεγαλύτερο από 20% σε σχέση με το 2005 και μεγαλύτερο από 40% σε σχέση με το 1990. Η αύξηση αυτή θα είναι πάντως μικρότερη από εκείνη που θα σημειωθεί αν δεν εφαρμοστούν οι εθελοντικές δεσμεύσεις της κάθε χώρας.
Όλα αυτά δεν είναι κατά τη γνώμη μου, επαρκή. Οι ειδικοί υπολογίζουν ότι για να μην υπερβεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη το όριο των 2 βαθμών μέχρι το τέλος του αιώνα, θα πρέπει οι ετήσιες εκπομπές να μειωθούν στο μισό μέχρι το 2050. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε μετά το 2030 να αντιστραφεί η τάση που θα επικρατεί μέχρι τότε, και την επόμενη εικοσαετία οι εκπομπές να μειωθούν δραστικά. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα είναι εύκολο, με δεδομένες τις κολοσσιαίες αλλαγές που θα πρέπει να συμβούν στον τρόπο ζωής μας, στις καταναλωτικές μας συνήθειες και στην παραγωγή των αγαθών.
Είναι πιθανό, αν και όχι σίγουρο, το 2030 να υπάρξει η κορύφωση στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Είναι επίσης πιθανό να αυξηθεί η συχνότητα των ακραίων κλιματικών επεισοδίων, γεγονός που θα επιβάλει τη λήψη μέτρων ανάλογων με τη σοβαρότητα των επεισοδίων αυτών. Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί ο στόχος των Ηνωμένων Εθνών για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς μέχρι το τέλος του αιώνα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ευρώπη έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Η πρότασή της για μείωση των εκπομπών κατά 40% μέχρι το 2030, σε σχέση με το 1990, είναι χωρίς αμφιβολία η πιο φιλόδοξη απ? όλες. Με δεδομένο όμως ότι οι ετήσιες εκπομπές της ΕΕ μόλις και φτάνουν το 10% του συνόλου, το αποτέλεσμα αυτών των μειώσεων θα είναι περιορισμένο. Παρ? όλα αυτά, το γεγονός ότι η σύνοδος θα διεξαχθεί στο Παρίσι και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα που συνοδεύει την προετοιμασία της αποτελούν καλούς οιωνούς για την επιτυχή της κατάληξη. Και αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη σοβαρότερη απειλή που θα αντιμετωπίσει ο πλανήτης στο μέλλον.
(Πηγή: El Pais)